Επιστρέφοντας στην αρχαιότητα ο Κηφισός ως μεγαλύτερος ποταμός της Αττικής πηγάζει από την Πεντέλη και την Πάρνηθα, στο διάβα του απορροφά δεκάδες παραποτάμους, διασχίζει το μεγαλύτερο δυτικό τμήμα του νομού, και αφού ποτίζει εύφορα χωράφια, αυλές και τον ατέλειωτο ελαιώνα της περιοχής εκβάλει στον Πειραιά. Λόγω της ορμής των υδάτων του ο Ευριπίδης τον αποκαλεί “ταυρόμορφον”, ενώ στη Μήδεια τον αναφέρει ως “ιερό” και “καλλίροο”. Στην τραγωδία του “Οιδίπους επί Κολωνώ” ο Σοφοκλής γράφει γι αυτόν :
οι ροές του Κηφισού,
ακοίμητες ποτέ δεν λιγοστεύουν,
μόνο ακατάπαυστα κυλούν,
κι εκείνος κάθε μέρα,
με το γάργαρο νερό του,
ποτίζει τα χωράφια,
γρήγορα να καρπίσουν,
στη γη μας την πλατιά
Με την ανακήρυξη της Αθήνας ως πρωτεύουσας του νεοελληνικού κρατιδίου το 1834, παρουσιάζεται η ανάγκη δημιουργίας μιας πόλης που θα σέβεται το φυσικό τοπίο, την αρχαία ιστορία και τους κατοίκους της. Με αυτά τα δεδομένα λοιπόν, ένα από τα σχέδια δημιουργίας της σύγχρονης πόλης, θέτει τον Κηφισό ως “ραχοκοκαλιά” αυτής. Σύμφωνα με αυτό, και ακολουθώντας τα πρότυπα πολλών ευρωπαϊκών πόλεων που τις διασχίζει ένας μεγάλος ποταμός, η νέα Αθήνα δημιουργείται στον Πειραιά…
Έτσι, αποκτά αμέσως πρόσβαση σε λιμάνι, ενώ μη έχοντας τους συνεχείς περιορισμούς της κλασικής Αθήνας που παραμένει ανέπαφη με τις αρχαιότητές της, μπορεί να επεκταθεί σταδιακά και οργανωμένα εκατέρωθεν του Κηφισού. Όπως γνωρίζουμε η πρόταση παραμένει θεωρητική και δεν περνά καν στο στάδιο του σχεδιασμού. Ως λόγος απόρριψης προβάλετε ο φόβος των από θαλάσσης επιδρομών που θα την καθιστούσαν ευάλωτη, αλλά άλλοι θεωρούν ότι μια τέτοια απόφαση θα έθιγε τα οικονομικά συμφέροντα των τότε οικοπεδούχων στην παλαιά πόλη, που θα έχανε αξία η περιουσία τους. Έτσι κι αλλιώς, η φανταστική (στην κυριολεξία) αυτή πόλη υπάρχει μόνο στα όνειρά μας…
Επιστρέφοντας στην πραγματικότητα, μέχρι και τις αρχές του προηγούμενου αιώνα οι αλλαγές στη φυσική ομορφιά του Κηφισού είναι όσες οι αλλαγές και στην ανθρώπινη παρουσία δίπλα του :ελάχιστες. Η άναρχη αστικοποίηση που ξεκινά, εμφανίζει παράλληλα στη διαδρομή του τα πρώτα αγροτικά σπίτια. Αρχικά οι άνθρωποι συμβιώνουν μαζί του ποτίζουν από αυτόν και τους παραποτάμους χωράφια, περιβόλια και ρούχα, αλλά σύντομα η σχέση αυτή διαταράσσεται.
Ο όλο και αυξανόμενος αριθμός κατοίκων, βιομηχανιών και βιοτεχνιών γύρω του τον μετατρέπουν σε αποχετευτικό δίκτυο με την κατάσταση να γίνεται αποπνικτική. Παράλληλα, η αδιαφορία της πολιτείας για τον καθαρισμό και καλλωπισμό τον μετατρέπει σε εστία μόλυνσης. Ουσιαστικά, η επέκταση της πόλης είναι γρηγορότερη από τα έργα βελτίωσης του ποταμού, “υποχρεώνοντας” τον έτσι να προσαρμοστεί βίαια στη νέα πραγματικότητα και όχι, όπως θα έπρεπε βάση της καθοριστικής για την βιώσιμη ανάπτυξη της πρωτεύουσας παρουσίας του.
Μεταπολεμικά, παραπόταμοι, ρυάκια και χείμαρροι που τον τροφοδοτούσαν με βρόχινα ύδατα (ρέματα Νίκαιας, Χαϊδαρίου, Μάσχα, Μιχελή, Αχαρνών, Βαρυμπόμπης, Προφήτη Δανιήλ, Ποδονίφτης, Χελιδονούς κλπ) μπαζώνονται ή αποστραγγίζονται αποκόβοντας τον έτσι από τους φυσικούς του τροφοδότες.
Σταδιακά γίνεται στο μεγαλύτερο τμήμα του δρόμος ταχείας κυκλοφορίας με την κοίτη να εκβάλει πλέον στον φαληρικό όρμο δίπλα στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας στο σημείο, για τους πιο παρατηρητικούς, υπάρχει ο κυματοθραύστης του. Πλέον, ο Κηφισός από πηγή ζωής της Αττικής έχει μετατραπεί σε πρόβλημα που πρέπει να λυθεί από αυτούς που το δημιούργησαν…