Αντίσταση
Από την ίδια ημέρα της απόβασης στο Μάλεμε, σε πολλά χωριά του Νομού Χανίων δημιουργούνται αυθόρμητα αντιστασιακές ομάδες. Χαρακτηριστικά, οι κάτοικοι της Κανδάνου, παρά την επίγνωση του άτοπου αγώνα, παίρνουν απόφαση αντίστασης με κάθε κόστος. Οι Γερμανοί, προσπαθώντας να εμποδίσουν τις συμμαχικές δυνάμεις ν’ αποχωρήσουν μέσω του λιμανιού της Παλαιοχώρας, αποκόβοντας τους δρόμους ανεφοδιασμού τους, βομβαρδίζουν την Κάνδανο και εν συνεχεία, μονάδα τους υπό τον ταγματάρχη Σέτε κινείται οδικά προς το χωριό. Στις 21, 22 και 24 Μαΐου, η Κάνδανος και η ευρύτερη περιοχή Σελίνου μετατρέπονται σε πεδία αιματηρών συγκρούσεων, με τους εισβολείς να έχουν πάνω από 70 νεκρούς, δεκάδες τραυματίες, ενώ αφήνουν πίσω σημαντικό οπλισμό που αξιοποιείται από τους σχεδόν άοπλους Κρητικούς.
Εχοντας ολοκληρώσει την κατάληψη του λιμανιού της Παλαιοχώρας, οι κατακτητές ξεκινούν αντίποινα στις περιοχές όπου συνάντησαν μεγαλύτερη αντίσταση. Στις 2 Ιουνίου 1941 μονάδα αλεξιπτωτιστών του 11ου Γερμανικού Σώματος Αεροπορίας κάνει την πρώτη «στάση θανάτου» στο χωριό Κοντομαρί, κάτοικοι του οποίου συμμετείχαν ενεργά στην απόκρουση της εισβολής. Οι Γερμανοί, με επικεφαλής τον υποσμηναγό Χορστ Τρέμπες, περικυκλώνουν το χωριό και συγκεντρώνουν τους κατοίκους σε ξέφωτο.
Οι ανυποψίαστοι μέχρι τότε χωριανοί καταλαβαίνουν τη φρίκη που θα ακολουθούσε, μόνο όταν οι Γερμανοί ξεχωρίζουν 23 άνδρες από τα γυναικόπαιδα, που δεν τα αφήνουν να πλησιάσουν πυροβολώντας τα στα πόδια. Ενδεικτικό της διαστροφικής παράκρουσης των δολοφόνων είναι ότι ο επικεφαλής του «τιμωρητικού αποσπάσματος», Τρέμπες, λέει στους μελλοθάνατους πως «Οποιος θέλει τώρα, μπορεί να φύγει», ώστε το ανθρωποκυνηγητό να έχει περισσότερο «ενδιαφέρον», ενώ μαρτυρίες μιλούν για Γερμανούς που χορεύουν πάνω σε πτώματα… Η σφαγή στο Κοντομαρί, εκτός από μνημείο φρίκης, αποτελεί την πρώτη εκτέλεση αμάχων στην Ευρώπη και τραγικό προοίμιο για όσα επακολουθούν.
Οι Γερμανοί, μη λησμονώντας την αντίσταση των κατοίκων της Κανδάνου, επιστρέφουν εκεί το βράδυ της 2ας Ιουνίου 1941, αρχικά βομβαρδίζοντας και εν συνεχεία περικυκλώνοντας το χωριό. Μπαίνοντας στην Κάνδανο, την επόμενη ημέρα το πρωί, με επικεφαλής τον στρατηγό Λίμπερτ, καλούν με προκηρύξεις τους κατοίκους να επιστρέψουν στα σπίτια τους, ενώ μέσω μεγαφώνων διαβεβαιώνουν ότι δεν θα πειράξουν κανέναν. Οταν διαπιστώνουν ότι οι εγγυήσεις τους δεν πείθουν τους κατοίκους, ο Γερμανός διοικητής, αφού χαιρετάει ναζιστικά, διαβάζει μεγαλόφωνα την εντολή καταστροφής του χωριού και εξόντωσης των κατοίκων του.
Τα τάγματα θανάτου μετατρέπουν τον τόπο σε κόλαση. Δολοφονούν υπερήλικες άνδρες και γυναίκες που δεν μπόρεσαν να φύγουν, πυρπολούν και ανατινάζουν σπίτια, λεηλατούν καταστήματα και κατακρεουργούν ζώα. Το ολοκαύτωμα επιταχύνει το λάδι της χρονιάς που τρέχει στους δρόμους μετατρέποντας σπίτια και καταστήματα σε καιόμενη βάτο. Η ολική καταστροφή της Κανδάνου και η εν συνεχεία απαγόρευση ανοικοδόμησής της αποτελεί μήνυμα παραδειγματισμού απέναντι στις επερχόμενες πράξεις αντίστασης στη Μεγαλόνησο.
Πινακίδες
Αποχωρώντας, οι εισβολείς, εκτός από θάνατο, καπνισμένα κτίρια και σωρούς ερειπίων, αφήνουν πίσω δύο μοναδικά διαχρονικά μνημεία βαρβαρότητας. Στις δύο εισόδους του μαρτυρικού χωριού τοποθετούν αντίστοιχες πινακίδες, στις οποίες επιβεβαιώνουν την αντίσταση ανδρών, γυναικών και ιερέων, λένε ψέματα για πισώπλατα χτυπημένους εισβολείς και περιγράφουν ανορθόγραφα τα «κατορθώματά» τους.
Η πρώτη πινακίδα γράφει: «Διά την κτηνώδη δολοφονία Γερμανών αλεξιπτωτιστών, αλπινιστών και του μηχανικού από άνδρες, γυναίκες, παιδιά και παπάδες μαζί και διότι ετόλμησαν να αντισταθούν κατά του μεγάλου Ράιχ κατεστράφη την 3/6/41 η Κάνδανος εκ θεμελίων διά να μην επανοικοδομηθεί πλέον ΠOTE», ενώ η δεύτερη: «Ως αντίποινον των οπλισμένων πολιτών ανδρών και γυναικών εκ των όπισθεν δολοφονηθέντων Γερμανών στρατιωτών κατεστράφη η Κάνδανος».
Δύο χρόνια μετά, τοποθετείται και τρίτη: «Εδώ υπήρχε η Κάνδανος, κατεστράφη προς εξιλασμόν της δολοφονίας 25 Γερμανών Στρατιωτικών».
Το Κοντομαρί και η Κάνδανος είναι τα πρώτα, αλλά όχι τα μοναδικά μαρτυρικά χωριά της Μεγαλονήσου. Μόνο μέσα στο καλοκαίρι του 1941, πάνω από 2.000 Κρητικοί θυσιάζονται στον αγώνα κατά του φασισμού, κάθε χωριό της Κρήτης θρηνεί τους δικούς του νεκρούς, ενώ όλοι έχουν να μιλήσουν για ιστορίες γερμανικής θηριωδίας. Π.χ. μόνο στο χωριό Κακόπετρο, τον ίδιο μήνα, πέντε γυναίκες και ένα νήπιο δολοφονούνται μέσα στο σπίτι τους, ενώ στο ίδιο χωριό μητέρα κάνει το τραπέζι στους μετέπειτα δολοφόνους των τεσσάρων παιδιών της…
Οι φωτογραφίες της φρίκης
Η φωτογραφική κάλυψη της ομαδικής δολοφονίας στο Κοντομαρί Χανίων αποτελεί μία ακόμα απόδειξη της φρικαλέας μεθοδικότητας με την οποία λειτουργούσαν οι ναζιστές δολοφόνοι. Ο φωτογράφος του εγκλήματος πολέμου, Γερμανός υπολοχαγός Franz-Peter Weixler, που υπηρετεί ως ανταποκριτής προπαγάνδας της Βέρμαχτ, αναφέρει σε μαρτυρία του, που χρησιμοποιείται στη Δίκη της Νυρεμβέργης, την ιστορία των καρέ της φρίκης.
Ενώ βρίσκεται στα Χανιά, ένας Γερμανός αξιωματικός τού ζητά να έρθει μαζί του το απόγευμα για να δει «κάτι πολύ ενδιαφέρον», που δεν είναι άλλο από τα αντίποινα για τον θάνατο Γερμανών στρατιωτών. Στον δρόμο για το Κοντομαρί ο επικεφαλής του 30μελούς αποσπάσματος θανάτου Χόρτστ Τρέμπες «ντοπάρει» τους στρατιώτες, δείχνοντάς τους πτώματα Γερμανών σε αποσύνθεση:
«Κοντά στο χωριό Μάλεμε, σταματήσαμε και ο Τρέμπες μάς έδειξε αρκετά πτώματα στρατιωτών, προφανώς σε στάδιο αποσύνθεσης. Υποκινούσε το μίσος των αντρών εναντίον του πληθυσμού. Συνεχίσαμε την πορεία μας για το χωριό Κοντομαρί. Οι άντρες βγήκαν από τ’ αυτοκίνητα και όρμησαν στα σπίτια της μικρής κοινότητας. Εβγαλαν όλους τους κατοίκους από τα σπίτια τους -άντρες, γυναίκες, παιδιά- και τους συγκέντρωσαν στη μικρή πλατεία. Ο Τρέμπες ξεχώρισε όλους τους άντρες από το πλήθος και δήλωσε στις γυναίκες -μέσω του διερμηνέα- ότι θα τους εκτελέσουν και ότι πρέπει να τους θάψουν μέσα σε δύο ώρες. Κατόπιν έβαλε τους άντρες να σχηματίσουν ένα ημικύκλιο, έδωσε τη διαταγή του πυροβολισμού και σε περίπου δεκαπέντε δευτερόλεπτα όλα είχαν τελειώσει».
Οι επιζήσαντες στο Κοντομαρί αναφέρουν ότι ο φωτογράφος της φρίκης επισκέφθηκε τον τόπο του μαρτυρίου το 1955. Οι συγγενείς των θυμάτων κουβεντιάζουν, τον κερνούν στο καφενείο του χωριού, αλλά στο τέλος του λένε: «Ηπιαμε τις τσικουδιές μας, τηρήσαμε τα έθιμά μας και τη μεγαλοσύνη του λαού μας, τώρα δρόμο!».
Ειδήσεις σήμερα
Ρολάν Γκαρός: Στους «8» ο Στέφανος Τσιτσιπάς -Απέκλεισε τον Ματέο Αρνάλντι με 3-1 σετ
Συντάξεις Ιουλίου: Δείτε πότε θα πληρωθείτε
Τα μυστικά της Αμφίπολης – Ο Ε.Τ. και το Eleftherostypos.gr στον Τύμβο Καστά [εικόνες]
Μπραντ Πιτ: Η κόρη του πλήρωσε τον δικηγόρο για να απαλλαγεί από το επίθετο του πατέρα της
Σπανούλης – Αντετοκούνμπο: Συναντήθηκαν για την επιστροφή του Γιάννη στην Εθνική
Βαρύ πένθος στον ΣΚΑΙ: Το ανακοίνωσαν στο πλατό του Γειά σου – «Χθες το απόγευμα έφυγε από τη ζωή…»
Βρισηίδα Ανδριώτου: Είναι έγκυος; – Οι φωτογραφίες και η απάντηση μέσω του Instagram