Ο καπετάνιος είναι τυχερός, αφού μπαίνει από τους πρώτους στο σαράι του Μαχμούτ μπέη και παίρνει τα χρυσαφικά του και, όταν ο μικρός Παναγιώτης χάνει, σε ηλικία μόλις πέντε μηνών, τον πατέρα του, βρίσκεται με τεράστια περιουσία (σκοτώνεται κυνηγώντας τη συμμορία των Κατζαδιού-Γυφτογιαννάκη).
Τελειώνει με «άριστα» την Ιατρική Σχολή στην Αθήνα, κερδίζει τον «Μαυροκορδάκειο διαγωνισμό» και συνεχίζει τις σπουδές του στο Παρίσι. Οταν τη γαλλική πρωτεύουσα πλήττει μεγάλη επιδημία χολέρας, ξεχωρίζει για την αλτρουιστική του δράση, με αποτέλεσμα τη βράβευσή του από τη γαλλική κυβέρνηση.
Το πάθος για την πατρίδα τον κάνει να επιστρέψει σ’ αυτή όπου εργάζεται ως γιατρός στη Στεμνίτσα, αλλά δεν μένει πάνω από ένα χρόνο.
Χωρίς καμία βοήθεια από το ελληνικό κράτος και με ανύπαρκτα μέσα μεταφοράς ξεκινά για τη μεγάλη περιπέτεια από τη Βυτίνα, στις 12 Νοεμβρίου 1867, σε ηλικία 29 ετών: Αθήνα, Αλεξανδρέττα, Λαοδικεία, Τρίπολη, Χαλέπι, Μοσούλη, Βαγδάτη, Τεχεράνη, Ινδικός Καύκασος, έρημος Γκόμπι, Βόρεια Κίνα, Μογγολία, Ανατολική Σιβηρία, Αγία Πετρούπολη, Οδησσός, Κωνσταντινούπολη και πάλι Αθήνα. Στο πρώτο του αυτό ριψοκίνδυνο εγχείρημα αρχικά ακολουθεί την πορεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου αναζητώντας το αποτύπωμα που έχει αφήσει ο Μακεδόνας στρατηλάτης στους λαούς της περιοχής.
Πράγματι, η ελληνική του καταγωγή τον βοηθά στα δυσπρόσιτα αυτά μέρη, ανοίγοντάς του πόρτες είτε στο πιο φτωχικό σπίτι είτε στα παλάτια της εξουσίας. Ο ίδιος αναφέρει πως οι ντόπιοι θυμούνται ακόμα τον Μ. Αλέξανδρο και θεωρούν την Ελλάδα μυθική χώρα που βούλιαξε στη θάλασσα, ενώ με τον ίδιο σεβασμό αντιμετωπίζεται κι από τους βασιλιάδες. Με τα πόδια, με καμήλες και άλογα διασχίζει την Ασία, με τη μια εμπειρία να διαδέχεται την άλλη. Αλλοτε ληστεύεται και φυλακίζεται και άλλοτε δέχεται μεγάλες τιμές και πλούσια δώρα από τους τοπικούς φύλαρχους. Τον ίδιο φαίνεται να τον απασχολεί μόνο η καταγραφή και η έρευνα.
Στο δεύτερο ταξίδι ξεκινά από το Σουέζ, φτάνει στην Περσία, στις ΒΔ. Ινδίες και το Αφγανιστάν -όπου τερματίζει με το κύρος του τον εκεί εμφύλιο- για να επιστρέψει στην Αίγυπτο. Ακολουθεί η τρίτη του ερευνητική αποστολή, στα βάθη της ανεξερεύνητης Αφρικής. Ολο το διάστημα των πολυετών περιηγήσεών του κρατά σημειώσεις, κάνει αστρολογικές και γεωγραφικές έρευνες, βυθομετρήσεις και θερμομετρικές παρατηρήσεις, μαζεύει νομίσματα, μέταλλα, σπόρους, περίεργα σκεύη, όπλα και ανθρωπολογικά αντικείμενα, πολλά εκ των οποίων στέλνει σε πανεπιστήμια της Ελλάδας και του εξωτερικού, ενώ παράλληλα βιοπορίζεται με το ιατρικό επάγγελμα.
Οι εξερευνήσεις του γίνονται γνωστές σε ξένους πανεπιστημιακούς κύκλους, αλλά οι αντιαποικιοκρατικές απόψεις τον καθιστούν ανεπιθύμητο σε πολλές χώρες, όπου απορρίπτουν τη μεθοδολογία του ως αντιεπιστημονική.
Επιστρέφει στην ελληνική πραγματικότητα μετά από δεκαέξι χρόνια και οκτώ μήνες, το 1883. Αυτός, που στα απομακρυσμένα μέρη του κόσμου γίνεται δεκτός με τιμές ως Ελληνας, στη χώρα του περνά απαρατήρητος. Αναζητά, μάταια, τις μελέτες που στέλνει όλα αυτά τα χρόνια στις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες. Μετά από πολλές συναντήσεις με «αρμόδιους», βουλευτές, υπουργούς, τον βασιλιά Γεώργιο και τον πρωθυπουργό Τρικούπη ανακαλύπτει ότι οι περισσότερες πολύχρονες αναφορές στην καλύτερη περίπτωση απλά δεν έχουν διαβαστεί ποτέ και στη χειρότερη έχουν χαθεί ή πεταχτεί… Η οικονομική του θέση χειροτερεύει όταν του αρνούνται τη θέση του εφόρου στην Εθνική Βιβλιοθήκη.
Με όσες σημειώσεις δεν έχουν πεταχτεί και αξιοποιώντας ένα πόνημα που βρίσκεται παραπεταμένο στα αρχεία της πρυτανείας εκδίδεται το 1883 από το Πανεπιστήμιο Αθηνών ο πρώτος τόμος, 700 σελίδων, των περιηγήσεών του. Ονομάζεται «Περίληψις Περιηγήσεων» και αποτελείται από τέσσερα μέρη. Στα δύο πρώτα παρουσιάζονται τα γεγονότα από την αναχώρηση μέχρι και την επιστροφή του, στο τρίτο οι μέθοδοι χρονολόγησης που χρησιμοποίησε και στο τέταρτο καταγράφει μετεωρολογικά και άλλα φυσικά φαινόμενα που παρατηρεί στα ταξίδια του. Στην Ελλάδα το μνημειώδες αυτό έργο περνά απαρατήρητο, αλλά όταν κυκλοφορεί στη γαλλική γλώσσα, δύο χρόνια μετά, αποθεώνεται.
Ο δεύτερος τόμος που, κατά τον ίδιο, «θέλει περιγράψει ήθη, έθιµα, θρησκείαν, πολίτευµα και Ιστορίαν εκάστου έθνους, δι’ ων διήλθον, και περί εκάστου ων ήκουσα», δεν εκδίδεται ποτέ. Ο ίδιος αποσύρεται απογοητευμένος στην Κέρκυρα και πεθαίνει πάμφτωχος το 1903. Οι συγγενείς που επισκέπτονται το φτωχόσπιτό του όταν ανακαλύπτουν ότι δεν έχει κρυμμένο θησαυρό -ο ίδιος ήταν εξαιρετικά ολιγαρκής- από τον θυμό τους σχίζουν τα πολύτιμα συγγράμματά του που αποτελούσαν το υλικό των επόμενων τόμων…
Ως επίλογο ας αφήσουμε το λιτό επίγραμμα σε τιμητική εκδήλωση γι’ αυτόν από τη Γεωγραφική Εταιρία της Γαλλίας και τον βασιλιά του Βελγίου Λεοπόλδο Β’, πρόεδρο τότε της Παγκόσμιας Γεωγραφικής Εταιρίας: «Εις Ελλην».
Από την αφάνεια στη μυθοπλασία για τις περιηγήσεις
Παρότι στη διάρκεια της περιπετειώδους ζωής του ο Παναγιώτης Ποταγός είναι άγνωστος στη νεοελληνική πραγματικότητα, μετά τον θάνατό του γράφονται γι’ αυτόν διάφορες μυθοπλασίες. Οι φήμες αναφέρουν ότι στις περιηγήσεις του στα εξωτικά και άγνωστα μέρη οι βασιλιάδες που τον γνώρισαν του χάρισαν αμύθητα πλούτη.
Για πολλά χρόνια η λέξη περιηγητής ταυτίζεται με το όνομα Ποταγός, ενώ οι «πληροφορίες» αναφέρουν ότι έχει φέρει μαζί του πολλά διαμάντια από τα λατομεία του Κανταχάρ στο Αφγανιστάν, που κάποιοι μάλιστα αναζητούν. Δημοσίευμα σε εφημερίδα του 1903 αναφέρει, χιουμοριστικά, ότι θα έπρεπε μετά από τόσα διαμάντια που του χάρισαν μαχαραγιάδες και ηγέτες της Ανατολής να τα πουλάει με την… οκά. Κάποιοι του προσδίδουν ταξίδια που δεν έχει κάνει, όπως αυτό της ανακάλυψης του Βόρειου Πόλου…
Αλλες φορές οι περιηγήσεις του δίνουν «τροφή» σε λαϊκά μυθιστορήματα όπως «Τα ταξίδια του Ποταγού. Συνάντησις του ενδόξου Ελληνος περιηγητού με τον λέοντα της Μεσοποταμίας». Σε αυτό, ο Ποταγός, μια μέρα που έχει διανύσει 450 χιλιόμετρα, αντιμετωπίζει ένα επιθετικό λιοντάρι. Ο ερευνητής καταφέρνει να το ηρεμήσει όταν βγάζει ένα αγκάθι από το πόδι του και τότε ο αιμοβόρος λέων μετατρέπεται σε τρυφερό γατί που γλείφει με ικανοποίηση τα χέρια του Ποταγού…
Ομως, ο ουσιαστικός και διαχρονικός επικήδειος λόγος είναι το άρθρο του λογοτέχνη και ζωγράφου Φώτη Κόντογλου: «Και τον Ποταγό, όπως κάθε άνθρωπο που δεν κολακεύει και δεν γλείφει, τον περιποιηθήκανε οι πατριώτες του, όπως του ‘πρεπε και πέθανε άγνωστος και παραπεταμένος στις Νύμφες της Κέρκυρας. Αμα τους βάλουνε τους φημισμένους τους κάτω στη γη, τότε τους κάνουνε φιέστες και δοξάρια. Γι’ αυτό απορώ πώς δεν έγινε ακόμα καμιά επιτροπή διά την φιλοτέχνηση του ανδριάντος του ένδοξου τέκνου της Ελλάδος Παναγιώτου Ποταγού».
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής