Σε αυτά, απεικονίζονται συντελεστές της Επανάστασης, όπως στους ρηγάδες οι Αλέξανδρος Υψηλάντης, Οδυσσέας Ανδρούτσος, Γεωργάκης Ολύμπιος και Γεώργιος Καντακουζηνός, ενώ στις ντάμες η Μπουμπουλίνα, η Ελένη Τοπάλη και η πριγκίπισσα Μουρούζη. Στο ευρωπαϊκό κλίμα φιλελληνισμού της εποχής, εντάσσεται και η δεύτερη, περισσότερο γνωστή, έκδοση, πάλι με ήρωες της Επανάστασης, που τυπώνεται το 1829 στην τότε Αυστροουγγαρία.
Παρότι δεν υπάρχουν αρκετές αναφορές για το πότε πρωτοεμφανίζεται η χαρτοπαιξία στο νεοελληνικό κράτος, είναι βέβαιο ότι οι πρώτες τράπουλες φτάνουν από τα Ιόνια νησιά και είναι, αποκλειστικά, σε ιταλική γραφή και σχεδίαση. Το 1836 εμφανίζονται ελληνικά τραπουλόχαρτα -τυπωμένα στην Ευρώπη- εικονογραφημένα με πρόσωπα της ελληνικής Ιστορίας και μυθολογίας, διακοσμημένα με αρχαία ρητά, όπως π.χ. του Διογένη: «Πλούτος, τύχης έμετος» και αντίστοιχη σχεδίαση (π.χ. το δύο κούπα συμπληρώνουν δύο αρχαία βάζα, το τρία σπαθί τρία σταυρωτά σπαθιά κ.λπ.).
Στον εξελληνισμό των τραπουλόχαρτων συντελούν οι λόγιοι δίνοντάς τους αρχαϊκά ονόματα, όπως: αρτιά-παικτόχαρτα, μπαστούνια-λόγχας, σπαθιά-πλίνθοι, κούπες-κώπας. Οπως διαβάζουμε σε εφημερίδα της εποχής, οι πρώτες τράπουλες, τυπωμένες αποκλειστικά στην Ελλάδα, φτάνουν το 1851 από τη Σύρο: «Ο Γιαννούτσος και ο Σαμψωνίδης κατασκευασταί παιγνιοχάρτων εν Σύρω, ανεφέρθησαν προς την δημοτικήν αρχήν και το Εμπορικόν Επιμελητήριον της Ερμουπόλεως εκζητούντες την συνδρομήν αυτών και σύστασιν εις την κυβέρνησιν διά την πρόοδον της νέας βιομηχανίας των».
Η χαρτοπαιξία εξαπλώνεται ταχύτητα σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, από τα καφενεία μέχρι τα ανάκτορα, αφού οι εναλλακτικές για διασκέδαση είναι ελάχιστες. Βέβαια, το «χαρτάκι» μπορεί να μη χρειάζεται ιδιαίτερη προετοιμασία και γνώσεις, αλλά έχει ένα σημαντικό μειονέκτημα: συχνότατα, συνδυαζόμενο με χρήματα, μετατρέπεται σε πάθος. Οι νόμοι στα μέσα του 19ου αιώνα επιτρέπουν τα χαρτιά αποκλειστικά ως ψυχαγωγικό παιχνίδι, αλλά ο τζόγος θεωρείται ηθικά και ποινικά κολάσιμος, τιμωρούμενος με ποινές που ξεκινούν από αυστηρά πρόστιμα μέχρι φυλάκιση. Αυτό βέβαια δεν αποθαρρύνει τους τζογαδόρους της εποχής που κατακλύζουν τα καφενεία, μέχρι που κάποια έφοδος των χωροφυλάκων να διαλύσει τα καρέ βάζοντας λουκέτο στο κατάστημα που ξανανοίγει συντόμως λόγω… μεσολάβησης.
Προσπαθώντας να ελέγξει το αυξανόμενο κύμα τζόγου, η κυβέρνηση επιβάλλει το 1836 φόρο παιγνιόχαρτων, επιτρέποντας τη λειτουργία μόνο όσων λεσχών βρίσκονται 20 χιλιόμετρα μακριά από τις πόλεις. Αν σκεφτούμε ότι τα μεταφορικά μέσα της εποχής είναι ανύπαρκτα, καταλαβαίνουμε γιατί το μέτρο δεν περιορίζει στο ελάχιστο τον παράνομο τζόγο και καθίσταται στην πράξη ανενεργό. Το 1874 ξεκινά τη λειτουργία του το εργοστάσιο παιγνιόχαρτων του Γεράσιμου Ασπιώτη στην Κέρκυρα, το οποίο, μετά την επιβολή του κρατικού μονοπωλίου στα χαρτιά το 1883, αναλαμβάνει την αποκλειστική παραγωγή τους. Η τράπουλα αποκτά ελληνικό χρώμα αποβάλλοντας τμηματικά τις βενετσιάνικες και γαλλικές επιρροές, αλλά παράλληλα ανθεί το παραεμπόριο παράνομων αφορολόγητων χαρτιών, που κάποιες φορές μάλιστα έχουν και πονηρό περιεχόμενο…
Στις αρχές της δεκαετίας του 1880 ο τζόγος αποτελεί μια νέα πραγματικότητα για τη μικρή πρωτεύουσα, με την Καλλιρρόη Παρρέν να σημειώνει στην «Εφημερίδα των Κυριών» ότι: «…η πόλις μετεβλήθη σ’ ένα μεγάλο χαρτοπαιχτείον, που διαιρείται εις άλλα μικρότερα, επίσημα και ανεπίσημα. Ανδρες και γυναίκες πιασμένοι χέρι-χέρι κατρακυλούν εις τον κατήφορον αυτόν». Η Καλλιρρόη Παρρέν δεν έχει άδικο, γιατί εκείνη την περίοδο ανοίγουν στην πόλη αρκετές χαρτοπαιχτικές λέσχες. Γνωστότερος λεσχιάρχης είναι ο Φατούρος, που η πρώτη του επιχειρηματική προσπάθεια σε ημιυπόγειο της οδού Προαστίων (σημερινή Μπενάκη) αποτυγχάνει, γιατί γίνεται στέκι μόνο των παρανόμων της εποχής. Η δεύτερη απόπειρα στο αντικείμενο πετυχαίνει, ανοίγοντας τον δρόμο στην άνθηση των χαρτοπαιχτικών λεσχών.
Ντεγκρέτσια: Η αμηχανία ενός επώνυμου με ονομασία προέλευσης... - Η μακρά ιστορία από την αρχή
Το «χαρτάκι» έχει ξεφύγει από τις ανώδυνες βεγγέρες και τα καφενεία, με την εφημερίδα «Στοά» ν’ αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «…δεν υπολείπεται παρά να εισαχθή ο ολέθριος αυτός συρμός και στα σχολεία». Οι συνέπειες, αναμενόμενες: οικογένειες και επιχειρήσεις διαλύονται, ενώ μόνο το καλοκαίρι του 1883 αυτοκτονούν λόγω τζόγου τρεις επιφανείς Αθηναίοι (έμπορος, γιατρός και καθηγητής Θρησκευτικών). Οι κυβερνήσεις της περιόδου επιχειρούν να καταπολεμήσουν τη μάστιγα, καταφεύγοντας, δύο φορές μέσα σε μια δεκαετία (1886-1896), στο κλείσιμο των λεσχών και την πλήρη απαγόρευση της χαρτοπαιξίας.
Η καταδίωξη είναι άγρια και επιβάλλεται κατά «δικαίων και αδίκων». Οι φανερές και κρυφές λέσχες φυλάσσονται από τη Χωροφυλακή και επειδή ολόκληρο το σώμα δεν αρκεί, επιστρατεύονται ακόμα και οι εύζωνοι. Ο διαβόητος αστυνομικός διοικητής Μπαϊρακτάρης γίνεται ο φόβος και ο τρόμος των χαρτοπαικτών, ενώ τους συλληφθέντες περιμένει φυλάκιση τουλάχιστον ενός χρόνου.
Η σκληρή εφαρμογή του μέτρου κατακρίνεται από τους επαγγελματίες του χώρου που μιλούν για «…ανελεύθερον μέτρον εις ένα κράτος ελεύθερον και καταστρεπτικόν διά τους επιχειρηματίας αίτινες ενδιαφέρονται αποκλειστικώς διά την ψυχαγώγησιν των Αθηναίων». Οι εφημερίδες θέτουν και ένα άλλο ζήτημα: μπορεί να χρησιμοποιείται το ένδοξο σώμα των ευζώνων γι’ αυτές τις υποθέσεις;
Η σκληρότατη καταστολή κάνει τους εφευρετικούς τζογαδόρους να επιστρατεύουν υπόγεια, μυστικές πόρτες και φεγγίτες, ενώ μια γελοιογραφία του Θέμου Αννινου τους παρουσιάζει να μπαίνουν στη λέσχη από την… καπνοδόχο. Κάποια άλλη φορά, έξι ευυπόληπτοι Αθηναίοι, αλλά σεσημασμένοι χαρτοπαίκτες, συλλαμβάνονται φορώντας, άπαντες, γυναικεία ρούχα, προσπαθώντας να ξεφύγουν από τον ασφυκτικό έλεγχο χωροφυλάκων και ευζώνων. Κορυφαία πατέντα καταφυγής του πάθους του τζόγου είναι η θάλασσα του Φαλήρου. Εκεί, στα αγκυροβολημένα γαλλικά, ολλανδικά και αγγλικά βαπόρια, εκτονώνονται με ασφάλεια, πολλές φορές εν μέσω θαλασσοταραχής, οι κοσμικοί Αθηναίοι, αφού τα πλοία θεωρούνται «ξένο έδαφος» όπου η Αστυνομία δεν έχει δικαιοδοσία επέμβασης.
Κορυφαίο δείγμα της έξαψης των παθών που προκαλεί ο διωγμός της χαρτοπαιξίας είναι ό,τι συμβαίνει στις 31 Μαΐου 1905. Τότε, ο πρωθυπουργός της χώρας Θόδωρος Δηλιγιάννης πέφτει νεκρός από τον θυρωρό και μπράβο χαρτοπαιχτικής λέσχης, Αντώνη Γερακάρη. Ο λόγος είναι, κατά τον δολοφόνο, ότι το κλείσιμο των χαρτοπαιχτικών λεσχών στερεί το ψωμί της οικογένειάς του.
Ο ερμαφρόδιτος βαλές …
Η εκτύπωση των πρώτων ελληνικών παιγνιόχαρτων το 1883 αποτελεί σημαντικό γεγονός στην «χαρτοκρατούμενη» αθηναϊκή κοινωνία. Η ημερήσια εφημερίδα του Δημητρίου Κορομηλά «Εφημερίς» κάνει διεξοδική έρευνα περί του θέματος, αποκαλύπτει «τερατώδη» λάθη στην εικονογράφηση της νέας τράπουλας, όπως η έλλειψη μύστακος στον βαλέ, που δημιουργεί μεγάλα προβλήματα στους παίκτες αναγκάζοντάς τους να τον προσθέτουν με μολύβι… «Τα νέα παιγνιόχαρτα είναι στην κατασκευήν ομολογουμένως εξαίρετα, διότι το χαρτί είναι καλής κατασκευής, τα χρώματα ζωηρά και το σχέδιον των εικόνων εντελές. Εχουσιν όμως και τας ελλείψεις των. Ο φάντης, ο βαλέ, εικονίζεται άνευ μύστακος εν τη φαντασιώδη δε και ποικιλοχρώμω περιβολή αυτού συγχέεται μετά δάμας. Προχθές δε εις τα λέσχας επεκράτει μεγάλη αναστάτωσις και δυσφορία πολλή διά την σύγχυσην και διενέξεις αρκεταί μεταξύ των παιχτών, ένεκα της ερμαφροδίτου ταύτης ιδιότητος και του δυσδιακρίτου γένους του φάντη. Η αυτή σύγχυσις υπάρχει και ως προς την διάκρισιν μεταξύ του ρήγα κούπα, διότι το στέμμα έκαστου αντί να είναι επί των παραπλεύρως τοποθετημένων στεμμάτων της κούπας καρρώ, δι’ ένδειξιν ίσως ότι τα βασιλικά στέμματα εγένοντο τόσον βαρέα κατά τάς ημέρας μας, ώστε οι μονάρχαι αναγκάζονται συχνάκις να τα αποθέτωσι χάριν αναψυχής. Διά τούτο, τα παραπόνα των παιχτών και μερικών μάλιστα ζημιωθέντων εκ της τοιαύτης συγχύσεως, ήσαν πολλά, προς πρόχειρον δε διάκρισιν ηναγκάζοντο να προσθέτωσι διά μολυβδίδος γένεια και μύστακας εις έκαστον φάντην. Λέγεται ότι προετοιμάζεται και αναφορά να υποβληθή εις την κυβέρνησιν εκ μέρους πολλών, παρακαλούντων να προστεθή ο μύσταξ τουλάχιστον εις τον φάντην, αφού καμία διάταξις στρατιωτική ή πολιτική, δεν το απαγορεύει και να αποτεθώσι τα στέμματα επί της κεφαλής των ηγεμόνων της κούπας και του καρρώ, έργον όπερ πάσα νομιμόφρων κυβέρνησις θα σπεύση να πράξη μετ’ ευχαριστήσεως».