Μια ερώτηση που η ίδια έκανε στον εαυτό της στο ξεκίνημα της καριέρας της εννοώντας: «Μπορώ να τραγουδήσω αυτό που θέλω; Μπορώ να γίνω η καλλιτέχνιδα που θέλω; Μπορώ να είμαι αυτό που πραγματικά επιθυμώ; Πριγκίπισσα και κορίτσι του γκέτο; Ποπ σταρ αλλά και r’n’b τραγουδίστρια; Bisexual σύντροφος όσων με έλκουν; Πριν καν όμως κάνει την ερώτηση, η ίδια ήξερε πολύ καλά ότι η απάντηση είναι αρνητική», σχολιάζει το «Variety» σε άρθρο του για την ταινία «Whitney: Can I Be Me?», που κάνει πρεμιέρα αυτές τις μέρες στις αγγλικές κινηματογραφικές αίθουσες.
Ο Νικ Μπρούμφιλντ έχει υπογράψει περισσότερες από τριάντα ταινίες στο παρελθόν, ανάμεσά τους και ντοκιμαντέρ για τον Κερτ Κομπέιν, τον Tupac Shakur, τη Σάρα Πέιλιν. «Πιστεύω ότι πολλοί υπήρξαν σκληροί απέναντί της στα τελευταία της χρόνια και θεώρησα ότι αυτό ήταν μια καλή ευκαιρία να δούμε τη ζωή της από την αρχή», λέει ο Βρετανός σκηνοθέτης για την απόφασή του να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ για την Αμερικανίδα σταρ. Η ταινία περιλαμβάνει συνεντεύξεις με πολλά πρόσωπα του περιβάλλοντος της Γουίτνι αλλά και αποσπάσματα ζωντανών της εμφανίσεων στη Γερμανία και την Αυστρία στα τέλη της δεκαετίας του ’90, όπου πραγματοποίησε την τελευταία μεγάλη παγκόσμια περιοδεία της.
Οταν το 2009 προσπάθησε να επανέλθει στο προσκήνιο, ήταν μια άλλη Γουίτνι Χιούστον. «Ουσιαστικά δεν είχε φωνή. Δεν μπορούσε να τραγουδήσει πια. Βγήκε σε περιοδεία μόνο και μόνο για να υποστηρίξει οικονομικά την οικογένειά της. Η ίδια δεν ήθελε. Η επιθυμία της ήταν να απεξαρτηθεί από τα ναρκωτικά και να περνάει το χρόνο της με την κόρη της. Ηθελε να ζει κάπου δίπλα στη θάλασσα. Η οικογένειά της ήταν εκείνη που την πίεζε να συνεχίσει να τραγουδά», ισχυρίζεται ο Νικ Μπρούμφιλντ που γύρισε την ταινία χωρίς την έγκριση της οικογένειας της Χιούστον.
Συντηρούσε 50 ανθρώπους
Οταν στα μέσα της δεκαετίας του ’80 η Γουίτντι ξεπήδησε από την αφάνεια του Νιούαρκ του Νιου Τζέρσι, το περιβάλλον της την είδε ως διέξοδο στα προβλήματά του. «Με τα χρήματα που κέρδιζε συντηρούσε τουλάχιστον πενήντα ανθρώπους, συγγενείς και φίλους. Πλήρωνε τα έξοδα των νοικοκυριών τους, τα σχολεία των παιδιών τους, τα πάντα», λέει ο Μπρούμφιλντ και συνεχίζει: «Ισως για αυτό στράφηκε στις καταχρήσεις. Ως ένα μέσο άμυνας απέναντι σε όλη αυτή την πίεση που δεχόταν από το ξεκίνημα της καριέρας της».
H ταινία καταπιάνεται και με ένα άλλο κομβικό σημείο της καριέρας της. Τον Απρίλιο του 1989, στα μουσικά βραβεία Soul Train, η Γουίτνι αποδοκιμάστηκε από το κοινό με την κατηγορία ότι ξεπουλήθηκε καθώς τη μουσική της άκουγε και το λευκό ακροατήριο. Εκείνο το βράδυ γνώρισε και τον Μπόμπι Μπράουν, το μετέπειτα σύζυγό της που κατά πολλούς ήταν το πρόσωπο που ευθύνεται για την εξάρτηση της Χιούστον από τις ουσίες. Η σχέση τους ήταν σαν «τη φωτιά με το νερό», αλλά, όπως σημειώνει το «Variety», «ο Μπόμπι Μπράουν τής έδινε το κρέντιτ του πεζοδρομίου που εκείνη πίστευε ότι είχε ανάγκη».
Ενα ακόμη κομβικό πρόσωπο στη ζωή της Γουίτνι και ο λόγος για τον οποίο η οικογένειά της δεν έδωσε τη συγκατάθεσή της σε αυτή την ταινία είναι η προσωπική της φίλη και βοηθός Ρόμπιν Κρόουφορντ, που βρισκόταν πάντα στο πλευρό της. Ο Μπρούμφιλντ υποστηρίζει ότι οι δύο γυναίκες συνδέονταν και ερωτικά, αλλά η Γουίτνι προσπαθούσε να το κρύψει αυτό από τον κόσμο και ιδίως από τη μητέρα της, Σίσι Χιούστον, που δεν ήθελε ούτε να ακούει για αυτή τη σχέση. Ο Μπόμπι Μπράουν και η Ρόμπιν Κρόουφορντ μισούσαν ο ένας τον άλλο και αυτό ήταν ένα διχαστικό γεγονός που η Γουίτνι δεν μπόρεσε να συμβιβάσει ποτέ.
«Η ταινία δεν είναι τόσο αποκαλυπτική όσο το “Αmy”, που τιμήθηκε πέρυσι με το Οσκαρ καλύτερου ντοκιμαντέρ. Ομως σε κάνει να θέλεις να μπεις στην οθόνη, να πιάσεις τη Γουίτνι από το χέρι και να την πείσεις να προσπαθήσει να βγει από την άβυσσο που επί χρόνια είχε χαθεί», σημειώνει το «Variety».
ΚΩΣΤΑΣ ΖΑΛΙΓΚΑΣ
[email protected]
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου