Η επαφή με τον ελληνικό πολιτισμό και τη σε μεγάλο βαθμό εξελληνισμένη Ανατολή επηρέασε βαθύτατα τη Ρώμη, ενώ είναι αμφίβολο κατά πόσον θα ήταν δυνατή η εξάπλωση του Χριστιανισμού εάν δεν υπήρχε η Ελληνιστική Κοινή.
Ωστόσο, παρά τη λάμψη της, η Ελληνιστική Περίοδος ήταν και μια ταραγμένη πολιτικά και στρατιωτικά περίοδος, ειδικά στην αρχή της: Ο αιφνίδιος θάνατός του Αλέξανδρου δημιούργησε κενό εξουσίας, με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν άμεσα συγκρούσεις μεταξύ των στρατηγών του, οι οποίες συγκλόνισαν τον ελληνιστικό κόσμο και είχαν τελικό αποτέλεσμα τον διαμελισμό της αυτοκρατορίας στα ελληνιστικά βασίλεια των Διαδόχων.
Ο νόμιμος διάδοχός του, Αλέξανδρος Δ’ (από τη Ρωξάνη) δεν πρόλαβε να γίνει βασιλιάς, καθώς δηλητηριάστηκε, μαζί με τη μητέρα του, με εντολή του Κασσάνδρου, ενώ η Στατείρα, κόρη του Δαρείου και δεύτερη σύζυγος του Αλέξανδρου δεν πρόλαβε να γεννήσει το παιδί που κυοφορούσε, καθώς είχε νωρίτερα δολοφονηθεί κατόπιν εντολής τη Ρωξάνης (που ήθελε να διασφαλίσει πως ο γιος της θα αναλάμβανε την αυτοκρατορία). Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως, λέγεται ότι ενώ ο Αλέξανδρος ψυχορραγούσε, τον ρώτησαν σε ποιον αφήνει την αυτοκρατορία, και αυτός απάντησε «τω κρατίστω» (στον δυνατότερο), με αποτέλεσμα να ξεσπάσει η σύγκρουση μόλις πέθανε- αν και λέγεται επίσης πως στην πραγματικότητα αναφέρθηκε στον Κρατερό, κάτι που (πολύ βολικά) αμφισβήτησαν οι άλλοι διεκδικητές.
Σε κάθε περίπτωση, το σε ποιον ήθελε να αφήσει τον θρόνο του ο Αλέξανδρος είναι ένα ιστορικό μυστήριο αντάξιο αυτό της τοποθεσίας του τάφου του- ωστόσο, Βρετανός ερευνητής υποστηρίζει σε βιβλίο του πως έχει βρει την πραγματική διαθήκη του Μακεδόνα βασιλιά, η οποία- σύμφωνα με τον ίδιο- κρυβόταν σε κοινή θέα, σε κείμενο το οποίο είναι γνωστό εδώ και αιώνες.
Η «πηγή» στην οποία αναφέρεται ο Ντέιβιντ Γκραντ (συγγραφέας του «In Search of the Lost Testament of Alexander the Great) είναι το «Μυθιστόρημα του Αλεξάνδρου»: Μια συλλογή από μύθους και θρύλους σχετικά με τα επικά κατορθώματα του μεγάλου στρατηλάτη, η πρώτη έκδοση της οποίας ανάγεται στον 2o -3ο αιώνα μ.Χ (αιώνες μετά τον θάνατό του).
Στο «Μυθιστόρημα του Αλεξάνδρου» περιέχονται κυρίως «λαϊκοί θρύλοι», με τον Μακεδόνα βασιλιά να αποκτά διαστάσεις μυθικού ήρωα. Αρκετοί από αυτούς τους θρύλους δημιουργήθηκαν λίγο μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου, και όπως φαίνεται κυκλοφορούσαν για αιώνες και αποτέλεσαν τη βάση για το «Μυθιστόρημα του Αλεξάνδρου». Υποτίθεται πως με τη σειρά τους βασίζονται στα έργα του Καλλισθένη, ιστορικό του Αλέξανδρου, αλλά θεωρείται ότι κάτι τέτοιο είναι απίθανο, καθώς ο Καλλισθένης πέθανε πριν τον Αλέξανδρο, οπότε συχνά οι βάσεις του «Μυθιστορήματος» αποδίδονται στον «ψευδο-Καλλισθένη».
Αξίζει να σημειωθεί πως, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, χρόνια μετά τον θάνατο του Μακεδόνα βασιλιά, ένας άλλος ιστορικός, ο Ονησίκριτος, διάβασε στον Λυσίμαχο (στρατηγό του Αλέξανδρου, που έγινε αργότερα βασιλιάς και αυτός) μια ιστορία περί ερωτικού δεσμού ανάμεσα στον Αλέξανδρου και τη βασίλισσα των μυθικών Αμαζόνων (Θάληστρις), με αποτέλεσμα ο Λυσίμαχος να σχολιάσει «αναρωτιέμαι εγώ πού ήμουν τότε»- οπότε γίνεται εύκολα κατανοητό το τι ιστορίες και θρύλοι κυκλοφορούσαν για χρόνια μετά.
Οπότε, όπως γίνεται εύκολα κατανοητό, το «Μυθιστόρημα του Αλεξάνδρου» δεν θεωρείται «ιστορική πηγή», αλλά συλλογή μύθων – προϊόντων φαντασίας. Παρόλα αυτά, πρόκειται για ένα έργο το οποίο παρέμεινε δημοφιλές για αιώνες, περνώντας από τον Μεσαίωνα και φτάνοντας μέχρι τις ημέρες μας, έχοντας μεταφραστεί σε πάρα πολλές γλώσσες και σαφώς επηρεάζοντας την εικόνα του Αλέξανδρου για πάρα πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του.
Στο τελευταίο κεφάλαιο του «Μυθιστορήματος», ο Αλέξανδρος παρουσιάζεται να υπαγορεύει τη διαθήκη του, λίγο πριν πεθάνει. Στο κείμενο αυτό ο βασιλιάς, εμφανίζεται να χρίζει βασιλιά του βασιλείου της Μακεδονίας τον ετεροθαλή αδελφό του, Φίλιππο Αρριδαίο (διανοητικά καθυστερημένος γιος του Φιλίππου του Β’), με προοπτική όμως να αναλάβει ο γιος του, εάν η Ρωξάνη γεννούσε αγόρι. Εάν η Ρωξάνη έκανε κορίτσι, επαφιόταν στους Μακεδόνες να επιλέξουν ποιον ήθελαν βασιλιά. Στη συνέχεια ορίζει κυβερνήτες των διαφόρων περιοχών τους στρατηγούς του, να διατάζει τη δημιουργία ενός χρυσού θρόνου για τη θεά Αθηνά στην πόλη των Αθηνών και να στέλνει την πανοπλία του στο Άργος ως δώρο στον Ηρακλή. Ακόμη, παρουσιάζεται, μεταξύ άλλων, να στέλνει θησαυρούς στους Δελφούς.
Ο Γκραντ εκτιμά πως η διαθήκη αυτή, παρά το «θάψιμό» της, διασώθηκε και διέρρευσε από έναν από τους στρατηγούς- διεκδικητές, ως «ντοκουμέντο» – πολιτικό/ προπαγανδιστικό όπλο εναντίον των αντιπάλων του, με αποτέλεσμα να κυκλοφορεί για χρόνια μετά και να περάσει κάποια στιγμή στο «Μυθιστόρημα του Αλεξάνδρου» – και εκεί να θεωρηθεί αντίστοιχο του υπόλοιπου υλικού του έργου, δηλαδή όχι πραγματικό ιστορικό ντοκουμέντο, αλλά μύθος. Όπως υποστηρίζει ακριβώς επειδή χρησιμοποιήθηκε ως «μανιφέστο»/ μέσο προπαγάνδας στο πλαίσιο των συγκρούσεων των Διαδόχων, η αυθεντικότητά του αμφισβητήθηκε, με αποτέλεσμα να ενταχθεί στην κατηγορία των «μύθων» περισσότερο. Επίσης, ο Γκραντ επισημαίνει ότι ήταν πολύ «βολικό» για τους διεκδικητές του θρόνου να μην αφήσει σαφή διάδοχο ο Αλέξανδρος, καθώς έτσι άνοιγε το «παιχνίδι του στέμματος», όπου ο καθένας ήταν ελεύθερος (και «δικαιολογημένος») να προσπαθήσει να καταλάβει την εξουσία- κάτι που ενισχύει την άποψη περί «θαψίματος» οποιασδήποτε διαθήκης ή δήλωσης του Αλέξανδρου κατά τις τελευταίες του ημέρες.