Ο Κώστας Καρυωτάκης και η Μαρία Πολυδούρη, δύο εκ των σημαντικότερων νέων ποιητών του Μεσοπολέμου, γνωρίζονται το 1922 στη νομαρχία Αθηνών όπου εργάζονται. Η χειραφετημένη για την εποχή νεαρή φεμινίστρια γοητεύεται από τον μελαγχολικό Καρυωτάκη που έχει εκδώσει ήδη τις πρώτες του ποιητικές συλλογές (“Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων” το 1919 και “Νηπενθή” το 1921).
Η μόλις 20 ετών Μαρία έχοντας χάσει τα τελευταία χρόνια τους γονείς και τον αδελφό της, αναζητά συναισθηματικό και πνευματικό στήριγμα στον έξι χρόνια μεγαλύτερο της ποιητή και ήδη το Μάιο του 1922 γράφει στο ημερολόγιο της γι αυτόν :“Τον αγαπώ, καμιά αμφιβολία πια !Απελπισμένε μου ποιητή, θα σε αγαπήσω άραγε όσο θέλω να σε αγαπήσω, όσο σου πρέπει ;”. Ο τελευταίος, εγκλωβισμένος στις δικές του ανασφάλειες, την ερωτεύεται αλλά δεν ολοκληρώνει ποτέ τη σχέση τους. Χρησιμοποιεί ακόμα και την διάγνωση ότι πάσχει από αφροδίσιο νόσημα (πιθανότατα σύφιλη) για να αποφύγει αυτή αλλά και τα δικά του συναισθήματα.
Η αντισυμβατική Πολυδούρη, θεωρώντας υπεκφυγή το αφροδίσιο νόσημα, του προτείνει να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδί : “Δεν έχω απέναντί σου τις ψεύτικες ντροπές, τις μικρές δειλίες, τους απάνθρωπους εγωισμούς μιας κοινής ερωμένης. Είμαι η φίλη σου, με τη συνείδηση ότι είμαι η μοναδική σου φίλη. Δεν είναι λόγια στιγμιαίας εξάψεως όσα θα σου ειπώ, πίστεψέ με. Έλα Τάκη να ζήσουμε μαζί… να δεις πόσο γλυκιά, πόσο ανακουφιστική θα είμαι για σένα. Δεν είναι δύσκολο μα καθόλου δύσκολο. Είμαστε φτωχοί και οι δύο, αλλά τι μ’ αυτό ; Δύο δωμάτια μας φτάνουν”.
Οι δύο νέοι χωρίζουν αλλά στην αλληλογραφία τους ξεχειλίζουν όσα συναισθήματα δεν μπορούν να εκφράσουν από κοντά: “Μαρίκα μου. Έλαβα χθες το γράμμα σου του Σαββάτου. Μου μετέδωσε όλη τη λύπη σου. Γιατί να υποφέρεις έτσι; Πρέπει να υπομείνεις αυτό το χωρισμό, αφού δε θα διαρκέσει πολύ. Προσπάθησε να διασκεδάζεις. Βγαίνε όσο μπορείς συχνότερα έξω. Πήγαινε με τις φίλες σου. Θα φύγεις και θα νοσταλγήσεις πάλι την ωραία πατρίδα σου. Χρυσή μου. Γιατί με ρωτάς αν πονώ στη σκέψη ότι μ’ αγαπάς έτσι; Πονώ γιατί σ’ αγαπώ περισσότερο απ’ όσο εφαντάστηκα ότι μπορούσα ποτέ ν’ αγαπήσω. Τι έχω κάνει λοιπόν για να μη με πιστεύεις ακόμη ;Πόσο καλό μου κάνουν τα γράμματά σου, όσο κι αν είναι γεμάτα απ’ τη μελαγχολία σου εκείνη ! Και πόσο όμορφα είναι γραμμένα ! Ένα “Τάκη” ή ένα “που είσαι;” καθώς τα βάζεις εκεί που πρέπει φτάνουν βαθιά ως την καρδιά μου. Ήθελα πράγματι να είμαστε έστω και πουλιά σε εκείνο το θαυμάσιο εκείνο τοπίο… καλύτερα όμως – το ομολογώ- άνθρωποι, πιο απλοϊκοί πιο ελεύθεροι από τώρα”.
Στη πορεία ο καθένας ακολουθεί τη δική του διαδρομή αλλά η πληγή του χωρισμού δεν φαίνεται να κλείνει ποτέ. Η αυτοκτονία του Κώστα Καρυωτάκη το καλοκαίρι του 1928 στη Πρέβεζα, συγκλονίζει την πρώην δυναμική γυναίκα επιδεινώνοντας την ήδη επιβαρυμένη υγεία της. Νοσηλεύεται στο σανατόριο “Σωτηρία” με φυματίωση, διακόπτει τα φάρμακά της και φεύγει από τη ζωή την άνοιξη του 1930 ή κατά άλλους αυτοκτονεί με ενέσεις μορφίνης.
Το ποίημα της Πολυδούρη γι αυτόν αποτελεί πλέον μνημείο κάθε ανεκπλήρωτου έρωτα.
Δέν τραγουδώ, παρά γιατί μ’ ἀγάπησες
στά περασμένα χρόνια.
Καί σέ ἥλιο, σέ καλοκαιριού προμάντεμα
καί σέ βροχή, σέ χιόνια,
δέν τραγουδώ παρά γιατί μ’ ἀγάπησες.
Μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου
μιά νύχτα καί μέ φίλησες στό στόμα,
μόνο γι’ αὐτό είμαι ὡραία σάν κρίνο ὁλάνοιχτο
κι ἔχω ἕνα ρίγος στήν ψυχή μου ἀκόμα,
μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου.
Μόνο γιατί τά μάτια σου μέ κύτταξαν
μέ τήν ψυχή στό βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα τό ὑπέρτατο
τῆς ὕπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τά μάτια σου μέ κύτταξαν.
Μόνο γιατί μ’ ἀγάπησες γεννήθηκα
γι’ αὐτό ἡ ζωή μου ἐδόθη
στήν ἄχαρη ζωή τήν ἀνεκπλήρωτη
μένα ἡ ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ ἀγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα γιατί τόσο ὡραία μ’ ἀγάπησες
ἔζησα, νά πληθαίνω
τά ὀνείρατά σου, ὡραίε, πού βασίλεψες
κι ἔτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ὡραία μ’ ἀγάπησες