O Κώστας Γεωργάκης γεννιέται στην Κέρκυρα το 1948 και η 21η Απριλίου 1967 τον βρίσκει να ρίχνει αυτοσχέδιες αντιδικτατορικές προκηρύξεις στην πόλη του.
Μην αντέχοντας το νέο ασφυκτικό ανελεύθερο περιβάλλον, αναζητά τρόπο διαφυγής, όπως φαίνεται σε μεταγενέστερη επιστολή σε φίλο του: «Θυμάμαι μία φορά, εδώ και τρία χρόνια, προτού φύγω από Κέρκυρα με φώναξε ο τότε διοικητής να μου κάνει συστάσεις… Προσποιήθηκα ότι υπάκουα κι ήταν η πρώτη φορά που ένοιωσα αηδία για τον εαυτό μου».
Οι σπουδές στο εξωτερικό, συνδυασμένες με αποφυγή στράτευσης, αποτελούν λύση και λύτρωση για όσους νέους της εποχής αισθάνονται ότι ασφυκτιούν στο δικτατορικό περιβάλλον, με αποτέλεσμα οι λίγες δεκάδες Ελληνες φοιτητές που προϋπάρχουν σε ιταλικά πανεπιστήμια να γίνουν εκατοντάδες μετά την Απριλιανή Χούντα. Οι γνώσεις ιταλικών και η κοντινή απόσταση οδηγούν τον Γεωργάκη στη γειτονική χώρα, όπου γράφεται στη Σχολή Μηχανικών.
Φεύγοντας, τον ακολουθεί η πατρική συμβουλή να μην ανακατευτεί με την πολιτική: «Κάτσε φρόνιμα, γιατί έχεις αδέλφια και θα πληρώσουμε και εμείς. Εγώ σε στέλνω να σπουδάσεις, δεν σε στέλνω να γίνεις εκεί ηγέτης, αντάρτης. Θα σε πιάσουν, θα σκοτώσουν εσένα και τους άλλους. Με τις δικτατορίες δεν παίζουν, δεν δίνουν λογαριασμό σε κανέναν».
Πράγματι, τον πρώτο χρόνο ο νεαρός Κερκυραίος απέχει από τις ελληνικές φοιτητικές οργανώσεις, αλλά από το καλοκαίρι του 1968 γράφεται στη Νεολαία της Ενωσης Κέντρου, ξεκινώντας έτσι την ενεργή αντιδικτατορική δράση ως αρμόδιος της ΕΔΗΝ για τον Τύπο και τις δημόσιες σχέσεις. Τα πράγματα αλλάζουν δραματικά γι’ αυτόν το καλοκαίρι του 1970.
Η δικτατορία, γνωρίζοντας την αντιχουντική προπαγάνδα των φοιτητών του εξωτερικού, τους εκβιάζει με πολλούς τρόπους: Τρομοκρατώντας τους μέσω των ελληνικών προξενείων, παγώνοντας τα γονικά εμβάσματα, διακόπτοντας τις αναβολές στράτευσης και απαιτώντας άμεση επιστροφή στη στρατοκρατούμενη πατρίδα και, επίσης, εκβιάζοντας τους ανθρώπους που έχουν αφήσει πίσω.
Τα παπούτσια του ηρωικού φοιτητή ενώ ακόμα καπνίζουν στην πλατεία της Γένοβας…
Βαρδής Βαρδινογιάννης: Έφυγε ο «δημιουργός» μιας επιχειρηματικής αυτοκρατορίας
Το «πακέτο» των πιέσεων αρχίζει να γίνεται αφόρητο στον Γεωργάκη, που τον Ιούνιο του 1970 δίνει ανώνυμη συνέντευξη στο ιταλικό περιοδικό «Sigla a». Σε αυτήν καταγγέλλει τον ρόλο των χαφιέδων της Χούντας κατά των φοιτητών, δίνοντας αρχικά των ονομάτων τους, καθώς και μιλώντας για χρηματοδότησή τους από το ελληνικό προξενείο στην Ιταλία.
Η πραγματικότητα επιβεβαιώνει γρήγορα τις καταγγελίες του, αφού πριν ακόμα δημοσιευτεί η συνέντευξη, οι άνθρωποι της Χούντας όχι μόνο μαθαίνουν την ύπαρξή της και το όνομά του αλλά, όπως καταγγέλλει ο ίδιος, τον απειλούν:
«Για λόγους που δεν κατάφερα ακόμη ν’ ανακαλύψω, η μαγνητοταινία της συνεντεύξεώς μου βρέθηκε στην κατοχή του προξενείου της Γένοβας, το οποίο κάλεσε κατεπειγόντως τον εν λόγω “κύριο”, και σε μια σύσκεψη η οποία διεξήχθη αρχικά στο προξενείο και στη συνέχεια -σύμφωνα με τους πληροφοριοδότες μου- στην έδρα της “Λέγκα” στην οδό Καϊρόλι αποφασίστηκε “να μου σιάξουν τη γραβάτα”… χρησιμοποιώντας επακριβώς την έκφραση ενός μέλους. Πράγματι, την επομένη δέχθηκα την επίθεση του “κυρίου” Σκουλά από την οποία γλίτωσα χάρη στην επέμβαση ενός φίλου, που έτυχε να είναι παρών».
Το περιοδικό που δίνει την επίμαχη συνέντευξη αναγγέλλει στο εξώφυλλο τον θάνατό του.
Ο Γεωργάκης φοβάται πλέον ότι θέλουν να του «σιάξουν τη γραβάτα» και κοιμάται βάζοντας μπουκάλια πίσω από την πόρτα, ώστε να τους ακούσει αν έρθουν νύχτα. Οταν ξανασυναντιούνται μαζί του οι άνθρωποι του περιοδικού όπου δίνει τη συνέντευξη τον βλέπουν αναστατωμένο.
Στις 18 Σεπτεμβρίου ο Γεωργάκης δέχεται γράμμα από την Ελλάδα που τον αναστατώνει περισσότερο. Η επιστολή αυτή δεν βρίσκεται ποτέ, αλλά αφηγήσεις κοντινών του ανθρώπων αναφέρουν ότι ο πατέρας του του γράφει να σταματήσει τις ενέργειές του, γιατί δημιουργούν προβλήματα στους ανθρώπους του στην Κέρκυρα, και ότι πρέπει να γυρίσει πίσω, γιατί έχει τελειώσει η αναβολή και πρέπει να πάει φαντάρος.
Την ίδια ημέρα ο Γεωργάκης παίρνει την τραγική απόφαση. Γεμίζει ένα μπιτόνι βενζίνη, γράφει αποχαιρετιστήριο γράμμα προς τον πατέρα του, ενώ δίνει το μπουφάν του στην αρραβωνιαστικιά του λέγοντάς της: «Κράτησέ το εσύ, εγώ δεν το χρειάζομαι, εμένα δεν θα μου χρειαστεί ξανά…» και φεύγει στη μία το βράδυ από το σπίτι με το «πεντακοσαράκι» της FIAT κατευθυνόμενος στην πλατεία Ματεότι, όπου εξελίσσεται η κορύφωση του δράματος. Η περιγραφή που ακολουθεί ανήκει σε οδοκαθαριστή του δήμου, που βρίσκεται εκεί στις 3 τα ξημερώματα.
Οι συμφοιτητές του οδηγούν το φέρετρο στο νεκροταφείο της Γένοβας. Για να φτάσει, μυστικά, η σορός του στην Ελλάδα θα χρειαστεί να περάσουν τέσσερις μήνες…
«Ηταν 3 παρά 10 το πρωί και μαζί με άλλους τρεις συναδέλφους κάναμε την υπηρεσία μας στην πλατεία Ματεότι. Η πλατεία ήταν έρημη, εγώ πήγαινα προς τη σκάλα του Παλάτσο Ντουκάλε, όταν είδα μία λάμψη πίσω μου. Ανησυχήσαμε μήπως ξέσπασε καμιά πυρκαγιά. Φυσικά, δεν φανταζόμασταν ότι επρόκειτο για έναν άνθρωπο που καιγόταν.
Πήγαμε να δούμε τι συμβαίνει και αντικρίσαμε τη φιγούρα ενός ανθρώπου τυλιγμένου στις φλόγες που τρέχοντας φώναζε “Ζήτω η ελεύθερη Ελλάδα!”, “Το έκανα για την Ελλάδα μου!”. Τρέξαμε προς το μέρος του με τα σακάκια μας και άλλα ρούχα προσπαθώντας να σβήσουμε τη φωτιά. Η ανθρώπινη δάδα μάς ξέφυγε, αποφασισμένη να καεί μέχρι τέλους.
Μετά σβήσαμε τη φωτιά. Το θέαμα ήταν ανατριχιαστικό και φοβερό, τρομερή η μυρωδιά που προερχόταν από καμένες σάρκες. Το σοκ ήταν απερίγραπτο. Δεν μπορώ ακόμη και τώρα να συνέλθω και δεν ξέρω αν ποτέ τα καταφέρω να το ξεπεράσω. Δεν είμαι σε θέση να περιγράψω οτιδήποτε άλλο. Μου είναι αδύνατο να συνεχίσω να μιλώ. Ατομα σαν κι αυτόν υπάρχουν ένα στο εκατομμύριο».
Η Χούντα αποκρύπτει το γεγονός, οι λογοκριμένες ελληνικές εφημερίδες δεν γράφουν ούτε γραμμή, στην Ιταλία όλες οι παρατάξεις, οργανώσεις και φορείς τιμούν τον νέο που θυσίασε τη ζωή του για την ελευθερία, ενώ το ελληνικό προξενείο στη Γένοβα υποβαθμίζει τη θυσία μιλώντας για «ψυχολογικά προβλήματα» του Γεωργάκη.
Η ώρα της κηδείας. Ο τραγικός πατέρας δίπλα στην αρραβωνιαστικιά του παιδιού του, μπροστά στο σκεπασμένο με την ελληνική σημαία φέρετρο.
Η κηδεία γίνεται στη Γένοβα στις 23 Σεπτεμβρίου και το, σκεπασμένο με την ελληνική σημαία, φέρετρο αφήνεται στους ώμους συμφοιτητών του φυλασσόμενο από τον φόβο αρπαγής του από χουντικούς. Η Δικτατορία δεν επιτρέπει την επιστροφή της σορού στην Ελλάδα και αυτή παραμένει στη Γένοβα για σχεδόν τέσσερις μήνες έως τις 18 Ιανουαρίου 1971, που επιστρέφει με μυστική επιχείρηση στην Κέρκυρα. Στον δρόμο για το νεκροταφείο τη συνοδεύουν μόνο ένα περιπολικό και οι δικοί του άνθρωποι σε ταξί…
Από την έντυπη έκδοση
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr