Γράφει ο Γιώργος Ν. Παπαθανασόπουλος
Ο αγωνιστής του 1821 και λόγιος Μιχ. Οικονόμου (1798-1879), στα «Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας» που έγραψε, σημειώνει ότι όσοι εκ των Ελλήνων δεν αλλαξοπίστησαν και δεν διέφυγαν στη Δυτική Ευρώπη, «περί πολλού ποιούμενοι τα έμφυτα εις πάντας τους Ελληνας αισθήματα του εθνισμού και της θρησκείας, πιστοί εις την θρησκείαν, την προς την πατρίδα αγάπην και την της καταγωγής των ευγένειαν, την θείαν μετά πίστεως και ελπίδος επικαλεσθέντες αντίληψιν δεν απηλπίζοντο, αλλά απεφάσισαν να μείνωσι και να υποστώσι εν υπομονή χριστιανική και φρονήσει κατ’ ανάγκην, τον επιβαλλόμενον αυτοίς βαρύν κλοιόν της υποταγής, τον καιρόν εξαγοραζόμενοι, ενδομύχως μεν μίσος κατά των τυράννων άσπονδον σώζοντες… πόθον δε διάπυρον της ελευθερίας τρέφοντες» (Α’ Εκδ. 1873, Φωτομηχανική Επανέκδοσις εκ της Α’ εκδόσεως, Εκδόσεις της Δημοσίας Βιβλιοθήκης της Σχολής Δημητσάνης, επιμέλεια – εισαγωγή – Ευρετήριον Ιωάννας Γιανναροπούλου – Τάσου Αθ. Γριτσοπούλου, Αθήναι, 1976, σελ. 20).
Για το ίδιο θέμα ο Στίβεν Ράνσιμαν γράφει: «Η ιστορία της Τουρκοκρατίας έχει να επιδείξει ελάχιστους περιφανείς ήρωες. Πρόκειται όμως για μια ηρωική ιστορία καθ’ εαυτήν. Είναι η ιστορία ενός καταπιεσμένου λαού, που αρνήθηκε να απολέσει την ταυτότητά του και να ξεχάσει τις υψηλές του παραδόσεις. Και ήταν, υπεράνω όλων, η Εκκλησία εκείνη που κράτησε αναμμένη τη φλόγα» (άρθρο Στ. Ρ. «Οι Ορθόδοξες κοινότητες υπό τους Οθωμανούς Σουλτάνους», εις Τόμο «Βυζαντινή παράδοση μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης», ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1994, σελ. 31). Ο καθηγητής Διον. Ζακυθηνός τονίζει, επίσης, ότι ο Ελληνισμός επί Τουρκοκρατίας, ήτοι υπό ξενική δουλεία, «απάρτισε εθνική και ηθική κοινότητα εντός του αναπεπταμένου δικτύου της εκκλησιαστικής οργανώσεως» (Διον. Ζακυθηνού «Μεταβυζαντινά και Νέα Ελληνικά», Αθήναι, 1978, σελ. 15-16).
Κατά τους αιώνες της σκληρής δουλείας υπό αλλόθρησκο κατακτητή, η διατήρηση της χριστιανικής ορθόδοξης πίστης σήμαινε και τη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων. Αντίθετα, η απώλεια της θρησκευτικής πίστης σήμαινε και απώλεια της εθνικής συνείδησης. Το λαϊκό «Χρονικό» της κωμόπολης Λύσης Αμμοχώστου (Ιδιαίτερης πατρίδας του Γρ. Αυξεντίου, που σήμερα είναι στα κατεχόμενα από την Τουρκία εδάφη της Κύπρου), γράφει χαρακτηριστικά: «Στις 9 Ιουλίου 1821 οι Τούρκοι εθανατώσαν τους Αρχιερείς και Κοτσαμπάσηδες και τους εχούμενους ανθρώπους, επήραν το μάλιν (σημ.: περιουσία) τους και εγδύσαν τα Μοναστήρια και τες Εκκλησιές και χριστιανούς πολλούς ετούρκεψαν» (Ανθίμου Παναρέτου «Το Χρονικό του χωρίου Λύσης», Πνευματική Κύπρος, τ. 15, 1961, σελ. 116). «Τούρκεψε» σημαίνει εξισλαμίστηκε, δηλαδή χάνοντας την πίστη του έχανε και την ελληνική του συνείδηση.
Κατά την Τουρκοκρατία όποιος χριστιανός, για οποιοδήποτε λόγο, εθεωρείτο μουσουλμάνος δεν μπορούσε να επιστρέψει στην Πίστη του. Αν το έπραττε εθεωρείτο προδότης του Ισλάμ και οδηγείτο στο Μαρτύριο. Το να μείνει ο Ελληνας πιστός στην Πίστη του, άρα και στην ιδιοπροσωπία του, δεν ήταν καθόλου εύκολο. Οι εξωμότες έχαιραν σημαντικών προνομίων: Γλίτωναν από το παιδομάζωμα, απαλλάσσονταν του βαρύτατου κεφαλικού φόρου που πλήρωναν οι μη μουσουλμάνοι, κάποιοι αποκτούσαν διοικητικές θέσεις και γαίες και από σκλάβοι (ραγιάδες) γίνονταν κύριοι και, πολλές φορές, αγάδες… (Σπύρου Βρυώνη «Η παρακμή του μεσαιωνικού Ελληνισμού στη Μικρά Ασία και η διαδικασία εξισλαμισμού, 11ος – 15ος αιώνας, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1996, σελ. 320).
Ο Ρώσος μοναχός Βασίλειος Μπάρσκι παρέμεινε στην Κύπρο στα μέσα της δεκαετίας του 1730 και «είχε κλάψει πικρά αναλογιζόμενος την τραγικότητα της ζωής των Ελλήνων εκείνων που αδυνατούντες να πληρώσουν τον κεφαλικό φόρο προσέρχονταν στο Ισλάμ» (Κωστή Κοκκινόφτα «Εξισλαμισμοί και επαναχριστιανισμοί στην Κύπρο», Κέντρο Μελετών Ι. Μονής Κύκκου, Λευκωσία, 2019, σελ. 31). Επί πλέον του κεφαλικού φόρου και λόγω της ταπεινωτικής ιδιότητας του σκλάβου οι Ελληνες δεν όριζαν τους εαυτούς τους, ούτε τα παιδιά τους. Το παιδομάζωμα, των αγοριών για στρατολόγηση και των κοριτσιών για τα χαρέμια και για αθέλητους γάμους με Τούρκους, ήταν το καθημερινό μαρτύριό τους.
Σε αυτή την τυραννία αναδείχθηκαν οι Νεομάρτυρες. Εγραψε σχετικά ο Γεννάδιος Σχολάριος, πρώτος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως επί Τουρκοκρατίας: «Ας μην αμφιβάλλει κανείς ότι υπάρχουν νέοι Μερκούριοι, Προκόπιοι και Γεώργιοι – και ίσως μάλιστα είναι μεγαλύτεροι από εκείνους εφόσον είναι γενναιότεροι… Γιατί οι νέοι αυτοί ομολογητές υποφέρουν με θαυμαστή καρτερία ακατονόμαστες καθημερινές πικρές ταλαιπωρίες από τους βαρβάρους απλώς και μόνον επειδή είναι χριστιανοί. Και δεν διστάζουν καν να ζουν έτσι, κι ας μην υπάρχει γι’ αυτούς ελπίδα διαφυγής… και ούτε διαταράσσει την αγάπη τους για τον Ιησού η διαδικασία της αποστασίας…» (Oeuvres completes de Gennade Scholarios, L. Petit, X.A. Siderides, M. Jugie, Paris 1928-1936, IV, 219).
Οι Ελληνες που υπέστησαν τα μαρτύρια και το θάνατο από τους Οσμανίδες αποτελούν νέφος. Κάθε περιοχή της σημερινής Ελλάδος, της Μικράς Ασίας, της Κωνσταντινούπολης έχει τους μάρτυρές της. Αυτοί, με τη θυσία τους, κράτησαν όρθιο το Γένος. Οι περισσότεροι ανώνυμοι. Ο Θεός τούς γνωρίζει. Επώνυμοι περίπου διακόσιοι, που η μνήμη τους εορτάζεται όσο υπάρχει Ρωμιοσύνη και «η Ρωμιοσύνη θα χαθεί όντας ο κόσμος όλος λείψει», όπως γράφει ο Κύπριος εθνικός μας ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης.
Η Αγία Φιλοθέη
Μεταξύ των Νεομαρτύρων σπουδαία θέση κατέχει η Αγία Φιλοθέη η Αθηναία (1539-1589). Το κατά κόσμον όνομά της Ρηγούλα. Πατέρας της ο λόγιος Αγγελος Μπενιζέλος και μητέρα της η Σηρίγη. Οταν πέθαναν οι γονείς της και χήρεψε, πούλησε την περιουσία της και δημιούργησε κοντά στο σπίτι της, στην Πλάκα, μοναστήρι και πολλά ανά την Αττική μετόχια. Εχουσα ζέουσα πίστη και σημαντική μόρφωση, επιδόθηκε με ζήλο στην προστασία των κοριτσιών από τους δυνάστες και στη μόρφωσή τους και στην υποστήριξη κάθε διωκόμενου από αυτούς.
Η δράση της προκάλεσε την οργή των Τούρκων, οι οποίοι τη συνέλαβαν, τη φυλάκισαν και τη βασάνισαν. Με επέμβαση των Δημογερόντων αφέθηκε ελεύθερη. Ομως, σύντομα τη συνέλαβαν πάλι εκεί που είναι το εκκλησάκι του Αγίου Ανδρέου, στην οδό Λευκωσίας, που ήταν μετόχι της Μονής της. Αυτή τη φορά τη μαστίγωσαν με λύσσα, αφήνοντάς την ημιθανή. Την παρέλαβαν οι μοναχές της και τη μετέφεραν στο άλλο μετόχι της Μονής, στην Καλογρέζα (σημ.: άλλως Καλογραία. Ετσι ονομάστηκε η περιοχή σε ανάμνηση του μαρτυρίου της Αγίας και της προσφοράς της στην Εκκλησία και στο Γένος). Εκεί παρέδωσε το πνεύμα της, στις 19 Φεβρουαρίου 1589.
Από την έντυπη έκδοση
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr