Για να βρούμε το τελευταίο Πάσχα που, ουσιαστικά, δεν εορτάστηκε ποτέ, πρέπει να πάμε 79 χρόνια πίσω, στο 1941, το οποίο μάλιστα έπεσε στις 20 Απριλίου, μία μόλις ημέρα μετά το φετινό.
Ο Απρίλιος εκείνης της χρονιάς ξεκινά με τον χειρότερο δυνατό τρόπο για τον Ελληνισμό. Η ολομέτωπη γερμανική επίθεση της 6ης Απριλίου βρίσκει τον εξαντλημένο από τις πολύμηνες μάχες Ελληνικό Στρατό να κατανοεί ότι αυτή τη φορά ο ηρωισμός δεν αρκεί έναντι ενός πολλαπλάσιου και άρτια εξοπλισμένου αντιπάλου. Η χώρα, με τη συντριβή της εαρινής επίθεσης, βγαίνει νικήτρια του Ελληνοϊταλικού πολέμου και απορρίπτοντας το γερμανικό τελεσίγραφο έχει ήδη κάνει το χρέος της απέναντι στη Ιστορία. Ομως το δεύτερο «ΟΧΙ» μέσα σ’ ένα εξάμηνο και οι συγκλονιστικές -αλλά άνισες- μάχες σε όλα τα πολεμικά μέτωπα δεν καταφέρνουν να σταματήσουν τη γερμανική προέλαση. Είναι χαρακτηριστικό ότι απέναντι στις στρατιές του Αξονα και τον καταιγισμό των αεροπορικών βομβαρδισμών δεν αντιτάσσεται ούτε ένα αντιαρματικό ή αντιαεροπορικό όπλο.
Το ξημέρωμα της Μεγάλης Δευτέρας (14 Απριλίου) βρίσκει την Ελλάδα ακρωτηριασμένη σε Μακεδονία και Θράκη, τη Θεσσαλονίκη να έχει πέσει λίγες ημέρες πριν και τον Ελληνισμό να βιώνει, όπως ποτέ άλλοτε στη νεότερη Ιστορία του, τα πάθη της Μεγάλης Εβδομάδας. Την πανηγυρική ατμόσφαιρα του Αλβανικού έπους διαδέχεται κατήφεια και ανασφάλεια για το μέλλον, ενώ στις γεμάτες εκκλησίες κυριαρχεί βαθιά συγκίνηση. Η ελάχιστη ενημέρωση για την εξέλιξη των συγκρούσεων δίνει τη θέση της στην ανεξέλεγκτη αρνητική φημολογία, επιβαρύνοντας το ήδη άσχημο κλίμα, ενώ τη βουβή προσμονή του αναπόφευκτου, που επικρατεί σε όλη τη χώρα, ολοκληρώνει η ουσιαστική έλλειψη πολιτικής ηγεσίας.
Ο αιφνίδιος θάνατος του Ιωάννη Μεταξά τον Ιανουάριο του 1941 και η φημολογία που επακολουθεί έχει βαρύνει την πολιτική ατμόσφαιρα. Επίσημος πρωθυπουργός είναι ο πρώην διοικητής της Εθνικής Τράπεζας Αλέξανδρος Κορυζής, αλλά ουσιαστικά η εξουσία ασκείται από τον βασιλιά Γεώργιο Β’ που δείχνει ανέτοιμος για τη βαρύτητα των στιγμών, χάνοντας τη Μεγάλη Εβδομάδα μια τεράστια ευκαιρία για τον Κυπριακό Ελληνισμό. Οι Βρετανοί αποδέχονται πρόταση μεταφοράς της ελληνικής κυβέρνησης στην Κύπρο -με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα μεταπολεμικά δικαιώματα της χώρας στη μεγαλόνησο- αλλά Γεώργιος και Κορυζής αξιώνουν μερική ελληνική κυριαρχία στο νησί, οδηγώντας στην απόσυρση της πρότασης.
Ο τότε ανώτερος υπάλληλος του υπουργείου Εσωτερικών Γεώργιος Σεφέρης μεταφέρει στο ημερολόγιό του την επικρατούσα ατμόσφαιρα στην καταρρέουσα ελληνική κυβέρνηση: «Μεγάλη Τετάρτη 16 Απριλίου. Στην κυβέρνηση νεύρα… Κανένας ψύχραιμος άνθρωπος. Δεν ξέρουν καλά καλά γιατί φεύγουν και τι θα κάνουν εκεί που θα πάνε. Δεν υπάρχει κανένα σχέδιο, καμιά προετοιμασία. Ο αγέρας της Κρήτης είναι γι’ αυτούς βραχνάς. Ο υπουργός λογαριάζει πώς θα κουβαλήσει τις δεκαπέντε τόσες κασέλες του, υπηρέτριες και τα ρέστα. Για την υπηρεσία δεν φροντίζει κανείς…». Το ίδιο βαρύ κλίμα και στις γραμμές του Μετώπου. Οι νικητές αποχωρούν θριαμβευτές των μαχών αλλά νικημένοι από αυτούς με τους οποίους δεν συγκρούστηκαν. Η Μεγάλη Εβδομάδα της υποχώρησης οδηγεί σε φαινόμενα απειθαρχίας στον στρατό και για να αποφευχθούν φαινόμενα πλήρους διάλυσης, κάποιοι τιμωρούνται ακόμα και με εκτέλεση. Ο διοικητής του Β’ Σώματος Στρατού υποστράτηγος Γ. Μπάκος αναφέρει σε έγγραφό του προς το Γενικό Στρατηγείο: «Η δημιουργηθείσα κατάστασις θα επιφέρει αναποφεύκτως άδοξον διάλυσιν του στρατού ης δεν είναι άξιος. Απασα ιεραρχία Σώματος Στρατού προτείνει ως μόνην απομένουσαν λύσιν ανακωχήν μετά Γερμανών επί όρω μη εισόδω Ιταλών εις ελληνικόν έδαφος».
Το ίδιο κλίμα κατήφειας υπάρχει στους πολίτες και τίποτα δεν θυμίζει τον παλλαϊκό ενθουσιασμό του Ελληνοϊταλικού πολέμου. Ο Αλέκος Σακελλάριος καταγράφει, με πρωτοσέλιδο κείμενό του, τη θρησκευτικά και εθνικά πένθιμη εκείνη Μεγάλη Εβδομάδα: «Πόσο άλλαξαν τα πράγματα φέτος… Αντί ν’ ακούμε τη γλυκιά μελωδία της καμπάνας, ακούμε το απαίσιο κλάμα της σειρήνας που ουρλιάζει απεγνωσμένα στις ταράτσες των αθηναϊκών σπιτιών για να μας ειδοποιήση ότι ο θάνατος φτερουγίζει πάνω από τα κεφάλια μας. Οι πιστοί περιμένουν πάλι στη σειρά. Οχι όμως για να μπουν στην εκκλησία, αλλά στο καταφύγιο. Τα κορίτσια της αθηναϊκής γειτονιάς δεν είναι στους κήπους. Είναι στα νοσοκομεία σκυμμένα στοργικά πάνω από του πόνου τα λευκά κρεβάτια. Στα χέρια τους δεν κρατάνε πια βιολέτες. Γάζες κρατάνε και μπαμπάκια, ποτισμένα στο άδικο αίμα της ηρωικής ελληνικής νεότητος. Και στις γειτονιές δεν ακούγεται πια από παιδιάστικες φωνές η τετράφωνος μελαγχολία του Επιτάφιου θρήνου.
Αι γενεαί πάσαι
ύμνον την ταφή Σου
προσφέρουσι Χριστέ μου…»
Το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής, μετά από επεισοδιακό Υπουργικό Συμβούλιο, αυτοκτονεί ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κορυζής, μη αντέχοντας την τραγικότητα των στιγμών. Μέσα στην κατάνυξη της Μεγάλης Παρασκευής και την παγωμάρα του κόσμου, το μόνο που φαίνεται να κινείται στην πρωτεύουσα είναι τα καταστήματα. Το κυβερνητικό μέτρο για «άτοκα δάνεια και διμήνους προκαταβολάς» φέρνει αποτελέσματα και τα μαγαζιά έχουν τόσο κόσμο που κάποιες φορές επεμβαίνει η Αστυνομία για την επιβολή της τάξης. Βέβαια, ο κόσμος κατακλύζει τα μαγαζιά όχι μόνο για τις πασχαλινές αγορές, αλλά για προμήθειες, αφού συνειδητοποιεί τις μαύρες ημέρες που έρχονται.
Το Μεγάλο Σάββατο και την Κυριακή του Πάσχα ανεβοκατεβαίνουν κυβερνήσεις, αλλά πλέον τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει. Η γιορτή χάνει τον συμβολισμό της και η κάθοδος του Ελληνισμού στη «Μεγάλη Εβδομάδα και τη Σταύρωση της Κατοχής» θα κρατήσει τριάμισι χρόνια, μέχρι να έρθει η αναστάσιμη απελευθέρωση, όπως είχε προαναγγείλει ο συγγραφέας Παναγιώτης Παπαδόπουλος, με ποίημά του που δημοσιεύτηκε στις 18 Απριλίου 1941:
«Χριστός Ανέστη, Ελληνες! Παιδιά, αδέλφια, μάνες
κι όλοι της γης οι άνθρωποι οι λεύτεροι το ξέρουν
πως θα χτυπήσουν γρήγορα ένα πρωί οι καμπάνες
που μια καινούργια Ανάσταση παντοτινή θα φέρουν».
«Ο αμνός σπάνιος, τα αυγά τα κόκκινα λιγοστά…»
Οι εφημερίδες την ημέρα του τραγικού αυτού Πάσχα της 20ής Απριλίου 1941 επιχειρούν, χωρίς αποτέλεσμα, να τονίσουν το πανηγυρικό κλίμα της ημέρας. Η συνεχιζόμενη οπισθοχώρηση του Ελληνικού Στρατού προετοιμάζει τους πάντες για την κατάληψη της Αθήνας και η φρικτή αυτή βεβαιότητα παρουσιάζεται ανάγλυφα στο πασχαλινό πρωτοσέλιδο άρθρο της εφημερίδας «Ασύρματος», με τίτλο «Και όμως θα εορτάσωμεν», που υπογράφει ο δημοσιογράφος-λογοτέχνης Αλέκος Λιδωρίκης: «Μια γραμμή αίματος μας χωρίζει εφέτος από το Πάσχα της χαράς. Η οικογένεια σήμερον, δεν θα πανηγυρίση όπως άλλοτε γύρω από το λευκόν και καλοστολισμένον τραπέζι του σπιτιού, την εορτήν της Αναστάσεως. Ο αμνός του Πάσχα είναι σπάνιος, τα αυγά τα κόκκινα είναι λιγοστά, δεν διακοσμούνται οι λαμπάδες από γιρλάντες χαρωπές, η ολονυχτία του Σαββάτου εις το γαλήνιον ύπαιθρον εφέτος δεν εψάλη. Ο ασπασμός δεν αντηλλάγη, ούτε οι οφθαλμοί μας υγράνθησαν από το δάκρυ της χαράς, διότι επάνω εις την εξέδραν δεν επροχώρησαν ιερείς διά να ψάλουν με συγκίνησιν τον ύμνον του Θεανθρώπου, τον θρίαμβον της πίστεως, το τρισευλογημένον “Χριστός Ανέστη εκ νεκρών”…
Αντί λαμπάδων φωτίζουν τον ορίζοντα αι αστραπαί των τηλεβόλων και αι εκρήξεις των βομβών. Αντί κωδώνων χαρμόσυνων βρυχώνται αι σειρήνες. Αντί αμνών σφάζονται οι άνθρωποι. Και τα αυγά του Πάσχα: κατέρυθρα τα βάφει το αίμα, το αίμα που χύνεται εκεί επάνω. Ας όψωνται λοιπόν! {…} Ας όψωνται αυτοί που επρόδωσαν το φως της Ηθικής και της Αγάπης. Αυτοί που κατεδίκασαν τον άνθρωπον να λησμονήση τον Θεόν του -τα ευγενέστερα του ανθρώπου συναισθήματα- διά να κυλιστεί μέσα στους βούρκους της ανθρωποκτονίας. Ας όψωνται εκείνοι. Το Πάσχα το εφετινόν θα το διαφυλάξωμεν και ημείς και αι επερχόμεναι γενεαί, ως ένα Πάσχα εθνικόν, Πάσχα αλησμόνητον, μεγάλην ημερομηνίαν του Γένους».
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής