Μάλιστα, ο βασιλιάς συγκάλεσε και το Συμβούλιο του Στέμματος την 16 Ιανουαρίου 1910, για να συζητήσουν τις προτάσεις Βενιζέλου και ειδικότερα εάν πρέπει να συγκληθεί Αναθεωρητική ή Συντακτική Βουλή. Βέβαια, συζήτησαν και άλλα θέματα, όπως τη διάλυση του Στρατιωτικού Συνδέσμου, την αλλαγή κυβερνήσεως κ.ά. Στο Συμβούλιο αυτό του Στέμματος μετείχαν οι Γ. Θεοτόκης, Δ. Ράλλης, Κυρ. Μαυρομιχάλης, Στέφανος Δραγούμης, Αλέξανδρος Ζαΐμης και με την ιδιότητα του Προέδρου της Βουλής ο Αλέξανδρος Ρώμας. Βέβαια, στο Συμβούλιο του Στέμματος ο βασιλιάς άκουσε όλους τους συμμετέχοντες, χωρίς ο ίδιος να εκφράσει τις απόψεις του. Τελικά, η σύσκεψη τελείωσε χωρίς να ληφθούν οριστικές αποφάσεις. Ομως διεφάνη ότι οι εκπρόσωποι των κομμάτων συμφώνησαν πάνω στους εξής τρεις άξονες: 1) Να συγκληθεί η Βουλή που θα ήταν εξουσιοδοτημένη να μεθοδεύσει την αναθεώρηση των μη θεμελιωδών άρθρων του Συντάγματος, 2) Να αντικατασταθεί αμέσως η κυβέρνηση Κυριακούλη Μαυρομιχάλη από νέα υπό την ηγεσία του Στέφανου Δραγούμη και 3) Να διαλυθεί ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος μετά την ψήφιση της πρότασης για αναθεώρηση του Συντάγματος.
Πρέπει εδώ να επισημάνουμε ότι οι ανωτέρω προτάσεις που διατύπωσαν οι εκπρόσωποι των κομμάτων και οι οποίες απηχούσαν τις απόψεις του βασιλιά ήσαν προτάσεις του Ελευθερίου Βενιζέλου. Ετσι, ο κρητικός πολιτικός, πλήρως ικανοποιημένος, στις 22 Ιανουαρίου επέστρεψε στη μεγαλόνησο Κρήτη.
Μετά τις ανωτέρω εξελίξεις, ο βασιλιάς προχώρησε στην υλοποίηση των αποφάσεων, στις οποίες σχεδόν είχαν συμφωνήσει οι ηγέτες όλων των κομμάτων. Ετσι, στις 18 Ιανουαρίου του 1910 ορκίσθηκε η νέα κυβέρνηση υπό του Στέφανου Δραγούμη. Η κυβέρνηση Στέφανου Δραγούμη είχε την ακόλουθη σύνθεση: Στέφανος Δραγούμης – πρωθυπουργός και υπουργός Οικονομικών και Εσωτερικών, Νικόλαος Ζορμπάς – υπουργός Στρατιωτικών, Ανδρέας Μιαούλης – υπουργός Ναυτικών, Δημήτριος Καλλέργης – υπουργός Εξωτερικών, Ανδρέας Παναγιωτόπουλος – υπουργός Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαίδευσης, Γεώργιος Φικιώρης – υπουργός Δικαιοσύνης.
Μετά την ορκωμοσία της η νέα υπό τον Στέφανο Δραγούμη κυβέρνηση εμφανίστηκε στη Βουλή, όπου ο πρωθυπουργός διάβασε τις προγραμματικές δηλώσεις ενώπιον του σώματος και τόνισε ότι βασική αποστολή της κυβερνήσεως δεν ήταν άλλη από τη σύγκληση της Αναθεωρητικής Βουλής. Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι την παραμονή της παρουσίασης των προγραμματικών θέσεων της κυβερνήσεως εξελέγη σχεδόν παμψηφεί Πρόεδρος της Βουλής ο Νικόλαος Τσαμαδός. Ετσι, απεδείχθη η πρόθεση των κομμάτων να τηρήσουν τις συμφωνίες της 16ης και 17ης Ιανουαρίου 1910.
Στην πορεία άρχισε η διαδικασία για την αναθεώρηση των μη θεμελιωδών διατάξεων του Συντάγματος του 1864. Την προπαρασκευαστική αυτή εργασία ανέλαβε ο Νικόλαος Σαρίπολος, ο οποίος τότε ήταν γενικός γραμματέας του υπουργείου Δικαιοσύνης. Μάλιστα, ο Ν. Σαρίπολος κατάφερε μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα να ολοκληρώσει την αποστολή του με συνέπεια, ώστε τη 12η Φεβρουαρίου η κυβέρνηση να δώσει στους βουλευτές την πρώτη εισήγηση της Επιτροπής.
Στη συνέχεια, το κυβερνητικό αυτό προσχέδιο μελετήθηκε από ειδικά εξουσιοδοτημένες επιτροπές των πολιτικών κομμάτων και με βάση αυτό διαμορφώθηκε μία νέα δέσμη προτάσεων, την οποία προώθησε στη Βουλή ο κοινός τους εκπρόσωπος Δημήτριος Βακαλόπουλος.
Στη συνέχεια, στις 17 Μαρτίου 1910, ο βασιλιάς Γεώργιος Α’, στο πλαίσιο μιας ειδικής συνεδρίασης του Κοινοβουλίου, ανακοίνωσε με διάγγελμά του, το οποίο ουσιαστικά επικύρωνε το σχετικό ψήφισμα της Βουλής και προανήγγειλε τη σύγκληση της Αναθεωρητικής Βουλής. Στο διάγγελμά του αυτό μεταξύ άλλων τόνισε και τα εξής: «Ευτυχής λογίζομαι ότι και της Βουλής η γνώμη σχεδόν εν παμψηφία συμφώνος εξεδηλώθη, ψηφισάσης την 18η Φεβρουαρίου την υποβληθείσαν αυτή πρότασιν αναθεωρήσεως των μη θεμελιωδών διατάξεων του Συντάγματος. Το ψήφισμα όμως τούτο υπόσχομαι ότι εγκαίρως θέλει εκτελεσθεί, συγκαλουμένης δια Βασιλικού Διατάγματος τη πρόταση των υπευθύνων Συμβούλων μου κατά το άρθρον 107 του Συντάγματος Αναθεωρητικής Βουλής, ήτις θέλει αποφασίσει επί των αναθεωρητέων διατάξεων».
Το ματωμένο «βασίλειο» των Ασαντ: Μισός αιώνας σκληρής δικτατορίας στη Συρία
Πρέπει εδώ να τονίσουμε ότι η πανηγυρική αυτή επικύρωση της αποφάσεως για τη σύγκληση Αναθεωρητικής Βουλής προώθησε με ευρηματικό τρόπο τη μετάβαση από την επαναστατική εκτροπή του 1909 στην καθιέρωση της δημοκρατικής νομιμότητας και των κοινοβουλευτικών θεσμών στη δημόσια ζωή του ελληνικού κράτους.
Τρεις ημέρες μετά το διάγγελμα του βασιλέως στη Βουλή, και συγκεκριμένα την 20 Μαρτίου 1910, ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος ανακοίνωσε τη διάλυσή του.
Μετά τη δήλωση του Στρατιωτικού Συνδέσμου είναι ανάγκη να επισημάνουμε το έργο που προσέφερε η κυβέρνηση του Στέφανου Δραγούμη στο λίγο χρονικό διάστημα που βρέθηκε στην εξουσία. Εκτός από τα γενικότερα προβλήματα, πρόταση για αναθεώρηση του Συντάγματος, διάλυση του Στρατιωτικού Συνδέσμου κ.ά. κατάφερε σημαντικά πράγματα στον τομέα της νομοθετικής πρωτοβουλίας. Ετσι ολοκλήρωσε πρωτοβουλίες που είχε δρομολογήσει ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος και εξυγίανε σε σημαντικό βαθμό διάφορα νομισματικά θέματα, τα οποία εκκρεμούσαν από πολλά χρόνια. Τέλος, προώθησαν με ταχείς ρυθμούς το πρόγραμμα που είχε εκπονήσει η κυβέρνηση Κυριακούλη Μαυρομιχάλη σχετικά με την εκπαίδευση των Ενόπλων Δυνάμεων και του εξοπλισμού.
Το σημαντικότερο, όμως, έργο της κυβερνήσεως του Στέφανου Δραγούμη ήταν ότι προετοίμασε και διεξήγαγε τις εκλογές της 8ης Αυγούστου με μεγάλη επιτυχία. Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι στις εκλογές αυτές εδόθη η δυνατότητα να εκφρασθούν όλες οι ιδεολογικές τάσεις του λαού. Ετσι, εκτός από τα παλαιά κόμματα, παρουσιάσθησαν νέοι σχηματισμοί και ανεξάρτητοι υποψήφιοι, ο αριθμός των οποίων υπερέβαινε τους 1.000.
Είναι ανάγκη εδώ να επισημάνουμε ότι οι περισσότεροι από τους ανεξάρτητους υποψηφίους βουλευτές είχαν προσχωρήσει στο κλίμα της ανανέωσης και της ανασυγκρότησης και προσανατολίζονταν αυθόρμητα προς την παρουσία και το ρόλο του Ελευθερίου Βενιζέλου, αναζητώντας σε εκείνον τον ιθύνοντα νου των παλαιικών προσδοκιών για ριζοσπαστική μεταρρύθμιση του πολιτικού συστήματος της χώρας.
Βέβαια, οι περισσότεροι από τους νέους πολιτικούς ήλπιζαν ότι αργά ή γρήγορα ο Ελευθέριος Βενιζέλος θα αναμειγνυόταν στην πολιτική ζωή του τόπου και ήθελαν να βοηθήσουν για την ανανέωση της πολιτικής του τόπου μας. Σε αυτή την τάση των νέων πολιτικών βοήθησε και η υπόδειξη του Ελ. Βενιζέλου ως υποψηφίου βουλευτή στο Νομό Αττικοβοιωτίας, παρότι ο ίδιος την περίοδο εκείνη απουσίαζε στο εξωτερικό. Ετσι, στον πολιτικό ορίζοντα εμφανίστηκε μια ριζοσπαστική ανανεωτική τάση, την οποία εξέφραζε μία μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού. Σε αυτή την αισιόδοξη δυναμική του ριζοσπαστισμού και της ανανέωσης, ο παλαιός πολιτικός κόσμος δεν είχε να αντιτάξει μια πειστική εναλλακτική πρόταση και έτσι συσπειρώθηκε για να περισώσει ό,τι μπορούσε από την επερχόμενη θύελλα του νέου και πολλά υποσχόμενου νέου ηγέτη του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Ετσι, με πρωτοβουλία του Δ. Ράλλη και παρά τους ενδοιασμούς του Γ. Θεοτόκη, τα δύο μεγαλύτερα κόμματα συμφώνησαν να κατέβουν με κοινό ψηφοδέλτιο. Αντίθετα, ο Κ. Μαυρομιχάλης διατήρησε την αυτοτέλειά του και κατέβασε αυτοδύναμους συνδυασμούς. Βέβαια, αυτή η αντίθεση ανάμεσα στο παλαιό και το νέο έλαβε μεγαλύτερες διαστάσεις στο ψηφοδέλτιο της Αττικοβοιωτίας, που τα ενωμένα κόμματα έβαλαν ως υποψηφίους τους σημαντικότερους πολιτικούς αντιπάλους του Βενιζέλου από την Κρήτη, όπως τον Μ. Κουνδούρο, τον Χ. Πολυγεώργη, τον Α. Μιχελιδάκη κ.ά.
Πρέπει επίσης να τονίσουμε ότι οι εκλογές αυτές ανέδειξαν διπλάσιο αριθμό βουλευτών και η Βουλή έφερε την ονομασία Α’ Αναθεωρητική Βουλή. Πρώτο κόμμα ήλθε ο Συνασπισμός κομμάτων, ο οποίος εξέλεξε 210 βουλευτές από το σύνολο των 362 που ήσαν οι έδρες σε ολόκληρη τη χώρα. Εξ αυτών οι 94 ανήκαν στο κόμμα του Γ. Θεοτόκη, οι 64 στο κόμμα του Δ. Ράλλη, οι 93 στο κόμμα του Αλ. Ζαΐμη και οι 39 ήσαν ανεξάρτητοι. Από τα άλλα κόμματα οι Αγροτικοί Θεσσαλίας εξέλεξαν 46 βουλευτές, οι Λαϊκοί 45, το κόμμα του Κυρ. Μαυρομιχάλη εξέλεξε 34, το κόμμα του Δημητρακόπουλου εξέλεξε 21, οι Σοσιαλιστές εξέλεξαν 4 και οι Κοινωνιολόγοι 2.
Βέβαια, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, παρά τα διάφορα εμπόδια και την απουσία του, εξασφάλισε την πρώτη θέση στο Νομό Αττικοβοιωτίας με 32.765 ψήφους επί συνόλου 38.800 ψήφων. Πρέπει εδώ να τονίσουμε ότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος ξεπέρασε και τον πρωθυπουργό Στέφανο Δραγούμη και τον Δημήτριο Ράλλη, ο οποίος πολιτευόταν στην ίδια περιοχή.