Γράφει ο Δημοσθένης Δαββέτας
Γεννήθηκε στις 15 Οκτωβρίου του 1844 στο μικρό χωριό Ρέκεν της Γερμανίας, κοντά στη Λειψία. Ο πατέρας του ήταν λουθηρανός πάστορας και η μητέρα του επίσης κόρη πάστορα. Οταν ήταν μόλις πέντε χρόνων, το 1849, έφυγε από τη ζωή ο ιερωμένος πατέρας του. Τον δε επόμενο χρόνο πεθαίνει και ο αδελφός του. Ετσι, η μητέρα του και η υπόλοιπη οικογένειά του, μαζί με την αδελφή του, λόγω οικονομικών δυσκολιών μετακομίζουν στο σπίτι της γιαγιάς του στη Νυρεμβέργη.
Η οικογενειακή παράδοση και από τους δύο γονείς τον είχε προετοιμάσει ν’ ακολουθήσει θρησκευτική πορεία. Στα πρώτα άλλωστε μαθήματα, τα νεανικά του χρόνια στο σχολείο, στο οικοτροφείο όπου βρέθηκε, ακολούθησε, παιδί και έφηβος, θεολογικές σπουδές και μουσικές ταυτόχρονα. Εξαιρετικός και ταλαντούχος μαθητής όλα τα σχολικά του χρόνια, άφησε άριστες εντυπώσεις στους δασκάλους του. Μόλις τελείωσε, το 1864, τις σπουδές του στο οικοτροφείο, εισήλθε στο Πανεπιστήμιο της Βόννης, όπου εκτός των θεολογικών σπουδών που τον προόριζε η οικογένειά του, επίσης παρακολούθησε μαθήματα Φιλοσοφίας. Η σύγκρουση ανάμεσα στη σκληρή θεολογική αγωγή που είχε, ειδικά από τον αυταρχικό χαρακτήρα της μητέρας του, και την ελευθερία της αυτογνωσιακής πορείας προς την αυτονομία που του προσέφερε η Φιλοσοφία, υπήρξε σκληρή. Ακολούθησε, τότε, τον επόμενο χρόνο, το 1865, τον καθηγητή του Φιλοσοφίας Ritschl στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, όπου μετατέθηκε.
Από τον πρώτο κιόλας χρόνο των φοιτητικών του σπουδών, ο Φρειδερίκος Νίτσε έδειξε την ευφυή τάση του για στοχασμό και ποίηση. Αλλωστε εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι από νεαρός έφηβος ήδη έγραφε ποίηση και διηγήματα, τα οποία φύλασσε προσεκτικά με τάξη η αδελφή του. Ο συνδυασμός λοιπόν ποιητικής φλέβας, στοχαστικής διάθεσης, φιλοσοφικής παιδείας και φιλολογικών γνώσεων δημιούργησε ένα εκρηκτικό μίγμα δημιουργικότητας στην προσωπικότητα του νεαρού φοιτητή. Ο καθηγητής του το διαπίστωσε αμέσως και αυτός ήταν ο λόγος που ο Νίτσε ήταν ο μοναδικός φοιτητής που δημοσίευσε στο επιστημονικό περιοδικό του Rheinishes Museum. Ηταν την εποχή που ανακάλυψε το έργο του Σοπενχάουερ «Ο κόσμος ως βούληση και παράσταση». Υιοθετεί αμέσως στις έρευνές του την έννοια της βούλησης και την έννοια της τέχνης ως θεμελιακά στοιχεία για την ανθρώπινη (προσωπικά και κοινωνικά) εξέλιξη και συμπεριφορά. Ταυτόχρονα εκλήθη για τη στρατιωτική του θητεία. Δεν μπόρεσε όμως να την ολοκληρώσει γιατί τραυματίστηκε και έτσι η θητεία του διεκόπη.
Το εντυπωσιακό του όμως ταλέντο και η δημιουργική του έφεση δεν έμειναν δίχως επιβράβευση από τον καθηγητή του. Πριν ακόμη τελειώσει τις σπουδές του στη Λειψία, μόλις είκοσι τεσσάρων χρόνων, τον προτείνει να γίνει καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας στην Ελβετία. Η συστατική επιστολή τού καθηγητή του είναι ενθουσιώδης καθότι υμνεί στις ελβετικές πανεπιστημιακές αρχές την εκπληκτική, όπως έγραψε, ικανότητα του Νίτσε να κάνει εξίσου άριστα πολλά πράγματα. Το 1870 λοιπόν γίνεται καθηγητής. Εκείνη την εποχή ήταν που γνώρισε τον Βάγκνερ. Γοητεύτηκε από τη μουσική του αλλά κυρίως από το διθυραμβικό στοιχείο της μουσικής του έκφρασης. Τον επισκέφθηκε στο σπίτι του στη Λουκέρνη, γνωρίστηκαν, έκαναν παρέα ενώ παράλληλα ο Νίτσε πήρε και την ελβετική υπηκοότητα.
Εκείνη ακριβώς την περίοδο εκφράζεται μέσα από τη σύνθεση δύο στοιχείων. Παίρνει από τον Σοπενχάουερ την έννοια της τέχνης ως θεραπείας και από τον Βάγκνερ τη μουσική υπερβατικότητα μιας γαλήνιας έντασης. Αυτά τα δύο χαρακτηριστικά τα συνθέτει δημιουργικά μέσα από την προσωπικότητά του και τις πλούσιες κλασικές του γνώσεις και γράφει το εντυπωσιακό και ταυτόχρονα ανατρεπτικό για την εποχή εκείνη έργο του «Η γένεση της τραγωδίας». Η σύνθεση της απολλώνιας τάξης, των ορίων και της ομορφιάς συνυπάρχει οργανικά και ισορροπημένα με τη διονυσιακή φρενίτιδα, την υπερβολή και την κατάρρευση των ορίων.
Η σχέση του όμως με τον Βάγκνερ δεν έμελλε να διαρκέσει. Ο Νίτσε αντιλήφθηκε το εμφατικό και τεχνητά δραματικό στοιχείο του Βάγκνερ και το απέρριψε. Δεν ήθελε στόμφο και αναπαραστατικότητα. Ηθελε παραστατικότητα και σύγκρουση με τις μεγαλόσχημες ιδέες και τα υπερβολικά ιδεώδη. Ο Νίτσε ήθελε να συγκρουστεί με τον κόσμο των ιδεωδών μ’ όποια μορφή αυτά εμφανίζονταν. Δηλαδή θρησκεία, ιδεολογίες, ιδεατές έννοιες κ.λπ. Οτιδήποτε διαχώριζε γη και ουρανό. φαντασία και πραγματικότητα, ή τα παραδοσιακά ζεύγη καλό-κακό, ωραίο-άσχημο, ιδεώδες-πραγματικότητα, όλα αυτά τ’ αρνιόταν, θεωρώντας τα «μηδενισμό». Ο όρος μηδενισμός του Νίτσε είναι αντίθετος με τον όρο μηδενισμό που συνήθως χρησιμοποιούμε. Δεν πρόκειται για μια μορφή κυνισμού και άρνηση αξιών ζωής, δεν πρόκειται για τη λογική no future όπως νομίζουμε, αλλά αντιθέτως πρόκειται για την άρνηση των ιδεωδών που τα θεωρεί μηδενισμό. Ο Νίτσε ζητά επιστροφή στο «πραγματικό», στη ζωή, στην καθημερινότητα. Πρόκειται για άρνηση μεταφυσικών θυσιών. Κι είναι τότε ακριβώς που έχει αυτές τις αντιλήψεις που απομακρύνεται από τον Βάγκνερ. Στο πλαίσιο αυτής της «χειραφέτησής» του ο Νίτσε γράφει, το 1878, το βιβλίο του «Ανθρώπινο, πολύ Ανθρώπινο». Από το 1879 δε, λόγω κακής υγείας, παύει να διδάσκει και αρχίζει να ζει δύσκολα με κάποια λίγα χρήματα που του έδωσε το πανεπιστήμιο και κάποια που πήρε από μια κληρονομιά.
Τότε έχουμε τη δεύτερη σπουδαία περίοδο του Νίτσε. Την επίδρασή του από τον Γαλλικό Διαφωτισμό. Και βέβαια το ξεκίνημα γραφής του μνημειώδους έργου του «Τάδε έφη Ζαρατούστρα», το οποίο γράφτηκε σε 4 μέρη, από το 1883 ως το 1885, με πολλαπλές στη συνέχεια διορθώσεις. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειάς του, φιλοσοφώντας «με το σφυρί» όπως έλεγε, σπάει τον παλιό κόσμο των ιδεατών τόπων, σπάει τον φλοιό των μεταφυσικών ψευδαισθήσεων και απελευθερώνει τη θέληση για δύναμη. Δηλαδή τη θέληση του δύναμαι, του μπορώ, του έχω μέσα μου δύναμη και ενέργεια και μπορώ να τα ενεργοποιήσω ως κύριος του εαυτού μου προς το δρόμο μιας πληρότητας του παρόντος. Ο Νίτσε μας φωνάζει: πείτε ΝΑΙ στη ζωή, πάψτε να ζείτε με τις αγκυλώσεις παρελθόντος και μέλλοντος, αγκυλώσεις που σας ζητούν να θυσιάζετε τη ζωή σας για ανούσιες ιδεατές προσπάθειες. Πείτε ΝΑΙ στον κόσμο και στο παρόν. Μη βλαστημάτε εναντίον της γης και την καταστρέφετε. Ζήστε την amor fati, την αγάπη του πεπρωμένου, αυτού που είναι εδώ μπροστά σας, της armor fati που είναι η πραγματικότητα του εδώ και τώρα. Ζήστε όπως ο Οδυσσέας, που δεν είχε άλλη πραγματικότητα παρά να επιστρέψει στην πατρίδα του, δηλαδή το armor fati του με τη νιτσεϊκή ορολογία. Οπως οι Επικούρειοι και οι Στωικοί, ο Νίτσε υμνεί τη δύναμη ως δύναμαι ως ύμνο της ζωής που είναι στις αρμοδιότητές μας. Μεταξύ 1986 και 1988 έγραψε τα σπουδαία έργα του όπως «Πέρα από το καλό και το κακό», «Η Γενεαλογία της Ηθικής», «Η χαρούμενη επιστήμη», «Το λυκόφως των ειδώλων», «Ιδε ο άνθρωπος» κ.λπ.
Πρότεινε να ζούμε ως «κύριοι», δηλαδή κύριοι του εαυτού μας. Να ζούμε ως καλλιτέχνες, δηλαδή δημιουργικά, να είμαστε «αριστοκράτες», δηλαδή να υπηρετούμε και να διεκδικούμε το άριστο του εαυτού μας. Κι αν είμαστε έτσι, θα είμαστε άριστοι και στο κοινωνικό σύνολο. Ως ηθική να έχουμε τον αντι-ιδεαλισμό και τη διαρκή κριτική του ιδεατού κόσμου. Ολοι θέλησαν να καπηλευτούν τον Νίτσε, από τους ακροδεξιούς ως τους ακροαριστερούς. Από τους ναζί μέχρι τους ριζοσπαστικούς αριστερούς. Τον είπαν επίσης ηδονιστή και αναρχικό. Μέχρι και καθοδηγητή του Μάη του ’68 τον έβαλαν. Τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν. Χτυπούσε αλύπητα τις αντιδραστικές δυνάμεις, αυτές που φυλάκιζαν τη ζωή στην ιδεολογία, αυτές που ήθελαν να φτιάξουν έναν κόσμο της οικονομίας δίχως πολιτιστικές αξίες. Καταργώντας τον ιδεατό κόσμο δεν αρνιόταν τη δύναμη της τέχνης, που θεωρούσε ότι ανήκει στις θετικές δυνάμεις δράσης. Η πολιτική, ο έρωτας, η ελευθερία των επιθυμιών, του σώματος και του κόσμου των ευαισθησιών δεν είναι προνόμιο ούτε των ηδονιστών ούτε των αναρχικών δυνάμεων, για τις οποίες έλεγε ότι αυτοακρωτηριάζουν τα πάθη μέσα στην «παραληρηματική τους διάσταση και αυτοακυρώνονται μεταξύ τους». Θεωρούσε μάλιστα τον αναρχισμό ως «μια μικρή, φτωχοδιάβολων, δίψα εξουσίας».
Κάθε ιδεολογική λοιπόν χρήση του Νίτσε αντιστρατεύεται τη φιλοσοφία του. Ο Νίτσε ύμνησε την ζωή όχι ως δύναμη πολιτικής επιβολής εξουσίας, όπως τον χρησιμοποιούν λανθασμένα και κακόβουλα διάφορες ιδεολογίες σήμερα. Υμνησε τη ζωή ως δύναμαι, ως αιώνια επιστροφή του παρόντος, ως το τραγούδι της αυτοκυριαρχίας, ως το «μεγάλο στιλ» μιας ηθικής όπου μέσα μας θα μπορέσουν να εναρμονιστούν δημιουργικά οι αντιδραστικές δυνάμεις του εξορθολογισμού με τις δρώσες δυνάμεις μιας γόνιμης αισθητικής.
Από την έντυπη έκδοση
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr