Ομως, όσο διαφορετικές κι αν είναι οι συνθήκες, σίγουρα δεν έχουν σχέση με όσα δραματικά βιώνουν οι μαθητές του 19ου αιώνα.
Η σωματική ποινή ως μέθοδος τιμωρίας συμβαδίζει με την πορεία του εκπαιδευτικού μας συστήματος, μέχρι πρόσφατα. Το σύστημα ποινών και τιμωρίας αποτελεί το προνομιακό πεδίο όπου ο εκπαιδευτικός ασκεί εξουσία (και κάποτε τον σαδισμό του), ενώ αποτελεί «άλλοθι» της Πολιτείας ώστε να παταχθεί η αμέλεια στα μαθήματα και η μη επιτρεπτή διαγωγή. Οι πρακτικές αυτές δεν λαμβάνουν υπόψη τις συχνά δραματικές συνέπειες πάνω στα μαθητικά σώματα και ψυχές. Ανατριχίλα προκαλούν σήμερα οι σχολικές τιμωρίες που αποτελούν απεχθή συνδυασμό απίστευτων κι οδυνηρών σωματικών ποινών και ψυχολογικής βίας, αφού συχνά πρόκειται για πραγματικά βασανιστήρια που αντλούν τη μεθοδολογία τους από στρατιωτικές πρακτικές.
Οι θεσμοθετημένες από την Πολιτεία ποινές καταγράφονται στο «Εγχειρίδιο» του πολιτικού, συγγραφέα και παιδαγωγού Ιωάννη Κοκκώνη, το 1842, αλλά οι «ανεπίσημες», που επιλέγονται από τον εκάστοτε δάσκαλο, είναι πολύ σκληρότερες. Η έννοια της «υποχρεωτικής Παιδείας» είναι κυριολεκτική, αφού, εκτός σοβαρών προβλημάτων υγείας, στην ουσία απαγορεύονται οι απουσίες. Ο μαθητής που δεν συμμορφώνεται με τις υποδείξεις του δασκάλου και πηγαίνει αδιάβαστος υποχρεώνεται να διαβάζει και να γράφει όταν οι συμμαθητές του ξεκουράζονται.
Υπάρχει η ποινή της νηστείας, όπου οι άτακτοι μαθητές μένουν νηστικοί μέσα στην τάξη μέχρι να ξεκινήσει το απογευματινό μάθημα, ενώ θεσμοθετημένη είναι και η τιμωρία του «πελαργού», όπου, σύμφωνα με το επίσημο κρατικό εγχειρίδιο, ο «κακός» μαθητής: «Καταδικάζεται να σταθεί επί του βάθρου όρθιος και με το πρόσωπον εστραμμένον προς τον τοίχον». Για βαρύτερα παραπτώματα το εγχειρίδιο προβλέπει «ειδικό δικαστήριο» για παραβάτες μαθητές που συγκροτούν δάσκαλος, μαθητές και πρωτόσχολοι (οι καλύτεροι μαθητές).
Η εικόνα του δασκάλου ταυτίζεται με μια αυστηρή μορφή που πρέπει να προκαλεί φόβο στους μαθητές. Πολλοί από τους δασκάλους της εποχής, προσπαθώντας να καλύψουν τις εκπαιδευτικές και παιδαγωγικές τους ανεπάρκειες, καταφεύγουν στην εύκολη λύση του ξυλοδαρμού που ξεκινά από την κλασική σκληρή βέργα, ενώ όταν αυτή δεν είναι διαθέσιμη, χρησιμοποιείται το ραβδί. Στη συνέχεια η βία κλιμακώνεται με τράβηγμα αφτιών, μαλλιών, με χτυπήματα στο σώμα, εξαναγκασμό σε γονάτισμα πάνω σε αιχμηρές πέτρες που διαλέγουν τα ίδια τα παιδιά, με εγκλεισμό σε σκοτεινά και βρομερά υπόγεια μέχρι την ολοκλήρωση του μαθήματος, στέρηση φαγητού και νερού, μέχρι και μαστίγωμα. Αλλοι εφαρμόζουν το γνωστό βασανιστήριο της φάλαγγας: ο μαθητής ξαπλώνει βάζοντας ανάμεσα στα πόδια του δυο ξύλα, τα οποία εν συνεχεία ο δάσκαλος στρίβει ώστε να πρηστούν τα πόδια του μαθητή, χτυπώντας ταυτόχρονα με ραβδί τις γυμνές πατούσες του…
Εκτός της σωματικής, το ίδιο τραυματική για τις παιδικές ψυχές είναι η ψυχολογική βία. Πέραν του κλασικού μαυροπίνακα, υπάρχει ο «Πίναξ της ατιμώσεως», στον οποίο αναγράφονται για ημέρες τα ονόματα όσων μαθητών υποπίπτουν σε παραπτώματα, στους οποίους μάλιστα, αναλόγως της παράβασης, δίνονται απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί: ψεύτης, διεστραμμένος, φιλοπαίκτης, οκνηρός, ρυπαρός, αμελής, παρήκοος, φλύαρος κ.λπ. Ο άθλιος αυτός πίνακας, μετονομάζεται με Βασιλικό Διάταγμα του 1858 σε «Πίναξ μομφής», ενώ το 1863 καταργείται για πάντα.
Το ίδιο εξευτελιστική είναι η τιμωρία της διαπόμπευσης μέσα στην τάξη, με τα παιδιά να υποχρεώνονται ένα ένα στη σειρά να χλευάσουν, μουντζουρώσουν, χτυπήσουν ή φτύσουν τους άτακτους συμμαθητές τους. Η διδασκαλική δικαιοδοσία δεν περιορίζεται στα όρια των σχολικών χώρων, μια και έξω από αυτά υπάρχει ο κανονισμός της «επιτήρησης». Αλίμονο σε όποιον πιτσιρικά συναντήσει στον δρόμο τον δάσκαλο ή τον σχολάρχη χωρίς να έχει σαφή απάντηση για το πού βρισκόταν και πού πηγαίνει ή κάποιο σημείωμα του πατέρα που να δικαιολογεί την έξοδό του. Απόρροια των σαδιστικών τιμωριών είναι, σε πολλές περιπτώσεις, η απόκτηση προβλημάτων, όπως ακοής και όρασης, ενώ εξίσου σημαντικές είναι οι ψυχολογικές επιπτώσεις.
Περιττό να αναφέρουμε ότι όσοι κάνουν τις παραπάνω φρικαλεότητες δεν έχουν πειθαρχική ή ποινική συνέπεια παρότι αυτές οι πρακτικές είναι, τυπικά, παράνομες. Την κατάσταση σώζουν ελάχιστα λαμπρά παραδείγματα.
Οπως είναι φυσικό, το σχολείο αποτελεί για τους μικρούς μαθητές τόπο μαρτυρίου, με αποτέλεσμα ελάχιστοι να το ολοκληρώνουν, κάτι που άλλωστε αποτελεί και γονική επιλογή. Η σκληρή πειθαρχική αντιμετώπιση των μαθητών αποτελεί ανεκτή εκπαιδευτική μέθοδο, όχι μόνο στην ανασυγκροτούμενη Ελλάδα, αλλά σε όλη την «πολιτισμένη» Ευρώπη, που αποδέχεται τέτοιες άθλιες συμπεριφορές, προσπαθώντας απλά να βάλει όρια στη θεσμοθετημένη εκπαιδευτική βία.
Οχι ακρωτηριασμοί, μόνο ασιτία…
Ο ανηλεής ξυλοδαρμός μαθητών οδηγεί στις 22 Νοεμβρίου 1854 σε διευκρινιστική κυβερνητική εγκύκλιο προς τους δασκάλους.
Σε αυτή, καταδικάζεται μεν ο ξυλοδαρμός ως βάρβαρη μέθοδος, προτείνονται όμως άλλα μέσα συνετισμού όπως ασιτία και… φυλάκιση: «Παραδείγματα πρόσφατα, καίτοι κατ’ ευτυχίαν σπάνια, έπεισαν ημάς ότι τινές των δημοδιδασκάλων, απ’ εναντίας ρητής περί τούτου διατάξεως του Οδηγού απ’ εναντίας επανειλημμένων υπομνήσεων του υπουργείου, απ’ εναντίας του ορθού λόγου και του παραδείγματος των μάλλον πεπολιτισμένων εθνών μεταχειρίζονται προς σωφρονισμόν των υπό την διεύθυνσιν αυτών μαθητευόντων παίδων παρεκτός των υπό του νόμου επιτετραμμένων σωφρονιστικών μέσων, και το των ραβδισμών και μαστιγώσεων, παρεκτρεπόμενοι ενίοτε επί τοσούτον, ώστε τα ίχνη της απανθρώπου αυτών καταφοράς να μένωσιν ανεξίτηλα επί του σώματος των αθώων τούτων πλασμάτων, τα οποία η κοινωνία ενεπιστεύθει εις αυτούς όχι βέβαια ίνα τα απολάβη ηκρωτηριασμένα και μεμωλωπισμένα. Της ανοικείου ταύτης ουχί εις Ελληνα, αλλά και εις βαρβάρους έξεως αποτρέποντες διά τελευταίαν φοράν υμάς, σας παραγγέλλομεν με τον εντονώτερον τρόπον, ν’ απέχητε πάσης είτε διά ράβδου είτε και διά της χειρός πληγής, αρκούμενοι εις όσα προεπέτρεπεν ο νόμος, οίον την γονυκλισίαν, πολύωρον ανάγνωσιν, την διά προσηρτημένου μαυροπίνακος έκθεσιν, την ασιτίαν ή την ολιγοσιτίαν, την φυλάκισιν, παν άλλο παρά την κτηνώδη διά της χειρός προσβολήν».
Ο Ιωάννης Κονδυλάκης στο έργο του «Οταν ήμουν δάσκαλος» παρουσιάζει με γλαφυρότητα τις επικρατούσες συνθήκες στα σχολεία της Κρήτης στα τέλη του 19ου αιώνα: «Από την πρώτην τάξιν, ήτις ήτο εις το ισόγειον, ήρχοντο ενίοτε πλαταγιασμοί ραπισμάτων, ομού με τας αγρίας κραυγάς του διδασκάλου κούτσουρα, παλιόπαιδα, κτήνη».
Από την έντυπη έκδοση
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr