Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει από τη συζήτηση, που έγινε την Παρασκευή σε επίπεδο 27 Ευρωπαίων ηγετών (δεν μετείχαν οι Βρετανοί λόγω Βrexit) στις Βρυξέλλες. Συζήτηση εξαιρετικά δύσκολη, που χαρακτηρίστηκε από την πολύ σκληρή θέση, όλων των βόρειων χωρών, με εξαίρεση τη Γερμανία, οι οποίες αρνούνται να αυξήσουν τη συνεισφορά τους στους ιδίους πόρους της Ε.Ε. προκειμένου να καλύψουν ένα μέρος της «τρύπας» από το Βrexit.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι μόνο 14 χώρες-μέλη έδειξαν διατεθειμένες να αποδεχθούν μια αύξηση της συνεισφοράς τους στον προϋπολογισμό, ενώ οι υπόλοιπες είναι από πολύ μέχρι λιγότερο αρνητικές.
Η αρνητική εξέλιξη υποχρέωσε τον πρόεδρο της Κομισιόν, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, να χτυπήσει «καμπανάκι» στους Ευρωπαίους ηγέτες: «Λυπάμαι που το λέω αλλά από τη στιγμή που μόνο 14 χώρες είναι διατεθειμένες να αυξήσουν τη συνεισφορά τους στους ιδίους πόρους, δεν έχω άλλη λύση από το να περικόψω δαπάνες της γεωργίας και της πολιτικής συνοχής». Μάλιστα, δεν έκρυψε τη δυσφορία του, τονίζοντας ότι, αν τους ρωτήσεις, όλοι συμφωνούν στη φύλαξη των εξωτερικών συνόρων και στην ασφάλεια, ωστόσο αυτό έχει κόστος, όπως είπε, θέλοντας με τον τρόπο του να αναδείξει την αντίφαση.
Το βέβαιο είναι ότι η διαπραγμάτευση που θα ξεκινήσει μετά τον Μάιο θα είναι η δυσκολότερη των τελευταίων ετών, γιατί διακυβεύονται εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ. Για παράδειγμα, ο κοινοτικός προϋπολογισμός για την επταετία 2014-2020 ανέρχεται σε 900 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Κομισιόν, το Βrexit θα προκαλέσει μια «τρύπα» στον κοινοτικό προϋπολογισμό, το οποίο θα κυμανθεί μεταξύ 10-12 δισ. ευρώ ετησίως, ποσό που σε βάθος επταετίας θα κυμανθεί στα 70-80 δισ. ευρώ. Σε αυτά τα χρήματα θα πρέπει να προστεθεί και το κόστος των νέων πολιτικών της Ε.Ε. για τη φύλαξη των συνόρων, την εσωτερική ασφάλεια, την ευρωπαϊκή άμυνα και τη διαχείριση των προσφύγων. Η Κομισιόν ανεβάζει αυτό το πρόσθετο κόστος στα 25 δισ. ευρώ για την επταετία. Με άλλα λόγια, η «τρύπα» θα πλησιάσει τα 100 δισ. ευρώ.
Είναι προφανές ότι, εάν τα κράτη-μέλη δεν αυξήσουν τη συνεισφορά τους στον κοινοτικό προϋπολογισμό ή εάν δεν βρουν ένα πρόσθετο ποσό, όπως για παράδειγμα έναν πανευρωπαϊκό φόρο, η Ε.Ε. θα υποχρεωθεί σε περικοπές τουλάχιστον της τάξης του 15% στις δαπάνες για τη γεωργία και τη συνοχή μετά το 2020. Οι δύο αυτές πολιτικές απορροφούν σήμερα περίπου το 70% του κοινοτικού προϋπολογισμού ή 650 δισ. ευρώ για την επταετία 2014-2020.
Μεγάλοι χαμένοι οι αγρότες και οι οικονομικά ασθενέστερες χώρες
Σύμφωνα με κοινοτικές πηγές, στο «στόχαστρο» των προτάσεων της Κομισιόν, που θα υποβληθούν στις αρχές Μαΐου, θα βρεθούν οι εισοδηματικές ενισχύσεις στους αγρότες, οι οποίες μπορεί να μειωθούν ακόμη και 15%, καθώς και η κατάργηση των χρηματοδοτήσεων για έργα συνοχής στις υπό μετάβαση περιφέρειες. Δηλαδή τις περιφέρειες που βάσει κατά κεφαλήν εισοδήματος βρίσκονται στη φάση του περάσματος από τις φτωχές στις πλούσιες.
Αυτό είναι το χειρότερο σενάριο για τη χώρα μας, η οποία επωφελείται σήμερα των ψηλότερων κατά κεφαλήν χρηματοδοτήσεων στην Ε.Ε. στις γεωργικές δαπάνες και είναι μεταξύ των πρώτων στις χρηματοδοτήσεις για τη συνοχή. Ενδεικτικά, η Ελλάδα την τριετία 2014-2016 είχε καθαρά όφελος από την Ε.Ε. της τάξης των 14,4 δισ. ευρώ και ήταν η τρίτη χώρα με το μεγαλύτερο όφελος στην Ευρώπη, μετά την Πολωνία και τη Ρουμανία. Τα παραπάνω χρήματα κράτησαν όρθια την πραγματική οικονομία στη διάρκεια της μεγαλύτερης κρίσης των τελευταίων δεκαετιών που έπληξε τη χώρα μας. Συνολικά η Ελλάδα για την περίοδο 2014-2020 θα εισπράξει 35 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 20 δισ. ευρώ από τα διαρθρωτικά ταμεία και 15 δισ. ευρώ για τον τομέα της γεωργίας.
Η Κομισιόν ζητάει από τα κράτη-μέλη να καλύψουν τουλάχιστον τη μισή «τρύπα», ώστε η μείωση των δαπανών να είναι μικρότερη και να μετριαστούν οι αρνητικές επιπτώσεις για τους αγρότες και τις ασθενέστερες οικονομικά χώρες.
Οι «σκληροί»
Ωστόσο, μια μεγάλη ομάδα χωρών, με σκληρότερες την Ολλανδία, τη Σουηδία, τη Δανία και την Αυστρία, αρνείται κατηγορηματικά οποιαδήποτε αύξηση της συνεισφοράς. Η Γερμανία φαίνεται ότι έχει γίνει πιο διαλλακτική μετά τη συμφωνία για το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης και προφανώς θα μπορούσε να αυξήσει τη συνεισφορά της, αλλά εκ των πραγμάτων δεν θα το κάνει εάν δεν ακολουθήσουν και οι άλλες χώρες. Επιπλέον, υπάρχουν και άλλα κράτη-μέλη που δεν έχουν λόγο να αποδεχθούν αύξηση της συνεισφοράς τους, όπως η Ιταλία, το Βέλγιο, η Κύπρος ή ακόμη και η Γαλλία.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η μικρή αύξηση της συνεισφοράς των βόρειων χωρών στον κοινοτικό προϋπολογισμό είναι ένα κλάσμα των όσων κερδίζουν από τη συμμετοχή στην ενιαία αγορά. Για παράδειγμα, η Γερμανία το 2014 είχε καθαρή συνεισφορά στον κοινοτικό προϋπολογισμό της τάξης των 13,6 δισ. ευρώ, ενώ το ίδιο έτος επωφελήθηκε από τη συμμετοχή της στην ενιαία αγορά με ένα ποσό που εκτιμάται στα 118 δισ. ευρώ. Η Γαλλία είχε καθαρή συνεισφορά 7,4 δισ. ευρώ, αλλά επωφελήθηκε από την ενιαία αγορά με 60 δισ. ευρώ. Η Ολλανδία, που ηγείται της κίνησης «Δεν πληρώνω παραπάνω», είχε καθαρή συνεισφορά 2,8 δισ. ευρώ, ενώ από την ενιαία αγορά επωφελήθηκε μέσω των επιχειρήσεών της με 45 δισ. ευρώ ετησίως. Ολα τα παραπάνω δεν είναι αυθαίρετοι υπολογισμοί, αλλά αποτέλεσμα μελέτης που δημοσίευσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ: ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΛΟΣ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]