Η Συρία των Ασαντ (1970-2024) δεν ξέφυγε από τον γενικό κανόνα. Ηταν κι αυτή ένα κληρονομικό καθεστώς, απλώς «προεδρικό» και όχι μοναρχικό, όπως π.χ. η γειτονική Ιορδανία, η Σαουδική Αραβία και τα εμιράτα του Κόλπου.
Κατά τα άλλα, η δυναστεία των Ασαντ κυβέρνησε με σιδηρά πυγμή 2-3 γενιές υπηκόων της και όλοι θα τη θυμούνται ως μια βάναυση δικτατορία. Ορισμένα θετικά στοιχεία της πρώτης περιόδου (δεκαετία ’70), όπως η σχετική χειραφέτηση των γυναικών της Συρίας σε σχέση με τις γυναίκες άλλων χωρών της περιοχής, η θρησκευτική ανεκτικότητα λόγω της μετριοπαθούς ιδεολογίας των Αλεβιτών στην οποία ανήκε η οικογένεια Ασαντ, καθώς και η λειτουργία ενός ικανοποιητικού για τα μέτρα της εποχής κοινωνικού κράτους, βασισμένου στον «αραβικό σοσιαλισμό» του Κόμματος Μπάαθ, που κυριαρχούσε και στο γειτονικό Ιράκ, πέρασαν σταδιακά σε δεύτερη μοίρα και έγιναν μακρινή ανάμνηση.
Αλλωστε, η άγρια καταστολή των αντιφρονούντων, οι φυλακίσεις, τα βασανιστήρια και οι «εξαφανίσεις» δεν σταμάτησαν ούτε την «καλή» περίοδο. Η κατάσταση, όμως, επιδεινώθηκε τραγικά μετά το ξέσπασμα του εμφυλίου το 2011, όταν ο αγριανθρωπισμός του αστυνομικού, μπααθικού καθεστώτος συναγωνιζόταν τον αγριανθρωπισμό των τζιχαντιστών του ISIS και άλλων ένοπλων ομάδων, εξοπλισμένων από την Τουρκία και άλλες αραβικές χώρες, που αντιμάχονταν στο έδαφος της Συρίας.
Τα θεμέλια της σύγχρονης Συρίας μπήκαν το 1920 με την περίφημη αγγλογαλλική, μετα-αποικιακή συμφωνία των διπλωματών Σάικς-Πικό. Στη βάση αυτής η Κοινωνία των Εθνών έθεσε τη Συρία υπό γαλλική εντολή και η χώρα απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1944, με τα τελευταία γαλλικά στρατεύματα να την εγκαταλείπουν το 1946. Υστερα από μια αποτυχημένη προσπάθεια ενοποίησης με την Αίγυπτο, με την οποία συγκρότησε τη βραχύβια «Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία», η Συρία πέρασε το 1963 υπό τον έλεγχο του κοσμικού Μπάαθ, έπειτα από πραξικόπημα στο οποίο συμμετείχε ο αξιωματικός της Αεροπορίας, Χαφέζ αλ Ασαντ. Το 1966 ο ίδιος ηγήθηκε ενός ακόμη πραξικοπήματος Αλεβιτών αξιωματικών ενισχύοντας την προσωπική του εξουσία και το 1970 μεταμορφώθηκε σε πολιτικό δικτάτορα («πρόεδρο», όπως ο Γεώργιος Παπαδόπουλος το 1973) με απόλυτες εξουσίες και χωρίς την παραμικρή ανοχή για αντιφρονούντες, εντός ή εκτός του καθεστώτος.
Η κατά καιρούς αναβάπτισή του στη λαϊκή βούληση ήταν μια τελετουργική φάρσα. Ας μην ξεχνάμε πως ήταν μια περίοδος προσωπολατρίας στον «αντι-ιμπεριαλιστικό» αραβικό κόσμο, που φλέρταρε με το Κίνημα των Αδεσμεύτων και τη Σοβιετική Ενωση (Νάσερ στην Αίγυπτο, Καντάφι στη Λιβύη, βασιλιάς Χουσεΐν της Ιορδανίας, Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ κ.ά.). Ο πατήρ Ασαντ χώθηκε ασμένως στο «κάδρο».
Ανασφαλής όπως κάθε δικτάτορας, ο Χαφέζ αλ Ασαντ σύντομα συγκέντρωσε την εξουσία γύρω από το αλεβιτικό στοιχείο (12%-15% του πληθυσμού, περίπου ανάλογο με την Τουρκία), όπως και τους συγγενείς του, κάτι στο οποίο τον μιμήθηκε αργότερα ο γιος του. Στο μεταξύ, έθεσε στο περιθώριο τη σουνιτική πλειονότητα της Συρίας από αξιώματα και θέσεις επιρροής, αντισταθμίζοντάς το με άψογη συμπεριφορά προς τους χριστιανούς, ελληνορθόδοξους και άλλων δογμάτων.
Χωρίς αμφιβολία, το μεγαλύτερο έγκλημα του Χαφέζ αλ Ασαντ ήταν η σφαγή 10.000-40.000 σουνιτών του Ισλαμικού Μετώπου στη Χάμα το 1982, την οποία ο στρατός του κυριολεκτικά ισοπέδωσε. Οι εξεγερμένοι ήταν το αντίστοιχο της αιγυπτιακής Μουσουλμανικής Αδελφότητας (με την οποία, όμως, είχαν και διαφορές) και είχαν αρχίσει τις ένοπλες συγκρούσεις με το Μπάαθ από το 1964, διαφωνώντας με την πλήρη εκκοσμίκευση της Συρίας, στο στρατοκρατικό πρότυπο του Κεμάλ Ατατούρκ. Δικαιολογημένα ο Χαφέζ αλ Ασαντ αντιμετώπισε την εξέγερση της Χάμα ως τη μεγαλύτερη έως τότε απειλή για την εξουσία του και φρόντισε να την καταστείλει με ένα λουτρό αίματος, ώστε να κόψει τη φόρα σε κάθε μαζικό αντιπολιτευόμενο κίνημα.
Χρειάστηκε να περάσουν περίπου 30 χρόνια για να αντιμετωπίσει ο γιος του, Μπασάρ αλ Ασαντ, μια παρόμοια κατάσταση. Ολα ξεκίνησαν με την ειρηνική αντικυβερνητική διαδήλωση στην Ντεράα της Νοτιοδυτικής Συρίας το 2011, στον απόηχο της «Αραβικής Ανοιξης» (Αίγυπτος, Τυνησία, Λιβύη), για να εξελιχθούν σε έναν από τους χειρότερους εμφύλιους πολέμους στην ιστορία της ανθρωπότητας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, βέβαια, ότι μετά την πτώση του Σαντάμ στο Ιράκ ο Ασαντ έγινε στόχος αμερικανικών κυρώσεων το 2004, με αποτέλεσμα να ζητήσει την προστασία του Ερντογάν, του ίδιου που είκοσι χρόνια αργότερα αποδείχθηκε η Νέμεσή του.
Οι Πρόεδροι της Δημοκρατίας: Ποιος τους πρότεινε, πόσες ψήφους πήραν - Πότε «έσπασε» η πρόταση αντιπάλου
Στα 14 χρόνια του συριακού εμφυλίου σκοτώθηκαν τουλάχιστον 300.000 άνθρωποι, οι περισσότεροι από τον στρατό του Ασαντ. Οι ΗΠΑ και τα Ηνωμένα Εθνη τον κατηγόρησαν για χρήση χημικών όπλων κατά αμάχων το 2013, από την οποία έχασαν τη ζωή τους ίσως και περισσότερα από 1.000 άτομα. Στη μεγαλύτερη ανθρωπιστική κρίση του 21ου αιώνα υπολογίζεται ότι πάνω από το ήμισυ του συριακού πληθυσμού των 23 εκατομμυρίων έχει εγκαταλείψει τις εστίες του. Τουλάχιστον 5,4 εκατομμύρια έφυγαν πρόσφυγες από τη χώρα, με το μεγαλύτερο μέρος τους να έχει εγκατασταθεί στην Τουρκία. Οι εσωτερικά εκτοπισμένοι αγγίζουν ίσως και τα 7 εκατομμύρια.
Αυτή είναι η κληρονομιά που αφήνουν οι Ασαντ στη Συρία, με ισχυρή πιθανότητα τα πράγματα να χειροτερέψουν μέσα στο γενικευμένο χάος και τις συγκρούσεις που επικρατούν.
ME ΑΠΟΤΕΦΡΩΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΔΕΚΑΔΕΣ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΘΥΜΑΤΑ
Ο απόλυτος τρόμος στις φυλακές Σεντνάγια
Απεχθές σύμβολο των 54 χρόνων της δικτατορίας των Ασαντ, οι φυλακές Σεντνάγια της Δαμασκού έβγαλαν πολύ πόνο από τα σωθικά τους… Ο παλαιότερος ίσως τρόφιμος ήταν ο πιλότος Ραγκάντ αλ Ταταρί, που φυλακίστηκε πριν από 42 χρόνια, επί Χαφέζ αλ Ασαντ, επειδή αρνήθηκε να βομβαρδίσει αμάχους στη Χάμα, το 1982.
Επί δεκαετίες οι Σύροι έτρεμαν στο άκουσμα και μόνο αυτού του κολαστηρίου, καθώς κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα τα βασανιστήρια, οι εκτελέσεις και οι «εξαφανίσεις» που γίνονταν στο εσωτερικό του.
Οι εξαφανισμένοι του καθεστώτος υπολογίζονται σε δεκάδες χιλιάδες. Κάποιες οργανώσεις τούς ανεβάζουν σε 100.000 και άλλες κάνουν λόγο για συνολικά 130.000 εξαφανισμένους με ευθύνη όλων των πλευρών του εμφυλίου – τα νούμερα αυτά στην πράξη είναι αδύνατον να επαληθευτούν. Δορυφορικές φωτογραφίες το 2017 απαθανάτισαν ένα καινούργιο αποτεφρωτήριο για την ανάλωση των πτωμάτων στη Σεντνάγια, ενώ οι διάχυτες φήμες για δίκτυο υπόγειων κελιών 30 μέτρα κάτω από το έδαφος δεν έγινε κατορθωτό να επαληθευτούν.
Χιλιάδες συγγενείς αγνοουμένων πληροφορούνταν κατά καιρούς από την Αστυνομία ή τις μυστικές υπηρεσίες των Ασαντ ότι οι δικοί τους εκτελέστηκαν. Με το άνοιγμα της Σεντνάγια και άλλων φυλακών με πολιτικούς κρατουμένους, πολλοί ξεχύθηκαν να δουν αν οι άνθρωποί τους είναι ζωντανοί και να τους αγκαλιάσουν. Μία από τους τυχερούς ήταν η μητέρα του 34χρονου blogger Ταλ αλ Μαλουχί, που φυλακίστηκε το 2009 για κριτική στη διαφθορά του καθεστώτος. Από μέσα βγήκαν και άνθρωποι-φαντάσματα με σαλεμένα λογικά. Οπως ένας 33χρονος πρώην φοιτητής Ιατρικής, που δεν αναγνώριζε τους γονείς του και δυσκολευόταν να μιλήσει ύστερα από 13 χρόνια εγκλεισμού και βασανιστηρίων. Διεθνή πρακτορεία απαθανάτισαν και ένα μικρό παιδί, που έτρεξε στην ελευθερία μαζί με τη φυλακισμένη μητέρα του.
ΜΕ ΠΟΣΟΣΤΑ ΕΩΣ ΚΑΙ 100%!
Εκλογές-φάρσα επί 53 χρόνια
Οπως συμβαίνει σε πολλά ολοκληρωτικά κράτη «παλαιάς κοπής», το μπααθικό καθεστώς των Ασαντ επέμενε να οργανώνει προεδρικές και βουλευτικές εκλογές, τις οποίες οι αντικαθεστωτικοί και ο υπόλοιπος κόσμος αντιμετώπιζαν ως φάρσα. Το 1971, το 1978, το 1985, το 1991 και το 1999 ο Χαφέζ αλ Ασαντ κατέβηκε χωρίς αντίπαλο λαμβάνοντας 99,2%, 99,9%, 100% (!), 99,9% και 100% αντιστοίχως. Ο Μπασάρ ακολούθησε δύο φορές την πεπατημένη παίρνοντας 99,7% και 99,8%, το 2000 και το 2007.
Ομως, το 2014, σε μια επίδειξη… δημοκρατικής ευαισθησίας «επέτρεψε» τη συμμετοχή δύο αντιπάλων υποψηφίων στις εκλογές που έγιναν στη μισή Συρία λόγω του εμφυλίου. Ετσι, έλαβε μόνο 88,7%, έναντι 4,5% του Χασάρ αλ Νουρί και 3,3% του Μαχέρ Χατζιάρ. Ο πρώτος ήταν πρώην υπουργός Διοικητικής Ανάπτυξης και γραμματέας του Βιομηχανικού Επιμελητηρίου της Δαμασκού και ο δεύτερος καταχωρίστηκε ως «ανεξάρτητος», αγνώστων λοιπών στοιχείων.
Δίπλα στον «Πρόεδρο της Δημοκρατίας» λειτουργούσε στη Συρία και μία Βουλή 250 μελών, καθαρά διακοσμητική, που εκλεγόταν ανά τέσσερα χρόνια. Τα 2/3 των μελών της εκλέγονταν υποχρεωτικά από λίστα του Κόμματος Μπάαθ και «συνεργαζόμενων δυνάμεων» και οι υπόλοιποι (ας πούμε οι «αντιπολιτευόμενοι») έβγαιναν ως ανεξάρτητοι.