Ομιλία στα ελληνικά
Παρά την έλλειψη πολιτικής ομοψυχίας στο εσωτερικό, το κλίμα στην αίθουσα είναι πανηγυρικό, με τον τόνο να δίνεται από την ένθερμη ομιλία του πρόεδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας Βαλερί Ζισκάρ Ντ’ Εστέν η οποία γίνεται στα… ελληνικά: «Η Ευρώπη χωρίς την Ελλάδα δεν θα ήταν Ευρώπη. Είμαι πεπεισμένος ότι ο ελληνικός λαός θα βρει μέσα στην Κοινότητα τις προϋποθέσεις για την πρόοδο και την ευημερία του. Θα μπορέσει να βασίζεται στην ενεργό αλληλεγγύη των κατοίκων του. Είμαστε όλοι, στη γλώσσα μας και τους μηχανισμούς της σκέψεώς μας, παιδιά του ελληνικού πολιτισμού. Η Ευρώπη ξαναβρίσκει την Ευρώπη».
Η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα που γίνεται δεκτή ως πλήρες μέλος από το Συμβούλιο Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων παρά την αντίθετη γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενώ είναι η μοναδική που εντάσσεται μόνη και όχι κατά ομάδες κρατών όπως γίνεται στις προηγούμενες και επόμενες διευρύνσεις της Κοινότητας. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι πλέον η χώρα εγκαταλείπει την ευρωπαϊκή περιφέρεια και απομόνωση φτάνοντας στο κέντρο των αποφάσεων, συμμετέχοντας ισότιμα στη διαμόρφωση της κοινής ευρωπαϊκής στρατηγικής.
Η επικύρωση της συμφωνίας από την ελληνική Βουλή (χωρίς την παρουσία ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ) γίνεται με πλειοψηφία των 3/5, χάρις σε πρόνοια που έχει ληφθεί στην αναθεώρηση του Συντάγματος το 1975 (άρθρο 28) περί εξυπηρέτησης σπουδαίου εθνικού συμφέροντος. Διακηρύξεις, εξαγγελίες κομμάτων της εποχής περί επαναδιαπραγμάτευσης, αναθεώρησης, κατάργησης, απαγκίστρωσης κ.λπ. των συμφωνηθέντων με την ΕΟΚ δεν γίνονται ποτέ πράξη παρά την εναλλαγή κυβερνήσεων.
Σαράντα τέσσερα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την 28η Μαΐου 1979, ημέρα που υπογράφεται στο Ζάππειο Μέγαρο η συνθήκη ένταξης της Ελλάδας στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, πρόδρομο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η ένταξη της χώρας-θεμέλιου της ευρωπαϊκής ταυτότητας και λίκνου του δυτικού πολιτισμού αποτελεί όχι μόνο κορυφαίο εχέγγυο πολιτικής σταθερότητας και οικονομικής ανάπτυξης στην εύθραυστη μεταπολιτευτική δημοκρατία μας, αλλά και φυσικό ιστορικό προορισμό.
Το ευρωπαϊκό όραμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή στα τέλη της δεκαετίας του ‘50, που έχει τη συμπαράσταση σχεδόν όλων των ελληνικών κομμάτων, «θολώνει» την επόμενη δεκαετία από την όξυνση των πολιτικών παθών της εποχής, «παγώνει» στη διάρκεια της δικτατορίας αλλά μπαίνει στην τελική ευθεία μετά την πτώση της χούντας όταν ο Κ. Καραμανλής υποβάλλει αίτηση για πλήρη ένταξη της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα στις 12 Ιουνίου 1975. Η ΕΟΚ των εννέα μόλις κρατών αντιμετωπίζει αρχικά με δυσπιστία το ελληνικό αίτημα, με τις Γερμανία και Αγγλία να σέρνουν πρώτες «τον χορό» των αντιρρήσεων. Κατ’ αυτές, η τότε ΕΟΚ βάζει στους κόλπους της μια πολιτικά ασταθή χώρα που μόλις βγαίνει από στρατιωτική δικτατορία, γεωγραφικά αποκομμένη από τον κεντροευρωπαϊκό πυρήνα, μη διαθέτοντας κοινά σύνορα με άλλη χώρα-μέλος.
Παράλληλα, η ισχνή οικονομική δυναμική της Ελλάδας πρέπει να στηριχτεί αναπτυξιακά αφού η μικρή της οικονομία βασίζεται κυρίως σε αγροτική παραγωγή και ελαφρά τοπική βιομηχανία. Ενδεικτική των πρώτων σφοδρών αντιδράσεων είναι η φράση που αποδίδεται στον τότε σοσιαλδημοκράτη πρωθυπουργό της Γερμανίας Χέλμουτ Σμιτ: «Για να μπει η Ελλάδα στην Ευρώπη πρέπει να περάσει πάνω από το πτώμα μου».
Καθοριστικό ρόλο στο να περάσουμε τελικά πάνω από το… πτώμα του Χέλμουτ Σμιτ (στη συνέχεια γίνεται ένθερμος υποστηρικτής της ένταξης) παίζει η καταλυτική παρουσία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που βάζοντας μπροστά το προσωπικό του κύρος, χτίζει σιγά σιγά το νέο φιλοευρωπαϊκό προφίλ της χώρας. Ο μαραθώνιος επαφών του με τους πρωθυπουργούς των χωρών της ΕΟΚ, μαζί με τα πρώτα σταθερά στηρίγματα Γαλλίας και Ιταλίας, καταφέρνουν σταδιακά να αντιστρέψουν το αρνητικό κλίμα για τη χώρα, πείθοντας τους πάντες ότι η Ευρώπη χωρίς την Ελλάδα είναι ημιτελής. Ενδεικτικό της προσωπικής αίγλης του Κ. Καραμανλή αποτελεί το γεγονός ότι, για πρώτη και τελευταία φορά, το Συμβούλιο Υπουργών της ΕΟΚ παρακάμπτει την αρνητική γνωμοδότηση Ευρωπαίων εμπειρογνωμόνων που ζητούν προενταξιακή περίοδο τουλάχιστον πέντε χρόνων, υπογράφοντας την άμεση έναρξη διαπραγματεύσεων χωρίς περίοδο προσαρμογής.
Οι σκληρές διαπραγματεύσεις ολοκληρώνονται μετά από μαραθώνιες συζητήσεις μεταξύ υπουργών της ΕΟΚ και της ελληνικής αντιπροσωπείας στις 21 Δεκεμβρίου 1978. Η Ελλάδα αποδέχεται το κοινοτικό κεκτημένο, δηλαδή το σύνολο του δικαίου, ρυθμίσεων και πολιτικών που απορρέουν από τις ιδρυτικές συνθήκες της Κοινότητας, ενώ παράλληλα προς καθ’ ησυχασμό της Τουρκίας δίνει εγγυήσεις περί μη αξιοποίησης της ένταξής της για όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Διαμαρτυρίες εντός, συγχαρητήρια εκτός…
Στο εσωτερικό μέτωπο ΕΔΗΚ και ΚΚΕ εσωτερικού, που αν και με επιμέρους επιφυλάξεις, στηρίζουν την ενταξιακή πορεία, περιθωριοποιούνται σταδιακά, ενώ αυξάνεται εντυπωσιακά η επιρροή των ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ τα οποία προβάλλουν λύσεις όπως στροφή της χώρας σε Βαλκάνια, Ανατολή ή Τρίτο Κόσμο. Ιστορικές μένουν οι κοινοβουλευτικές συγκρούσεις μεταξύ Κωνσταντίνου Καραμανλή και Ανδρέα Παπανδρέου, με τον δεύτερο από τις θέσεις του τρίτου κόμματος ή της αξιωματικής αντιπολίτευσης να αποχωρεί με την κοινοβουλευτική του ομάδα από τη Βουλή όποτε διεξάγεται συζήτηση για το θέμα.
Μάλιστα ο τελευταίος, τον Δεκέμβριο του 1978, τονίζει πως η ΕΟΚ θέλει να χρησιμοποιήσει την Ελλάδα ως… πειραματόζωο για την περαιτέρω διεύρυνσή της και αφού καταγγέλλει τους «δήθεν συμμάχους της χώρας» καταλήγει: «Κρίνεται αυτή την κρίσιμη περίοδο η εδαφική ακεραιότητα της χώρας μας, η εθνική μας ανεξαρτησία και το οικονομικό μας μέλλον».
Αντίθετα με τη μουντή ελληνική πραγματικότητα διθυραμβικές είναι για τη χώρα μας οι αναφορές του διεθνούς Τύπου. Ο «Economist» στις 15 Δεκεμβρίου 1978 κυκλοφορεί με ειδικό ένθετο αφιερωμένο στην ένταξη με τίτλο: «Η υποδοχή των Ελλήνων στην ΕΟΚ πρέπει να είναι θερμή και γενναιόδωρη». Λίγες ημέρες πριν, οι «Financial Times» αναφέρουν: «Η προσφορά του συμβουλίου των υπουργών ήταν πολύ λιγότερο γενναιόδωρη από τις προτάσεις τις επιτροπής. Η κοινότητα προφανώς ενδιαφέρθηκε περισσότερο να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των σημερινών μελών της παρά να κατανοήσει τις ανάγκες της Ελλάδας».
Στο ίδιο κλίμα και οι ανταποκρίσεις τη βραδιά της ένταξης από τη γαλλική «France–Soir»: «Υπάρχουν στιγμές που ακόμη και οι θεατές, οι πιο μπλαζέ του μεγάλου διπλωματικού παιχνιδιού συγκινούνται από τη σημασία ενός γεγονότος. Αυτό συνέβη τη Δευτέρα. Οσοι παρέστησαν στην τελετή υπογραφής είχαν την εντύπωση ότι ζούσαν μια πραγματικά ιστορική ημέρα, ότι είδαν την Ευρώπη να πραγματοποιεί ένα βήμα προς τα φυσικά σύνορα του πολιτισμού της».