Βέβαια, η πολιτική αυτή των Νεοτούρκων είχε κύριο αποδέκτη τον ελληνικό πληθυσμό, διότι οι Ελληνες είχαν αποκτήσει κάποια δύναμη μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία λόγω της πνευματικής τους υπεροχής και της βαθιάς ριζωμένης εθνικής συνείδησης.
Η συμπεριφορά αυτή των Νεοτούρκων δεν είχε αφήσει αδιάφορους τους Ελληνες, οι οποίοι από το 1910 είχαν αρχίσει να αντιμετωπίζουν τον νέο κίνδυνο, οργανώνοντας και εξοπλίζοντας τις Ενοπλες Δυνάμεις με τις άλλες βαλκανικές χώρες, όπου επικρατούσε πνεύμα συνεργασίας και αμοιβαίας συνεννόησης.
Μέσα σε αυτό το πνεύμα της αμοιβαίας συνεννόησης άρχισαν οι προσεγγίσεις των βαλκανικών χωρών για συγκρότηση κάποιας συμμαχίας εναντίον των Τούρκων. Ετσι, οι προσπάθειες συνάντησαν την αντίδραση της Βουλγαρίας λόγω του ότι η Ελλάδα έθεσε το θέμα της άρσης του σχήματος που είχε δημιουργηθεί με την ίδρυση της βουλγαρικής εξαρχίας το 1870. Αντίθετα, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Βουλγαρίας και Σερβίας βρίσκονταν σε καλό δρόμο, ενώ το Μαυροβούνιο είχε δηλώσει ότι θα μετείχε σε οποιαδήποτε συμμαχία εναντίον της Τουρκίας.
Ετσι, στις 29 Φεβρουαρίου του 1912 υπεγράφη μυστική συμμαχία μεταξύ Σερβίας και Βουλγαρίας, που προέβλεπε την αμοιβαία στρατιωτική συνδρομή για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακε-ραιότητας των δύο χωρών. Βέβαια, η συνθήκη αυτή με-ταξύ Σερβίας και Βουλγαρίας αντιμετώπιζε και το ενδε-χόμενο της στρατιωτικής επεμβάσεως κατά της Τουρκί-ας και το θέμα της διανομής των εδαφών.
Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι, εκτός των άλλων, οι ελληνοβουλγαρικές διαπραγματεύσεις συναντούσαν δυσκολίες και λόγω των βουλγαρικών διεκδικήσεων στη Μακεδονία και τη Θράκη. Παρά ταύτα, η Ελλάδα, δια-βλέποντας τον κίνδυνο της μη συμμετοχής σε μία συμ-μαχία με τις άλλες βαλκανικές χώρες, υπέγραψε στις 16 Μαΐου 1912 αμυντική συνθήκη συμμαχίας τριετούς διάρκειας, χωρίς να ρυθμίζεται με αυτήν το θέμα διανο-μής εδαφών. Ομως, ο Ελευθέριος Βενιζέλος και μετά την υπογραφή της ανωτέρω συμβάσεως ανησυχούσε πάρα πολύ, διότι είχε πληροφορηθεί τη μυστική συμ-φωνία μεταξύ Βουλγαρίας και Σερβίας. Και τούτο διότι σε περίπτωση πολέμου, χωρίς τη συμμετοχή της Ελλά-δας, θα χάνονταν οριστικά τα ελληνικά εδάφη σε Μακε-δονία και Θράκη και η Ελλάδα θα παρέμενε στα όρια του 1881.
Εδώ είναι ανάγκη να διευκρινίσουμε ότι μολονότι η Ελλάδα δεν είχε υπογράψει καμία συμφωνία με τη Σερ-βία και το Μαυροβούνιο, εντούτοις στις αρχές του 1912 όλοι οι χριστιανικοί λαοί της Βαλκανικής βρέθηκαν ενω-μένοι κατά του κοινού εχθρού.
Πρέπει εδώ να επισημάνουμε ότι από τον Σεπτέμ-βριο μήνα του 1912 επικρατούσε μεγάλος αναβρασμός σε ολόκληρη την Τουρκία. Ειδικότερα, στην Κωνσταντι-νούπολη καθημερινά γίνονταν φιλοπόλεμες διαδηλώσεις και ταραχές. Επίσης, υπό το πρόσχημα ασκήσεων στρα-τιωτικές μονάδες μεταφέρονταν στη Θράκη και τη Μα-κεδονία, ενώ παράλληλα καλούνταν έφεδροι υπό τα όπλα. Το ποτήρι όμως ξεχείλισε μετά τη σφαγή των Σλάβων από τους Τούρκους τον Ιούλιο του 1912. Μετά το γεγονός αυτό η Ελλάδα, η Σερβία και η Βουλγαρία βρήκαν την κατάλληλη ευκαιρία και την 30ή Σεπτεμβρί-ου του 1912 επέδωσαν στην Τουρκία ταυτόσημες δια-κοινώσεις καλώντας την να αναγνωρίσει την εθνική αυ-τονομία των μειονοτήτων και να πάρει μέτρα που θα βελτίωναν τις συνθήκες ζωής μέσα στο πλαίσιο της Ο-θωμανικής Αυτοκρατορίας. Από την πλευρά του το Μαυροβούνιο είχε κηρύξει ήδη τον πόλεμο κατά της Τουρκίας από τις 25 Σεπτεμβρίου του 1912. Στην πο-ρεία η Τουρκία απέρριψε τις διακοινώσεις της Σερβίας και της Βουλγαρίας, ενώ τήρησε διαφορετική στάση έ-ναντι της Ελλάδας. Μετά από αυτά, η Σερβία και η Βουλγαρία στις 4 Οκτωβρίου κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Για την Ελλάδα η Τουρκία τήρησε διαφο-ρετική στάση θέλοντας να την αποσπάσει από τη συμ-μαχία. Για το λόγο αυτόν οι Τούρκοι υπεσχέθησαν ότι θα παραχωρούσαν στην Ελλάδα την Κρήτη και τις περι-οχές νότια του Καλαμά Ποταμού στην Ηπειρο μέχρι τις ανατολικές πλαγιές του Ολύμπου.
Από την πλευρά της η Ελλάδα απέρριψε τη δελεα-στική πρόταση των Τούρκων και κήρυξε τον πόλεμο στις 5 Οκτωβρίου του 1912, ενώ παράλληλα εδόθη ε-ντολή στον ελληνικό στρατό της Θεσσαλίας να πραγμα-τοποιήσει επίθεση εναντίον των Τούρκων.
Με αρχιστράτηγο τον Κωνσταντίνο, ο ελληνικός στρατός άρχισε την προέλευση την πρωία της 5ης Ο-κτωβρίου 1912 από το μέτωπο της Θεσσαλίας. Αφού απώθησε με σχετική ευκολία τον εχθρό πέρα από την Ελασσόνα και τη Δεσκάτη, στις 8 Οκτωβρίου έφθασε μπροστά στο Σαραντάπορο, μία τοποθεσία από τη φύση ισχυρά και καλά οργανωμένη από τους Τούρκους. Μά-λιστα, ο οργανωτής του τουρκικού στρατού, Γερμανός στρατηγός Φον Ντε Γκαλτς πασάς, έλεγε με κομπασμό πως αν τολμούσαν οι Ελληνες να περάσουν από το Σα-ραντάπορο εκεί θα γινόταν ο τάφος τους. Ομως, ο ελ-ληνικός στρατός τόλμησε, και την πρωινή (6.30 π.μ.) της 9ης Οκτωβρίου 1912 πραγματοποιήθηκε η πρώτη μεγάλη μάχη αυτού του πολέμου. Η μάχη αυτή κράτησε δύο μέρες και οι Τούρκοι, με σοβαρές απώλειες και α-φήνοντας πίσω 1.000 αιχμαλώτους μαζί με άφθονο πο-λεμικό υλικό, εγκατέλειψαν το Σαραντάπορο διαψεύδο-ντας ταυτόχρονα και τον μεγάλο Γερμανό στρατηγό.
Μετά τη νίκη στο Σαραντάπορο, ο ελληνικός στρα-τός με ενθουσιασμό προχώρησε προς Βορράν απελευ-θερώνοντας πολλές περιοχές της Βορείου Ελλάδας. Στην πορεία του στρατού η ελληνική κυβέρνηση πλη-ροφορήθηκε ότι οι Βούλγαροι ενδιαφέρονταν για τη Θεσσαλονίκη και βιάζονταν να φθάσουν εκεί το συντο-μότερο δυνατόν. Αμέσως, λοιπόν, εστάλη διαταγή (12/10/1912) στον αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο να φθά-σει έστω και μία ώρα γρηγορότερα στη Θεσσαλονίκη, και τούτο διότι επιβαλλόταν για σπουδαίους πολιτικούς λόγους. Βέβαια, το γενικό Στρατηγείο και ο διάδοχος Κωνσταντίνος είχαν διαφορετική άποψη και εσκέπτοντο να προχωρήσουν προς το Μοναστήρι για να συντρίψουν τον μεγάλο όγκο των τουρκικών δυνάμεων και μετά να προχωρήσουν προς τη Βέροια και τη Θεσσαλονίκη. Η προέλαση αυτή άρχισε στις 13/10/1912 και αφού προ-χώρησε ο στρατός χωρίς να συναντήσει αντίδραση, έφ-θασε στην Κοζάνη όπου έτυχε μεγάλης υποδοχής από τους κατοίκους της περιοχής.
Μετά τη θριαμβευτική πορεία, ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος έστειλε από τη Σερβία τηλεγράφημα προς την κυβέρνηση όπου ανέφερε τα επιτεύγματα του ελλη-νικού στρατού και κατέληγε ως εξής: «Παρακαλώ δε υμάς, όπως ευαρεστούμενος, μη προσπαθεί-τε επηρεάζητε την Διεύθυνσιν των επιχει-ρήσεων». Η φράση αυτή του Κωνσταντίνου ήταν η φράση του κακού που θέριεψε τα επόμενα χρόνια με τον Διχασμό, ο οποίος ξεκίνησε από μία προσωπική αυ-τοδικία.
Στην προκειμένη όμως περίπτωση και οι δύο πλευ-ρές είχαν δίκιο. Από την πλευρά του ο Βενιζέλος βιαζό-ταν για τη Θεσσαλονίκη μήπως προλάβουν οι Βούλγα-ροι, ενώ και η άποψη του Κωνσταντίνου βρισκόταν στη σωστή κατεύθυνση και ήθελε να συντρίψει τον μεγάλο όγκο του τουρκικού στρατού που ευρίσκετο στην περιο-χή του Μοναστηρίου για να μην έχει στην πορεία στα νώτα του όλη αυτή τη μεγάλη τουρκική δύναμη.
Εν πάση περιπτώσει, μετά τη διαταγή του πρωθυ-πουργού Ελ. Βενιζέλου, η μεγάλη δύναμη του ελληνι-κού στρατού από τις 14 Οκτωβρίου κινήθηκε προς τη Βέροια και τη Θεσσαλονίκη.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι μόνο η V Μοιραρχία διατάχθηκε να κινηθεί προς Βορράν με στόχο να προ-χωρήσει προς το Μοναστήρι είτε προς Εδεσσα-Γιαννιτσά. Εν τω μεταξύ, τα ελληνικά στρατεύματα στις 16 Οκτωβρίου 1912 απελευθέρωσαν τη Βέροια, όπου ο ελληνικός στρατός έτυχε μεγάλης υποδοχής.
Στην πορεία, ο τουρκικός στρατός μετά την ήττα του Σαρανταπόρου συγκεντρώθηκε σε τοποθεσίες μπροστά στα Γιαννιτσά. Εκεί είχαν συγκεντρωθεί περί-που 25.000 άνδρες του τουρκικού στρατού.
Μετά τα ανωτέρω, την πρωία της 19ης Οκτωβρίου 1912, ο ελληνικός στρατός άρχισε την προέλαση προς τα Γιαννιτσά, οπότε δέχθηκε τα πρώτα πυρά των Τούρ-κων που ήταν ανεπτυγμένοι στα υψώματα της πόλης. Η μάχη στα Γιαννιτσά κράτησε δύο ημέρες με συνεχή βροχή. Βέβαια, τα σημάδια του κλονισμού των τουρκι-κών δυνάμεων άρχισαν να φαίνονται από τις πρωινές ώρες της 20ής Οκτωβρίου. Τότε διαπιστώθηκε η γενική υποχώρηση των Τούρκων. Μάλιστα, στις 12 π.μ. η ώρα, δύο Ελληνικές Μοιραρχίες μπήκαν στην πόλη, οπότε οι Τούρκοι άρχισαν να αποχωρούν από την πόλη, προσπα-θώντας να σώσουν έκαστος τη ζωή του.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου