“Η Κυβέρνηση, δυστυχώς, αποδέχθηκε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, ύψους 3,5% του Α.Ε.Π. για χρονικό διάστημα 5 ετών. H επίτευξη όμως τέτοιων πρωτογενών πλεονασμάτων και η διατήρησή τους για πολλά χρόνια, ιδιαίτερα όταν μία χώρα αντιμετωπίζει μακροχρόνια ύφεση και υψηλή διαρθρωτική ανεργία, δεν είναι εφικτή. Και σίγουρα είναι αντιαναπτυξιακή”, προσθέτει.
Ειδικότερα, ο Τομεάρχης Οικονομικών της Νέας Δημοκρατίας δήλωσε:
«Το πρόβλημα της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους παραμένει κρίσιμης σημασίας για την οικονομία και την πορεία της χώρας, παρά την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2013 και τη βελτίωση του “προφίλ” του από το 2012.[1]
Αποδεικνύεται έτσι ότι η δημοσιονομική ισορροπία και οι παρεμβάσεις ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους συνιστούν μεν αναγκαία συνθήκη για την ενίσχυση της βιωσιμότητάς του, δεν αποτελούν, όμως από μόνα τους, και ικανή συνθήκη. Και αυτό γιατί, συγχρόνως, απαιτείται η επίτευξη και διατήρηση υψηλών ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, στα τρέχοντα επίπεδα χρέους, μία αύξηση του ρυθμού μεταβολής του ονομαστικού Α.Ε.Π. κατά 1 ποσοστιαία μονάδα οδηγεί σε μείωση του λόγου χρέους/Α.Ε.Π. κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες. Αντίθετα, μια αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος κατά 1 ποσοστιαία μονάδα του Α.Ε.Π. οδηγεί σε μείωση του λόγου χρέους/Α.Ε.Π., μόνο, κατά 1 ποσοστιαία μονάδα, και αυτό στην καλύτερη περίπτωση, όταν ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής ισούται με μηδέν, το οποίο είναι γνωστό πως δεν ισχύει.
Τι έγινε συνεπώς τα τελευταία 2,5 χρόνια και επιβαρύνθηκε σημαντικά η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους;
Ουσιαστικά, σύμφωνα με τις συγκρίσιμες μελέτες βιωσιμότητας του Δ.Ν.Τ., ο εκτιμώμενος μεσο-μακροπρόθεσμος ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας συρρικνώθηκε σημαντικά. Ενδεικτικά, ο ρυθμός αύξησης του Α.Ε.Π. για το έτος 2022, προβλέπονταν 1,9% τον Ιούνιο του 2014, για να πέσει στο 1% τον Φεβρουάριο του 2017. Αυτή η σημαντικά αναθεωρημένη προς τα κάτω εκτίμηση επεκτείνεται σε όλα τα μεταγενέστερα χρόνια, μέχρι το 2060, επιβαρύνοντας σωρευτικά, τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.
Αυτό επιβεβαιώνεται από τη σύγκριση των προβλέψεων για το ονομαστικό Α.Ε.Π. ανάμεσα στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) 2015 – 2018 της προηγούμενης Κυβέρνησης, και το πρόσφατο ΜΠΔΣ 2018-2021 της σημερινής Κυβέρνησης.
Συνεπώς, η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, με τις πράξεις και παραλείψεις της, επιβάρυνε την οικονομία. Την επανέφερε στην ύφεση, την διατηρεί στην ύφεση, και δεν μπορεί να πείσει ότι μπορεί να την ανατάξει, με βιώσιμο και διατηρήσιμο τρόπο.
Ποιο είναι το ζητούμενο συνεπώς σήμερα;
1ον. Καταρχήν, η ολοκλήρωση της αξιολόγησης.
Ήδη, εξαιτίας της πολύμηνης καθυστέρησης και της εσφαλμένης σύνδεσης της αξιολόγησης με το χρέος, η οικονομία έχει στερηθεί πόρους ύψους 13,3 δις ευρώ, με αποτέλεσμα η Κυβέρνηση να έχει προβεί σε εκτεταμένο εσωτερικό δανεισμό και στάση πληρωμών προς τον ιδιωτικό τομέα, “στεγνώνοντας” την οικονομία από ρευστότητα, “σέρνοντας” τη χώρα στην ύφεση και θέτοντας σε κίνδυνο την επίτευξη ακόμη και του αναθεωρημένου προς τα κάτω εφετινού στόχου για την ανάπτυξη.
2ον. Η υλοποίηση διαρθρωτικών αλλαγών, που θα πείσουν τους δανειστές ότι επανέρχεται η αναπτυξιακή δυναμική που καταγράφονταν στις εκθέσεις τους το 2014 (βλέπετε Πίνακα 1).
Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις (για παράδειγμα, ενίσχυση της ρευστότητας, δημιουργία προϋποθέσεων για την προσέλκυση επενδύσεων, υλοποίηση αποκρατικοποιήσεων, βελτίωση της αποτελεσματικότητας του Κράτους, επένδυση στις νέες ενδογενείς πηγές ανάπτυξης π.χ. παιδεία και καινοτομία κ.α.) αυξάνουν την παραγωγή, δημιουργούν συνθήκες για πιο γρήγορη ανάκαμψη της οικονομίας και βοηθούν στην αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους, δημιουργώντας χώρο για χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα.
3ον. Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω, απαιτείται η δρομολόγηση μιας συμφωνίας σε πιο ρεαλιστικούς δημοσιονομικούς στόχους.
Η Κυβέρνηση, δυστυχώς, αποδέχθηκε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, ύψους 3,5% του Α.Ε.Π. για χρονικό διάστημα 5 ετών. H επίτευξη όμως τέτοιων πρωτογενών πλεονασμάτων και η διατήρησή τους για πολλά χρόνια, ιδιαίτερα όταν μία χώρα αντιμετωπίζει μακροχρόνια ύφεση και υψηλή διαρθρωτική ανεργία, δεν είναι εφικτή. Και σίγουρα είναι αντιαναπτυξιακή.
4ον. Η υλοποίηση, από τους δανειστές, το συντομότερο δυνατόν, ουσιαστικών παρεμβάσεων για την ενίσχυση της βιωσιμότητας του χρέους. Δέσμευση που εκκρεμεί από το 2012 και δεν έχει, με ευθύνη τους, ακόμη υλοποιηθεί.
Ρεαλιστικές τεχνικές και ισοδύναμες λύσεις υπάρχουν. Η Νέα Δημοκρατία, από το Μάιο του 2016 (Δελτίο Τύπου, 9 Μαΐου 2016), είχε επισημάνει ότι οι λύσεις πρέπει να κινούνται στην κατεύθυνση επιμήκυνσης της περιόδου χάριτος, επιμήκυνσης της περιόδου αποπληρωμής, χαμηλότερων επιτοκίων και μετατροπής των κυμαινόμενων επιτοκίων σε σταθερά.
Συμπερασματικά, ο συνδυασμός αυτών των πρωτοβουλιών μπορεί να οδηγήσει τη χώρα, σταδιακά, στην έξοδο από την κρίση. Η επίτευξή τους όμως απαιτεί μία μεταρρυθμιστική, σοβαρή, συνεκτική και αξιόπιστη Κυβέρνηση, η οποία θα πραγματοποιήσει διαρθρωτικές αλλαγές και θα διαπραγματευτεί μια άλλη δημοσιονομική πολιτική, με πιο ρεαλιστικούς δημοσιονομικούς στόχους. Αυτά, η σημερινή Κυβέρνηση ούτε μπορεί, ούτε ξέρει, ούτε θέλει να τα υλοποιήσει».
[1] Όπως άλλωστε υποστηρίζει και η σημερινή Κυβέρνηση, στο πρόσφατο Πολυνομοσχέδιο / 4ο Μνημόνιο: «Τα τελευταία χρόνια η σύνθεση και η δομή του χρέους βελτιώθηκαν, η μέση υπολειπόμενη φυσική διάρκειά του έχει χρονικά επεκταθεί και έχουν μειωθεί αισθητά οι δαπάνες εξυπηρέτησής του».