Ομως, ανεξαρτήτως ημερολογίου, η δημιουργία του αρχικού αυτού σχολείου γίνεται μετά από πρόταση της «επί των Εκκλησιαστικών Γραμματείας και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως και με τη σύμφωνη γνώμη των Υπουργείων των Εσωτερικών και των Στρατιωτικών», έχοντας ως πρότυπο αντίστοιχα ιδρύματα της Δυτικής Ευρώπης. Η δεύτερη παράγραφος του σύντομου αυτού διατάγματος δίνει το περίγραμμα της κατεύθυνσης και της ποιότητας των σπουδών εκείνων: «Η διδασκαλία γινομένη δωρεάν εις τους μαθητευομένους εις την σχολήν ταύτην, θέλει συνίστασθαι εις την επανάληψιν των γνώσεων, τας οποίας οι μαθητευόμενοι απέκτησαν ήδη εις τα σχολεία διά της λύσεως προβλημάτων, εις την οδηγίαν να σχεδιάσωσι με γραμμάς απλάς οικοδομάς και στήλας, εις την κατωτέραν αριθμητικήν μέχρι της εξαγωγής της τετραγωνικής και κυβικής ρίζης, εις την Γεωμετρίαν διά να δύνανται να καταμετρώσι και επαριθμώσιν απλάς επιφανείας και κανονικά σώματα, περισσότερον εις την αρχιτεκτονικήν τεχνολογίαν, την περί οικοδομής διδασκαλίαν, εις την φυσικήν ιστορίαν και χημείαν, καθόσον αύτη δηλαδή εφαρμόζεται εις την αρχιτεκτονικήν τέχνην. Οι δε μαθηταί οίτινες επιθυμούν να αφιερωθώσιν εις την αρχιτεκτονικήν θέλουν δοθεί ως επιστάται της εκτελέσεως πλησίον εις τους μηχανικούς των Νομών, και θέλουν μεταχειρίζεσθαι καταλλήλως εις την εκτέλεσιν των δημοσίων οικοδομών, διά ν’ αποκτήσωσι τας πρακτικάς γνώσεις».
Δεν είναι τυχαίο ότι ονομαζόταν ακόμα Σχολείο, αφού ελάχιστα στη λειτουργία του θύμιζαν Ανώτατη Σχολή, όπως σήμερα τη γνωρίζουμε. Τα μαθήματα, που μπορούσε να τα παρακολουθήσει οποιοσδήποτε χωρίς κανένα σύστημα εισαγωγής, ήταν απολύτως δωρεάν και δίνονταν μόνο Κυριακές και αργίες 10-12 το πρωί και 5-7 το απόγευμα για προφανείς λόγους: όλοι οι μαθητές ήταν σκληρά εργαζόμενοι έξι ημέρες την εβδομάδα, έχοντας ως μόνη ελεύθερη ημέρα για οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα την Κυριακή. Παρά τα ανύπαρκτα μέσα και υποδομές, οι σπουδαστές μπορούσαν να βελτιώσουν τις γνώσεις τους ως μάστορες, αρχιμάστορες και οικοδόμοι. Το εκπαιδευτήριο, που αρχικά λειτουργούσε ως Σχολείο Οικοδομικής, ήταν υπό τη διεύθυνση του Βαυαρού λοχαγού Μηχανικού Φρειδερίκου Τσέντερ, που ήταν ένας εκ των τεχνοκρατών που έφερε μαζί του ο νεαρός βασιλιάς Οθων για τη δημιουργία σταθερών υποδομών στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Τα μαθήματα στο πρώτο έτος λειτουργίας ήταν Ιχνογραφία (μορφές ελευθέρου και γραμμικού σχεδίου), Μαθηματικά (Αριθμητική μέχρι τη διαίρεση κλασμάτων και στοιχειώδης Γεωμετρία), Προπλαστική και πρακτικές γνώσεις Χημείας.
Η μεγάλη επιτυχία του φιλόδοξου εγχειρήματος -μέσα σε ελάχιστο διάστημα τα μαθήματα παρακολουθούνται από σχεδόν 400 άτομα- οδηγεί την άνοιξη του 1840 στην αναβάθμιση των σπουδών με δημιουργία Πολυτεχνικού Σχολείου καθημερινής λειτουργίας, η διάρκεια των σπουδών επιμηκύνεται στα τρία χρόνια, εισάγονται για πρώτη φορά μαθήματα Μηχανικής που ονομάζονται «Στοιχειώδης Μηχανική», ενώ η διοίκηση ασκείται από την «επί της εμψυχώσεως της Εθνικής Βιομηχανίας Επιτροπή». Τον Νοέμβριο του 1843 προστίθεται και το «Ανώτερον Σχολείον διά την καθημερινή διδασκαλία των ωραίων τεχνών», που θα αποτελέσει τη «μαγιά» για τη Σχολή Καλών Τεχνών, που έναν αιώνα μετά θα αποτελέσει αυτόνομη Ανώτατη Σχολή.
Η αλματώδης ανάπτυξη του ιδρύματος οδήγησε σύντομα σε χωροταξικό αδιέξοδο, με μαθητές, καθηγητές, αίθουσες διδασκαλίας και εργαστήρια να ασφυκτιούν στα τρία οικήματα της οικογένειας Βλαχούτση στην οδό Πειραιώς, τα οποία πριν στέγαζαν τα γραφεία της Αντιβασιλείας. Η μεταφορά των μαθημάτων σε νέο σύγχρονο χώρο θα ήταν αδύνατη με το μονίμως άδειο ταμείο του ελληνικού κράτους. Ανέλαβε όμως δράση η εθνική συνείδηση κάποιων ευεργετών της εποχής. Στις 30 Αυγούστου 1852, ο ομογενής από την Αίγυπτο Νικόλαος Στουρνάρης διέθεσε 500.000 δρχ. για να δημιουργηθεί «εν λαμπρόν Πολυτεχνείον» και τέσσερα χρόνια μετά, η διαθήκη του θείου και συνεργάτη του, Μιχάηλ Τοσίτσα, πρόσθεσε στο προηγούμενο ποσό άλλες 560.000 δρχ. Το 1859 η χήρα του τελευταίου, Ελένη, θα αγοράσει με 140.000 δρχ. το οικόπεδο όπου βρίσκεται σήμερα το Πολυτεχνείο και θα το δωρίζει στην εκτελεστική επιτροπή των δύο κληροδοτημάτων, ώστε να ξεκινήσουν οι εργασίες δημιουργίας του κτιρίου. Τα σχέδια συντάσσονται το 1861 από τον αρχιτέκτονα Λύσανδρο Καυταντζόγλου, αλλά η ολοκλήρωση του έργου καθυστερεί αρκετά, μια και ενδιάμεσα τελειώνουν τα χρήματα των δωρεών και για την ολοκλήρωσή του θα χρειαστεί να δοθούν 100.000 δρχ. από την κυβέρνηση το 1870 και μια τελευταία δωρεά 300.000 δρχ. από τον Γεώργιο Αβέρωφ. Το μισοτελειωμένο κτίριο παραδίδεται προς χρήση το 1873 και ονομάζεται Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο προς τιμήν των ευεργετών του, που προέρχονταν όλοι από την πόλη της Ηπείρου.
Οι επόμενοι μεγάλοι σταθμοί είναι το 1887, όταν το Πολυτεχνείο προάγεται σε Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ιδρυμα και ιδρύονται 3 σχολές τετραετούς φοίτησης, και το 1917, όταν με ειδικό νόμο παίρνει τη σημερινή του μορφή, περιλαμβάνοντας τότε τις Ανώτατες Σχολές Πολιτικών Μηχανικών, Μηχανολόγων-Ηλεκτρολόγων, Χημικών Μηχανικών, Τοπογράφων Μηχανικών και Αρχιτεκτόνων Μηχανικών. Οι σχολές αυτές συμπληρώνονται αργότερα από τη Σχολή Μεταλλειολόγων Μηχανικών, ενώ διαχωρίζεται η Σχολή Μηχανολόγων-Ηλεκτρολόγων στις Σχολές Μηχανολόγων-Μηχανικών και Ηλεκτρολόγων-Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών και Ναυπηγών Μηχανολόγων Μηχανικών.
Πάνω από όλα όμως το ίδρυμα μετατρέπεται ουσιαστικά από σχολείο σε τεχνικό εκπαιδευτικό θεσμό, βασικό πυλώνα υψηλού επιπέδου εκπαίδευσης, που συμμετέχει ενεργά στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας, ενώ καθοριστικός θα είναι ο ρόλος των ανθρώπων του (καθηγητών και σπουδαστών) σε όλους τους εθνικούς αγώνες, αλλά και σε περιόδους ανοικοδόμησης της χώρας, όπως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την καταστροφική δεκαετία του ’40.
Ολα ξεκίνησαν από ένα τουρκικό αμπέλι
Εκτός από τα μαθήματα και τις εξειδικεύσεις του πανεπιστημιακού ιδρύματος, τη δική του ενδιαφέρουσα ιστορία έχει και ο ίδιος ο χώρος όπου χτίστηκε το Πολυτεχνείο. Στα απομνημονεύματα του τότε αρχηγού της Βαυαρικής Φρουράς, στην οποία παραδόθηκε από τους Τούρκους η Ακρόπολη το 1833, Χριστόφορου Νέζερ, αναφέρεται ότι τον Μάρτιο του 1833 ο περιηγητής Ελβετός ζωγράφος Βόλφενμπεργκερ, έχοντας εξοργιστεί από τα εξωφρενικά υψηλά ποσά που έδινε για τη διαμονή του στο πανάκριβο ξενοδοχείο του Ιταλού Καζόλι, είχε την ιδέα αυτός και οι άλλοι ξένοι επισκέπτες της Αθήνας να κάνουν μεταξύ τους έρανο ώστε να δημιουργήσουν το δικό τους ξενοδοχείο. Με τον ίδιο τον Νέζερ ως ταμία και διαχειριστή, πράγματι μαζεύεται ένα ποσό ικανό ώστε να αγοραστεί έναντι 65 ισπανικών ταλίρων, από κάποιον Τούρκο που έφευγε από την Αθήνα, ο χώρος όπου βρίσκεται σήμερα το Πολυτεχνείο που τότε δεν ήταν παρά ένα ταπεινό αμπέλι…
Πράγματι, οι αγοραστές δημιουργούν εκεί ένα νέο ξενοδοχείο με κήπο, όπου, όπως γράφει ο ίδιος ο Νέζερ, κυριαρχούσε έντονα το γερμανικό χρώμα: «Το τουρκικό αμπέλι μετεβλήθη εις μικράν Γερμανίαν. Εκτίσαμε ένα πλίνθινον σπίτι, αρκετόν δε μέρος περιφράξαμεν και εφυτεύσαμε κήπον, εκεί δε εσχηματίσαμεν σφαιροβολείον. Ο δε κυλισμός της σφαίρας και ο κτύπος των στυλίσκων μάς ενθύμιζε την μακράν ευρισκομένην πατρίδαν μας. Το ξενοδοχείον διηύθυνον οι Αρτμαν, ο μεν σύζυγος ως ξενοδόχος, η δε σύζυγος ως μαγείρισσα και έτσι εις ολίγον διάστημα εσχηματίσθη ατμόσφαιρα γερμανική κάτω από τον γαλανόν και ξάστερον αττικόν ουρανόν».
Το 1835 ο Νέζερ μεταβιβάζει όλο το ξενοδοχείο στον Κάρολο Αρτμαν, ο οποίος όμως δεν προλαβαίνει το χαρεί την ιδιοκτησία του, αφού δύο χρόνια μετά φεύγει από τη ζωή. Τον Μάρτιο του 1839 ο Λεωνίδας Σμολένσκι αγοράζει το χώρο από τους κληρονόμους του Αρτμαν, καθώς και δύο γειτονικά οικόπεδα, δημιουργώντας έτσι έναν εξαιρετικό κήπο με την ονομασία «Παυσίλυπον», που θαύμαζαν οι Αθηναίοι, αφού ο περίπατος στους κήπους της οδού Πατησίων αποτελούσε την αγαπημένη βόλτα των κατοίκων της πρωτεύουσας. Η δημιουργία, όμως, του Βασιλικού Κήπου στην άλλη πλευρά της πρωτεύουσας οδηγεί σταδιακά σε παρακμή τον κήπο του Σμολένσκι.
Κωνσταντίνος Μπορδόκας
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής