Μέσα στη χώρα, παρότι η δικτατορία είναι αναμενόμενη από όλους, οι δημοκρατικές δυνάμεις του τόπου δεν έχουν καταφέρει να συγκροτήσουν δυναμική και συλλογική αντίδραση με αποτέλεσμα οι αντιδικτατορικές ενέργειες να είναι μεμονωμένες και ανοργάνωτες.
Στην Κύπρο
Ο Αλέξανδρος Παναγούλης από τις πρώτες ημέρες του πραξικοπήματος λιποτακτεί από τον στρατό και τον Ιούνιο του 1967 φτάνει κυνηγημένος στην Κύπρο για να οργανώσει ένοπλη δράση κατά των συνταγματαρχών. Στη μεγαλόνησο, ύστερα από πολλές περιπέτειες, αποκτά έναν απρόσμενο σύμμαχο, τον πρώην μαχητή της ΕΟΚΑ και μαχητικό αντικομμουνιστή Πολύκαρπο Γιωρκάντζη, που, για ασαφείς μέχρι σήμερα λόγους, βοηθά τον καταζητούμενο Παναγούλη. Το βέβαιο όμως είναι ότι χωρίς το διαβατήριο με το όνομα Μάριος Ανδρέου που του δίνεται και χωρίς τα εκρηκτικά που του προμηθεύει ο τότε υπουργός Εσωτερικών της Κύπρου, δεν θα μπορούσε να προχωρήσει στην απόπειρα κατά του Παπαδόπουλου. Οχι τόσο άμεσα τουλάχιστον.
Ο Παναγούλης επιστέφει μέσω Ιταλίας στην Ελλάδα όπου συγκροτεί την οργάνωση «Ελληνική Αντίσταση» υπό τον τίτλο της οποίας προετοιμάζει την τυραννοκτονία. Εχοντας πληροφορηθεί από έναν Κρητικό φύλακα του Παπαδόπουλου την καθημερινή διαδρομή που ακολουθεί ο τελευταίος από τη βίλα του στο Λαγονήσι προς την Αθήνα, ο Αλέξανδρος Παναγούλης τοποθετεί τα εκρηκτικά στο 31ο χιλιόμετρο της λεωφόρου Αθηνών-Σουνίου, δίπλα σε ένα γεφυράκι. Την ίδια στιγμή της απόπειρας, το φιλόδοξο σχέδιο λέει πως θα υπήρχαν εκρήξεις βομβών της «Ελληνικής Αντίστασης» σε καίρια σημεία της πρωτεύουσας, που θα μετέφεραν σε Ελλάδα και εξωτερικό την εικόνα ότι η Αθήνα είναι στις φλόγες.
Ομως τίποτα από τα παραπάνω δεν γίνεται, αφού όλα πηγαίνουν λάθος. Το μικρότερο σύρμα, η όχι καλή οργάνωση, κάποια δέκατα του δευτερολέπτου γρηγορότερα το πάτημα του κουμπιού, η τύχη του δικτάτορα, όλα αυτά συντελούν στη διάσωση του τυράννου και το καίριο πλήγμα στη δικτατορία δεν ολοκληρώνεται. Ο δράστης συλλαμβάνεται με το μαγιό του, πέφτει στα χέρια της χούντας, του Θ. Θεοφιλογιαννάκου της ΕΣΑ, αλλά και στην αμφισβήτηση των προθέσεών του από κάποιους που υποστηρίζουν πως η απόπειρα είναι σκηνοθετημένη από το ίδιο το καθεστώς με στόχο την ηρωοποίηση του Παπαδόπουλου…
«Δεν είμαι ικανός να σκοτώσω έναν άνθρωπο»
Πώς περιγράφει όμως ο ίδιος ο Αλέξανδρος Παναγούλης εκείνες τις δραματικές ώρες της απόπειρας δολοφονίας του Παπαδόπουλου; «Θυμάμαι σαν να είχα μισοκοιμηθεί ανάμεσα στους βράχους. Από τις κινήσεις των αστυνομικών καταλαβαίνω ότι το αυτοκίνητο πρόκειται να περάσει. Να το, φαίνεται στο βάθος του δρόμου. Μπροστά είναι οι μοτοσικλετιστές, αμέσως κατόπιν ένα αυτοκίνητο της αστυνομίας, πίσω το αυτοκίνητο της Ασφάλειας. Στη μέση το αυτοκίνητο που με ενδιαφέρει. Ενα αυτοκίνητο μαύρο. Χάθηκαν πάλι σε μία στροφή. Σηκώνομαι λίγο για να δω πότε θα περάσει τη στροφή. Χαίρομαι που το χέρι μου, που κρατάει το καλώδιο, δεν τρέμει καθόλου. Τα μάτια μου, πάντα καρφωμένα στο δρόμο. Η συνοδεία ξαναφάνηκε. Πλησιάζει. Πλησιάζει πάντοτε πιο πολύ. Το μαύρο αυτοκίνητο μεγαλώνει. Το χέρι μου κάνει την επαφή. Πετιέται ένας μεγάλος σωρός από χώματα και πέτρες. Οι νάρκες έχουν εκραγεί. Εγώ το έκανα, εγώ που δεν μπορώ να σκοτώσω άνθρωπο. Εγώ που πρέπει, έπρεπε να σκοτώσω τον τύραννο… Αραγε πέτυχα; Με βασανίζει αυτό το ερώτημα».
Ισως δεν είναι γραφτό να περάσει ο Παναγούλης στην Ιστορία ως εκτελεστής ενός δικτάτορα, αλλά ως ένας διαχρονικός μάρτυρας της δημοκρατίας. Αλλωστε ο ίδιος τονίζει πάντα την απέχθειά του για τις δολοφονικές ενέργειες: «Δεν επιδίωξα να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Δεν είμαι ικανός να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Επεδίωξα να σκοτώσω έναν τύραννο». Παρ’ όλα αυτά ο παραλίγο τυραννοκτόνος θα το ξανάκανε αν υπήρχε και πάλι ανάγκη: «Αν χρειαζόταν, θα επαναλάμβανα την απόπειρα δολοφονίας ενός δικτάτορα. Προσπάθησα να σκοτώσω τον Παπαδόπουλο γιατί πίστευα ότι με τον θάνατό του θα άλλαζε η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα», είναι οι δηλώσεις του όταν επιστρέφει στην Ελλάδα μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Είναι πάλι 13 Αυγούστου…