Και, ενώ έτσι είχαν τα πράγματα με τις καταγγελίες εναντίον του Θ. Πάγκαλου, νέο επεισόδιο, αυτή τη φορά στη Θεσσαλονίκη, συνεκλόνισε την κυβέρνηση. Συγκεκριμένα, τη νύχτα της 12ης Ιουλίου 1924 ομάδα πέντε στρατιωτών με επικεφαλής ένα λοχία επετέθησαν εναντίον των τυπογραφείων των αντιβενιζελικών εφημερίδων «Ημερησία» και «Ταχυδρόμος» και, αφού κατέστρεψαν τις τυπογραφικές εγκαταστάσεις και τραυμάτισαν το προσωπικό των εφημερίδων που ευρίσκοντο εκείνη τη στιγμή εκεί, ετράπησαν εις φυγήν. Στην πορεία η ανάκριση απεκάλυψε ότι οι πέντε στρατιώτες ανήκαν στο Τάγμα της Φρουράς Θεσσαλονίκης, διοικητής του οποίου ήταν ο γνωστός αντισυνταγματάρχης Καρακούφας. Το επεισόδιο δεν έμεινε έτσι και προεκλήθη μεγάλος θόρυβος ακόμη και στην Αθήνα. Μάλιστα, το θέμα έφερε προς συζήτηση στη Βουλή ο αντιβενιζελικός βουλευτής Αρκαδίας Γ. Σεχιώτης, ο οποίος το συνέδεσε με το πρωτόκολλο συλλογής υπογραφών μεταξύ των αξιωματικών, με την υπόθεση Κολλιαλέξη κ.λπ.
Βέβαια, σε όλες τις ανωτέρω αιτιάσεις απάντησε ο ίδιος ο πρωθυπουργός και τόνισε ότι εδόθη εντολή να τιμωρηθούν οι δράστες των επεισοδίων της Θεσσαλονίκης, προσθέτοντας πως για όλα αυτά δεν υπήρχε καμία ανάμιξη της κυβερνήσεως. Στη συνέχεια, μετά τον πρωθυπουργό το λόγο πήρε ο υπουργός των Στρατιωτικών Θ. Πάγκαλος ως καθ’ ύλην αρμόδιος υπουργός και τόνισε πως οι στρατιώτες της ομάδας των επεισοδίων της Θεσσαλονίκης υπηρετούσαν υπό τας διαταγάς του αντισυνταγματάρχη Καρακούφα διότι οι εφημερίδες είχαν χαρακτηρίσει τον Καρακούφα λωποδύτη κ.λπ.
Ωστόσο, οι δοθείσες εξηγήσεις από τον πρωθυπουργό και τον υπουργό των Στρατιωτικών δεν εκρίθησαν ικανοποιητικές από την πλευρά της αντιπολίτευσης, και έτσι η συζήτηση εγενικεύθη, με τον Θ. Πάγκαλο να δέχεται τα περισσότερα πυρά από όλες τις πλευρές του Κοινοβουλίου. Πρώτος το λόγο έλαβε ο Γ. Κονδύλης, ο οποίος κατηγόρησε ευθέως τον Θ. Πάγκαλο διότι προέβαινε σε αλλαγές διοικητών στρατιωτικών μονάδων με ανθρώπους της απολύτου εμπιστοσύνης του, μιας και σκόπευε να κηρύξει δικτατορία σε περίπτωση κατά την οποία καταψηφιζόταν η κυβέρνηση του Αλ. Παπαναστασίου. Στη συνέχεια ο Γ. Κονδύλης ανέφερε διάφορα περιστατικά, μεταξύ των οποίων και τον συνταγματάρχη Ρογκάκο, τον οποίον μετέθεσαν από την Αθήνα διότι αρνήθηκε να υπογράψει το πρωτόκολλο για κήρυξη δικτατορίας στην περίπτωση που έπεφτε η κυβέρνηση Παπαναστασίου. Βέβαια, την περίπτωση Ρογκάκου ανέφερε στην ομιλία του και ο Ανδρ. Μιχαλακόπουλος, ο οποίος πρόσθεσε ότι μετά τις καταγγελίες Ρογκάκου επισκέφθηκε τον πρωθυπουργό και τον ενημέρωσε για τις κινήσεις του Θ. Πάγκαλου.
Θεόδωρος Πάγκαλος
Μετά τις ανωτέρω καταγγελίες στο Κοινοβούλιο μίλησε ο Αριστομένης Μητσοτάκης, ο οποίος κατηγόρησε τον Θ. Πάγκαλο διότι είχε χαρακτηρίσει τη Συνθήκη της Λωζάννης «επονείδιστον» και τον Αλ. Παπαναστασίου διότι επέτρεψε στο επίσημο όργανο της Δημοκρατικής Ενωσης, την εφημερίδα «Δημοκρατία», να δημοσιευθεί άρθρο διά του οποίου ο Ελ. Βενιζέλος κατηγορείτο ως «συνωμοτών» κατά του πολιτεύματος. Στη συνέχεια, εν μέσω αντεγκλήσεων, επεισοδίων και διακοπών συνεχίσθηκε η συνεδρίαση της Βουλής μέχρι τις πρωινές ώρες της επομένης ημέρας. Μάλιστα, στη συνεδρίαση εκείνη συνεπλάκησαν αντιφρονούντες βουλευτές, με αποτέλεσμα να διακοπεί η συνεδρίαση της Βουλής. Στην επόμενη συνεδρίαση ελήφθησαν ορισμένα μέτρα κατά των βουλευτών οι οποίοι είχαν δημιουργήσει τα επεισόδια και ελήφθη απόφαση να τερματισθεί η πολιτική συζήτηση.
Πρέπει εδώ να επισημάνουμε ότι, με αφορμή τα επεισόδια στη συνεδρίαση της 18ης Ιουλίου 1924, ελήφθησαν μεγάλες αποφάσεις που οδήγησαν σε παραίτηση της κυβέρνησης του Αλ. Παπαναστασίου. Συγκεκριμένα, ο Ανδρ. Μιχαλακόπουλος άλλαξε σκέψεις σχετικά με την κυβέρνηση, καίτοι η κυβέρνηση δεν είχε καμία ευθύνη για τα σημειωθέντα επεισόδια, και εδήλωσε ότι θα καταψήφιζε την κυβέρνηση Αλ. Παπαναστασίου. Βέβαια, τον Ανδρ. Μιχαλακόπουλο ακολούθησε και ο Στ. Γονατάς, και έτσι η κυβέρνηση Παπαναστασίου οδηγήθηκε σε ανατροπή. Πρέπει εδώ να σημειώσουμε πως ο Ανδρ. Μιχαλακόπουλος διευκρίνισε ότι δεν υπήρχε κίνδυνος στρατιωτικού πραξικοπήματος, αλλά η κυβέρνηση έπρεπε να αποτελέσει το εξιλαστήριο θύμα για να κατευνασθεί η ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα. Στη συνέχεια ο Πατρινός πολιτικός στην απόφασή του να καταψηφίσει την κυβέρνηση, εκτός των τελευταίων επεισοδίων, ανέφερε τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης, τις παραιτήσεις των υπουργών και τις ομαδικές παραιτήσεις των αξιωματικών του Ναυτικού. Ολα αυτά, τόνισε ο Ανδρ. Μιχαλακόπουλος, ήταν οι αιτίες και οι αφορμές να καταψηφίσει την κυβέρνηση του Αλ. Παπαναστασίου. Από την πλευρά του, ο Στ. Γονατάς, για να δικαιολογήσει την αρνητική του ψήφο προς την κυβέρνηση, επετέθη κατά του Πάγκαλου, τον οποίον κατηγόρησε: 1) ότι διά πρωτοκόλλου είχε επιβληθεί εις την αρχιστρατηγίαν του στρατού του Εβρου, 2) ότι απευθυνόμενος στον Πλαστήρα τον είχε κατηγορήσει ως «χαλβά» διότι δεν μπορούσε να εφαρμόσει καταδικαστικές αποφάσεις, 3) διότι ίδρυσε τα Δημοκρατικά τάγματα, 4) διότι είχε χαρακτηρίσει τη Συνθήκη της Λωζάννης «επονείδιστον» και 5) διότι ως αρχηγός του στρατού είχε προτείνει ειρήνη εις τους Τούρκους υπό όρους επαχθέστερους της Συνθήκης της Λωζάννης.
Μετά τις ομιλίες όλων των βουλευτών που είχαν ζητήσει τον λόγον, μίλησε ο πρωθυπουργός Αλ. Παπαναστασίου, ο οποίος τόνισε το εξής: «Δεν ήταν μόνον τα επεισόδια της Θεσσαλονίκης ή τα επεισόδια της Βουλής ή οι δικτατορικές τάσεις του Πάγκαλου που προκάλεσαν την επίθεσιν κατά της κυβερνήσεως. Αύτη παρεσκευάζετο από καιρού και επεζητείτο να ευρεθεί μία ευκαιρία». Μετά την ομιλία του πρωθυπουργού επακολούθησε ψηφοφορία. Βέβαια, η ψηφοφορία ήταν εις βάρος της κυβερνήσεως του Αλ. Παπαναστασίου, διότι 175 βουλευτές ψήφισαν εναντίον της κυβέρνησης και 132 υπέρ. Από την ψηφοφορία διεφάνη ότι καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις έπαιξε ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος, ο οποίος επηρέαζε περίπου 30 βουλευτάς και αυτός ο αριθμός ήταν ικανός να ανατρέψει την κυβέρνηση Αλ. Παπαναστασίου.
Μετά την καταψήφισή της από τη Βουλή έληξε και η θητεία της κυβερνήσεως του Αλ. Παπαναστασίου, αφού παρέμεινε στην εξουσία ακριβώς τέσσερις μήνες και επτά ημέρες. Βέβαια, ο βίος της κυβερνήσεως ήταν μικρός και δεν μπορούσε να δημιουργήσει έργο σημαντικό. Επίσης, οι ημέρες της διακυβέρνησης ήταν ταραχώδεις, και έτσι δεν μπορούσε να σταθεροποιήσει το νέο πολίτευμα της Αβασίλευτης Δημοκρατίας, το οποίο η ίδια δημιούργησε. Εάν βέβαια είχε μεγαλύτερη κοινοβουλευτική δύναμη, ίσως να μπορούσε να εδραιώσει τη Δημοκρατία ενεργώντας προς δύο κατευθύνσεις: Πρώτον, να δομήσει τις στρατιωτικές ροπές και, δεύτερον, να αντιμετωπίσει τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα τα οποία είχαν εμφανισθεί στον ορίζοντα.
Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι την περίοδο εκείνη είχαν πραγματοποιηθεί μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις με στόχο τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων, οι οποίοι είχαν αρχίσει να αποκτούν συναίσθηση της δυνάμεώς των. Από την πλευρά της, η κυβέρνηση Αλ. Παπαναστασίου ούτε τη δύναμη είχε αλλά ούτε και το χρόνο για να ασχοληθεί με τα προβλήματα των εργαζομένων. Παρά ταύτα, η κυβέρνηση Παπαναστασίου κατάφερε να αυξήσει τις αποδοχές των δικαστικών και των στρατιωτικών και φρόντισε για τις συντάξεις των στρατιωτικών και τις συντάξεις των θυμάτων πολέμου της Μικρασιατικής Καταστροφής. Εψήφισε νόμον διά την αναδιοργάνωση της Αστυνομίας Πόλεων και προέβλεψε με στοργή προς την τραπεζικήν πίστιν ψηφίζοντας και τον νόμον περί Κτηματικών Τραπεζών.
Εκτός των ανωτέρω, στο ενεργητικό της εγγράφεται το πολίτευμα της Αβασίλευτης Δημοκρατίας, καθώς και το δημοψήφισμα της 13ης Απριλίου 1924. Επίσης, στο ενεργητικό της κυβερνήσεως εκείνης εγγράφεται και το ψήφισμα της 7ης Ιουνίου 1924 διά του οποίου εκυρώθησαν όλες οι συντακτικές και νομοθετικές πράξεις ως και τα Νομοθετικά Διατάγματα της επαναστάσεως του 1922. Μάλιστα, διά της κυρώσεως αυτής η κυβέρνηση Παπαναστασίου εφαίνετο ως συνέχεια της επαναστάσεως του 1922. Τέλος, προήγαγε στο βαθμό του αντιστρατήγου τους αρχηγούς της επαναστάσεως Ν. Πλαστήρα και Στ. Γονατά, προαγωγές όμως τις οποίες δεν απεδέχθησαν ούτε ο Πλαστήρας, αλλά ούτε και ο Γονατάς.
Από την έντυπη έκδοση
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr