Ως γνωστόν, το ΔΝΤ αποδέχθηκε την πενταετή περίοδο στην οποία η Ελλάδα θα πρέπει να πετυχαίνει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ. Στη συνέχεια όμως δεν μπορεί να προβλέψει πρωτογενές πλεόνασμα μεγαλύτερο από 1,5% του ΑΕΠ, ενώ βλέπει ότι ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης δεν θα ξεπεράσει το 1% του ΑΕΠ. Ζητά επίσης επέκταση από την αρχή της ωρίμασης του χρέους κατά 20 χρόνια, δηλαδή την εξόφλησή του το 2080 αντί το 2060, που είναι προγραμματισμένη σήμερα. Το μέτρο που δεν θέλει να ακούει καθόλου η Γερμανία είναι ο μηχανισμός σταθεροποίησης των επιτοκίων μέχρι και την αποπληρωμή των ευρωπαϊκών δανείων.
Η τελευταία συμβιβαστική λύση που έπεσε στο τραπέζι από την πλευρά του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) στο τελευταίο Eurogroup είναι η επέκταση της διάρκειας αποπληρωμής των δανείων κατά 15 χρόνια, σταδιακά και σε συνδυασμό με την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων από την Ελλάδα. Η εναλλακτική πρόταση του ΕΜΣ ήθελε το μέσο πρωτογενές πλεόνασμα να φτάνει το 2% του ΑΕΠ και ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης της Ελλάδας να φτάνει το 1,25% του ΑΕΠ.
Αν και οι δύο λύσεις δείχνουν πολύ κοντά αριθμητικά, το χάσμα μεταξύ τους είναι τεράστιο, αν το δει κανείς σε ορίζοντα… 50 ετών. Ενδεικτικά θα μπορούσε να αναφέρει κανείς ότι η σταθεροποίηση του επιτοκίου στο 1% του ΑΕΠ με τις προβλέψεις του ΔΝΤ θα κοστίσει περίπου 120 δισ. ευρώ περισσότερα στην ευρωζώνη.
Με αυτά τα δεδομένα η λύση που προκρίνουν όλοι ως πιθανότερη -και για να μη μείνει ξεκρέμαστη η Ελλάδα- είναι η συμμετοχή του ΔΝΤ χωρίς χρηματοδότηση μέχρι να επέλθει συμβιβασμός στο θέμα του χρέους. Το γλυκαντικό της υπόθεσης είναι ότι η δόση που θα εκταμιευτεί με το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης δεν θα είναι τα αρχικά προγραμματισμένα 7 δισ. ευρώ αλλά ένα ποσό κοντά στα 10 δισ. ευρώ, με ένα μέρος τους να δίνεται σταδιακά για την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων του Δημοσίου.
Το κακό είναι ότι το όποιο πρόγραμμα υπογράψει η Ελλάδα με το ΔΝΤ, ανεξάρτητα από τη διάρκειά του και το ποσό χρηματοδότησης, το οποίο θα εκταμιευτεί μελλοντικά, θα περιέχει και μια ανανεωμένη έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, η οποία όμως θα καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα με όλες τις προηγούμενες: ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο.
Αυτό εξηγεί σε μεγάλο βαθμό και το ξεκαθάρισμα της θέσης της ΕΚΤ από τον ίδιο το πρόεδρο κ. Μάριο Ντράγκι σε ακρόαση που είχε μέσα στην εβδομάδα στο Ευρωκοινοβούλιο: «Χωρίς σαφή και ποσοτικοποιημένα μέτρα για το χρέος η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν μπορεί να ανοίξει το θέμα της ένταξης της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Η θέση της ΕΚΤ είναι ότι, παρότι ανεξάρτητη από το ΔΝΤ, δεν μπορεί να προχωρήσει σε μια πολιτική διευθέτηση για το θέμα της Ελλάδας, καθώς έτσι αφενός θα έπληττε το κύρος της και αφετέρου δεν θα έδινε κανένα εχέγγυο ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να επιστρέψει κάποια στιγμή στο δανεισμό από τις αγορές».
Με αυτά τα δεδομένα, το ενδεχόμενο έστω και μιας δοκιμαστικής εξόδου στις αγορές περιορίζεται αισθητά, καθώς τα επιτόκια θα παραμείνουν -όπως και το ρίσκο για τη χώρα- σε υψηλά επίπεδα, το νωρίτερο μέχρι και το 2018.
Οι δανειστές εξετάζουν προληπτική πιστωτική γραμμή «βαρέος τύπου»
Απέναντι στο ενδεχόμενο η Ελλάδα να μείνει εκτός αγορών όχι μόνο φέτος αλλά και το 2018 οι Ευρωπαίοι έχουν αρχίσει να ετοιμάζουν εναλλακτικά σχέδια. Πάνω στο πλαίσιο της προληπτικής πιστωτικής γραμμής που επεξεργάζονταν για την Ελλάδα -και όχι μόνο- το 2014 ετοιμάζουν κάτι ανάλογο ως ύστατη καταφυγή αν ένα χρόνο μετά η Ελλάδα δεν είναι σε θέση να καταφύγει σε διεθνή δανεισμό για τις ανάγκες του χρέους της.
Μόνο που αυτή τη φορά η εποπτεία που θα ασκείται θα είναι το ίδιο έντονη και συνεχής όπως είναι και τώρα, με μόνη «ελάφρυνση» ότι η επέκταση του Μνημονίου δεν θα λέγεται Μνημόνιο. Επόπτες θα παραμείνουν και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και το ΔΝΤ και η διάρκεια μπορεί να είναι διετής ή τριετής, ανάλογα με τις συνθήκες.
Τα κεφάλαια για να καλυφθεί αυτή η πιστωτική γραμμή είναι διαθέσιμα, αφού έχουν εγκριθεί από το 2015. Από το δάνειο των 86 δισ. ευρώ έχουμε πάρει έως τώρα τα 31,7 δισ. ευρώ. Αν πάρουμε τώρα μία δόση της τάξης των 10 δισ. ευρώ και άλλα 4-5 δισ. μέχρι και το τέλος του προγράμματος, θα μείνουν διαθέσιμα περίπου 35 δισ. ευρώ.
Το υπόλοιπο αυτό των 30-35 δισ. ή ένα μέρος μπορεί να διατεθεί μαζί με μια σημαντικά μικρότερη χρηματοδότηση που θα διαθέσει το ΔΝΤ ως ένα «ανοιχτό» δάνειο προς την Ελλάδα ώστε να μπορεί να δανειστεί όποτε χρειαστεί με χαμηλό επιτόκιο για να καλύπτει τις δανειακές της ανάγκες, ακόμη και αν δεν μπορεί να δανειστεί για το σύνολο των αναγκών της από τις αγορές.
Το σενάριο της προληπτικής πιστωτικής γραμμής δεν θα υλοποιηθεί χωρίς προϋποθέσεις. Η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει να εφαρμόζει τα σκληρά μέτρα που έχει ψηφίσει τα προηγούμενα χρόνια, αλλά και όσα έχει ψηφίσει για τη διετία 2019-2020. Προϋπόθεση επίσης θα είναι να συνεχίσει να επιτυγχάνει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και να έχει σταθερά θετικό ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης.
ΤΑΣΟΣ ΔΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
[email protected]
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής