Την περίοδο της διακυβέρνησης του Καποδίστρια, αντίθετα με τη σκληρότητα της περιόδου, η εσχάτη των ποινών εφαρμοζόταν εξαιρετικά περιορισμένα, αφού ο πρώτος κυβερνήτης της χώρας θεωρούσε ότι μια νέα πολιτεία στο ξεκίνημά της δεν θα μπορούσε να βασίζει το νομικό της πολιτισμό στην πρακτική «οφθαλμός αντί οφθαλμού», αλλά θα έπρεπε να είναι κατευναστική και αποτρεπτική των παθών. Ετσι, σε μια υπόθεση δολοφονίας, το 1828, βλέπουμε τη δικαστική απόφαση να επιβάλλει αποζημίωση στη χήρα και τα ορφανά του θύματος, αλλά ενώ δεν καταδικάζει το δράστη σε θάνατο τον αναγκάζει επί «εξ ολόκληρους μήνας από της σήμερον να ευρίσκεται υπό παιδείαν, τους μεν πρώτους τρεις εξ αυτών φέρων άλυσσον εις τους πόδας, να δουλεύει παστρεύων τας ακαθαρσίας της πολιτείας Ναυπλίου, εις στηλίτευσιν της κακίας και παράδειγμα των ατακτούντων, τους λοιπούς τρεις μήνας να μένη εις την φυλακήν κατά συνέχειαν».
Το άρθρο 4 του πρώτου Ποινικού Κώδικα της χώρας, το 1834, προβλέπει τη θανατική ποινή για σοβαρά αδικήματα. Τρόποι εκτέλεσης των δραστών είναι η… εισαγόμενη γκιλοτίνα που κυριαρχεί το 19ο αιώνα, εν συνεχεία η κρεμάλα και τέλος ο τυφεκισμός, που παραμένει μέχρι τη δεκαετία του ’70. Στην γκιλοτίνα και την κρεμάλα η εκτέλεση γίνεται πολλές φορές σε δημόσιο χώρο, με το κοινό να θεωρείται μάρτυρας της εκτέλεσης του δράση, αλλά τις περισσότερες φορές μετατρέπεται σε δημόσιο θέαμα, με προφανή στόχο την ταπείνωση του δράστη και τον παραδειγματισμό.
Αντίθετα, στον τυφεκισμό, ιδίως μεταπολεμικά, υπάρχει η πρακτική της μη παρουσίας κοινού, γι’ αυτό και πραγματοποιείται, συνήθως, σε άγνωστη ημέρα και τοποθεσία. Το εκτελεστικό απόσπασμα αποτελούν απλοί φαντάροι, εκ των οποίων μόνο οι μισοί έχουν σφαίρες στα όπλα τους ώστε να μη γνωρίζουν αν δολοφόνησαν οι ίδιοι κάποιον. Παρ’ όλα αυτά, πάμπολλα είναι τα περιστατικά φαντάρων που δεν μπορούν να συμμετάσχουν στην εκτέλεση ή μετά από αυτή αποκτούν ψυχολογικά προβλήματα, ενώ τραγικότερα είναι τα πράγματα για όποιον υποχρεώνεται να δώσει εξ επαφής τη χαριστική βολή στον εκτελεσμένο…
Το ίδιο πλαίσιο εκτέλεσης ακολουθείται και για τους πολιτικούς κρατούμενους. Από το 1945 μέχρι τον Μάρτιο του 1952, οπότε εκτελούνται στο Γουδή οι Μπελογιάννης, Καλούμενος, Μπάτσης και Αργυριάδης, καταδικάζονται σε θάνατο γύρω στα 5.000 άτομα και εκτελείται άγνωστος αριθμός αυτών. Από το 1953 μέχρι το 1972 εκτελούνται στην Ελλάδα 92 άνδρες και τέσσερις γυναίκες, 81 από αυτούς για εγκλήματα του κοινού Ποινικού Δικαίου και 25 με το νόμο 375 περί κατασκοπείας.
Οι Αμερικανοί, που έχουν κάνει το έγκλημα -εκτός από επιστήμη- εξαιρετικά επικερδές προϊόν, έχουν επινοήσει τον όρο «σίριαλ κίλερ», περιγράφοντας έτσι τους κατ’ εξακολούθηση δολοφόνους. Δύο από αυτούς αποτέλεσαν τα προτελευταία θύματα της τήρησης της θανατικής ποινής στη χώρα μας. Την άνοιξη του 1969, δύο 31χρονοι Γερμανοί υδραυλικοί (Χέρμαν Ντουφτ και Χανς Μπασενάουερ) ακολουθούν το τουριστικό ρεύμα της εποχής και φτάνουν οδικώς στην Ελλάδα για διακοπές, αλλά δεν θυμίζουν σε τίποτα τους τουρίστες της περιόδου, ούτε στην εμφάνιση ούτε, κυρίως, στη συμπεριφορά. Δείχνουν ευγενείς, δεν έχουν μακριά μαλλιά σαν τους χίπις της εποχής, ενώ ο Μπασενάουερ είναι οικογενειάρχης με τρία παιδιά. Αυτό που κανένας δεν γνωρίζει είναι ότι οι δύο νεαροί ήταν σεσημασμένοι από την Ιντερπόλ για ληστείες και μικροαπάτες και ότι η Ελλάδα θα αποτελούσε την κορύφωση του εγκληματικού κρεσέντο τους.
Στις 5 Μαρτίου 1969 οι δυο νεαροί Γερμανοί, ντυμένοι με στολές του αμερικανικού στρατού, φτάνουν στις 4 τα ξημερώματα με ένα κλεμμένο αυτοκίνητο σε κάποιο βενζινάδικο στην περιοχή της Θήβας. Οταν γεμίζουν το ρεζερβουάρ, κλέβουν με την απειλή όπλου το ταμείο του βενζινάδικου και όταν αποχωρούν, πυροβολούν, χωρίς λόγο, τους δύο υπαλλήλους και έναν 22χρονο στρατιώτη που βρισκόταν τυχαία εκεί επιστρέφοντας στη μονάδα του και εν συνεχεία τους μαχαιρώνουν. Από τη δολοφονική επίθεση θα σωθεί μόνο ένας υπάλληλος, που σύρθηκε ματωμένος στο δρόμο για να ζητήσει βοήθεια. Τον επόμενο μήνα οι δύο δράστες θα δολοφονήσουν, με μόνο στόχο κάποια λίγα χρήματα, άλλους πέντε ανυποψίαστους πολίτες για να συλληφθούν χάρη στην παρατηρητικότητα μιας ηλικιωμένης στο Χαϊδάρι. Καταδικάζονται σε θάνατο και εκτελούνται στις 15 Δεκεμβρίου 1969, ο ένας στην Κέρκυρα και ο άλλος στην Κρήτη.
Τρία χρόνια μετά, στις 5 Ιανουαρίου 1972, ο 27χρονος Βασίλης Λυμπέρης καίει ζωντανούς τη γυναίκα του, τα δύο παιδιά του, ηλικίας ενός και δυόμισι ετών, και την πεθερά του μέσα στο σπίτι τους στα Βριλήσσια. Η απίστευτη φρίκη παγώνει τη χώρα και τον Μάιο του ίδιου έτους ο Λυμπέρης και ο νεαρός συνεργός του καταδικάζονται σε θάνατο. Ο τελευταίος γλιτώνει την εκτέλεση μετά από χάρη του δικτάτορα Γεώργιου Παπαδόπουλου, λόγω του νεαρού της ηλικίας του. Αντίθετα, τον Βασίλη Λυμπέρη περιμένει το εκτελεστικό απόσπασμα, στις 25 Αυγούστου 1972 στο Ηράκλειο Κρήτης. Ο μελλοθάνατος φτάνει εκεί τρέμοντας και ζητά να του κλείσουν τα μάτια. Το «Επί σκοπόν… Πυρ!» ακολουθεί ομοβροντία πυροβολισμών. Ο επικεφαλής επιλοχίας αρνείται -ταραγμένος- να δώσει τη χαριστική βολή, διατάζοντας ένα λοχία να τον αντικαταστήσει. Ο τελευταίος το κάνει αλλά επί αρκετούς μήνες μετά γυρίζει στο στρατόπεδο παραμιλώντας. Η τελευταία περίπτωση εφαρμογής της θανατικής ποινής στην Ελλάδα είναι γεγονός.
Το 1993 η Ελλάδα αποδέχεται το Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, περί κατάργησης της θανατικής ποινής, η οποία καταργείται και συνταγματικά το 2001. Δεν μπορεί ποτέ κάποια αποτρόπαια εγκληματική πράξη ενός ανθρώπου να απαντηθεί από την Πολιτεία με θεσμοθετημένο εκδικητικό θάνατο. Οταν οι ανθρώπινες και κοινωνικές αντοχές μας δοκιμάζονται, ας μην παραβλέπουμε ότι εκτός των θυμάτων που έφυγαν με φρικτό τρόπο από τη ζωή, «θύμα» του δράστη είναι, πολλές φορές, και ο ίδιος ο εκτελεστής του. Ειδικά στην Ελλάδα, ας μην το ξεχνάμε, εκτελεστές της θανατικής ποινής είναι απλοί φαντάροι, που ενώ υπηρετούν τη θητεία τους, καλούνται ως μέλη ενός εκτελεστικού αποσπάσματος να δολοφονήσουν, εκ μέρους όλων μας, κάποιον που δεν γνωρίζουν. Θα θέλαμε, αλήθεια, να ήμασταν στη θέση τους;
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΡΔΟΚΑΣ
[email protected]
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής