Γράφει ο Θοδωρής Ρούλιας
Η αλήθεια είναι ότι δεν είναι δύσκολο να πετύχεις κάποιον Έλληνα στις μεγάλες πόλεις του εξωτερικού και ειδικά τις Ευρώπης από το Λονδίνο μέχρι το Άμστερνταμ, το Μόναχο και τη Βαρκελώνη. Το να ανακαλύψεις όμως ολόκληρες ελληνικές κοινότητες που μιλούν ακόμη την ίδια γλώσσα και διατηρούν τα ήθη και έθιμα των προγόνων τους στα ξεχασμένα χωριά της Κάτω Ιταλίας και Σικελίας είναι σίγουρα κάτι το εντυπωσιακό.
Ο λόγος για τους Έλληνες της Κάτω Ιταλίας ή Γκρίκους, ή Γραικάνοι ευρύτερα, μια μειονότητα όχι και τόσο γνωστή, η οποία ωστόσο είναι κληρονόμος μια τεράστιας ιστορικής παράδοσης που χρονολογείται κατά πολλούς ακόμα χιλιετίες στο παρελθόν.
Με τον συνολικό πληθυσμό τους να εκτιμάται στις 80.000, οι Γκρίκοι θεωρούνται εναπομείναντες πληθυσμοί των ελληνικών αποικιών της αρχαιότητας, της Μεγάλης Ελλάδας (Magna Graecia) τον 8ο αιώνα π.Χ. και μετέπειτα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Το όνομα Γκρίκοι προέρχεται από την αρχαία ελληνική φυλή των Γραικών, με το όνομα των οποιών χαρακτηρίζονται πλέον όλοι οι Έλληνες στις περισσότερες γλώσσες (Greek) ήδη από την εποχή των Ρωμαίων.
Αυτοί οι πληθυσμοί εντοπίζονται κυρίως στην Καλαβρία, στην Γκρέτσια Σαλεντίνα της Απουλίας και στην Μοβεσία. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα εννέα ελληνόφωνα χωρία της Γκρέτσια Σελεντίνα μαζί με τα Σολιάνο Καβούρ, Κούρσι, Κανόλε και Κουτροφιάνο σχηματισαν τα λεγόμενα “Δεκατρία Χωριά” του Οτράντο, αφού διατηρούσαν από κοινού της ελληνικές παραδόσεις και μοιράζονταν σχεδόν την ίδια διάλεκτο.
Η γλώσσα που χρησιμοποιούν ακόμα στα χωριά αυτά είναι γνωστή ως Κατωιταλική διάλεκτος ή Γραικανικά, με τους ομιλητές της να την αποκαλούν Γκρίκο. Αναφορικά με την προελευσή της υπάρχουν δύο θεωρίες.
Η πρώτη θεωρία του Μorosi, αλλά και άλλων Ιταλών γλωσσολόγων, θέλει τα Γκρίκο να προέρχονται από την γλώσσα των Βυζαντινών εποίκων του 9ου αιώνα. Η δεύτερη και επικρατέστερη είναι αυτή του Γερμανού γλωσσολόγου Gerhard Rohlfs, η οποία υποστηρίζεται και από Έλληνες γλωσσολόγους, κατά την οποία η Κατωιταλική διάλεκτος αποτελεί εξέλιξη της γλώσσας των Αρχαίων Ελλήνων, γεγονός που γίνεται φανερό μέσω των πολλών δωρισμών που την χαρακτηρίζουν.
Παραδείγματος χάριν οι Γκρίκοι αντί να χρησιμοποιήσουν την λέξη πηγάδι θα έλεγαν το φρέαρ. Χαρακτηριστική είναι επίσης και η παροιμιακή φράση “Τις φαίνει νιφτού ε κ-κάν-νει μάτι”, όπως θα έλεγαν εκείνοι, το οποίο σημαίνει «Όποιος υφαίνει τη νύχτα δεν κάνει πουκάμισο». Στα Γκρίκο η λέξη μάτι δεν έχει φυσικά τη σημασία του οφθαλμού, αλλά προέρχεται από το αρχαιοελληνικό ἱμάτιον, που ήταν ένδυμα.
Νόμος της ιταλικής κυβέρνησης το 1999 αναγνώρισε επισήμως τη Γραικανική κοινότητα του Σαλέντου και της Καλαβρίας ως «ελληνική εθνική και γλωσσική μειονότητα». Η απόφαση αυτή ήταν ιδιαίτερη κρίσιμη για την διάσωση της διαλέκτου, αφού με την πάροδο του χρόνου έχει αρχίσει να εξαφανίζεται.
Αφενός ο απομονωτισμός των ελληνικών κοινοτήτων της Κάτω Ιταλίας και Σικελίας συνέβαλε καθοριστικά στην άριστη διατήρηση της γνήσιας ελληνικής γλώσσας, χωρίς να δεχθεί μεγάλες ιταλικές επιρροές. Αφετέρου αποτελεί και τον λόγο που έχει πλέον σχεδόν εξαφανιστεί, αφού πολλοί Γκρίκοι αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό, αρχικά στην Ελβετία και έπειτα στην Γερμανία, στην Αυστραλία και στον υπόλοιπο κόσμο.
Καθότι ορισμένες μόνον κοινότητες έχουν γραικανική γραφή, τα Γκρίκο σώζονται πρωτίστως μέσω των λαϊκών ασμάτων, των ποιημάτων, το μοιρολογιών και των τραγουδιών. Μεταλαμπαδεύονται δηλαδή από γενιά σε γενιά μαζί με τα έθιμα και τις παραδόσεις δια στόματος.
….Αυτή είναι η ζωή μας, Χριστέ μου
πάνε στη Γερμανία με κλάμα και πόνο
με κλάμα και πόνο, με κλάμα και πόνο
Μπαμπά γιατί πρέπει να πας; Πες μου γιατί;
Γιατί έτσι είναι η ζωή, καημένα παιδάκια
ο φτωχός δουλεύει και ιδρώνει
για να παχύνει τα αφεντικά με τη δουλειά του
με τη δουλειά του, με τη δουλειά του…
Είναι στίχοι από το τραγούδι του Franco Corliano για την ξενιτιά στα Γκρίκο και μιλά για τους Έλληνες της Κάτω Ιταλίας που αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν για να βρουν δουλειά στα ορυχεία της Γερμανίας την δεκαετία του ‘40.
Ειδικά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο παρατηρήθηκε έντονη τάση ιταλοποίησης του ελληνικού στοιχείου, με την πλειονότητα της νέας γενιάς πλέον να μην γνωρίζει καθόλου τη διάλεκτο.
Μέχρι το 2005 η Ελλάδα έστελνε δασκάλους για να διδάσκει Νέα Ελληνικά στην μειονότητα, ενώ τα Γκρίκο έλαβαν μόλις μια ώρα την εβδομάδα στο σχολικό πρόγραμμα από τα Ιταλικά. Κατά τη διάρκεια της κρίσης όμως οι περικοπές έδωσαν τέλος στις χρηματοδοτήσει και τα προγράμματα που αποσκοπούσαν στην διατήρηση και την προφύλαξη αυτής της τεράστιας πολιτισμικής κληρονομιάς. Πλέον τον ρόλο αυτό τον έχει αναλάβει η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ένας ακόμα λόγος που τα Γκρίκο έπαψαν να μιλιούνται τόσο πολύ είναι, επειδή θεωρούνταν γλώσσα των πληβείων, των φτωχότερων στρωμάτων και κυρίως των βοσκών. Η συγκεκριμένη μειονότητα έχει διατηρήσει τους παραδοσιακούς τρόπους ζωής με αποτέλεσμα να έχει και πολύ χαμηλά εισοδήματα γεγονός που την κατατάσσει στην χαμηλότερα βαθμίδα της κοινωνικής πυραμίδας.
Άξια αναφοράς είναι η πεποίθηση που είχαν νοικοκυρές της μειονότητας κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, ότι οι ίδιοι είναι οι μοναδικοί Έλληνες που έχουν απομείνει και η Magna Graecia η τελευταία ελληνική γη, αφού εξαιτίας των συνηθειών τους δεν έβγαιναν συχνά από το σπίτι και δεν είχα λάβει κάποια μόρφωση προκειμένου να γνωρίζουν ή έστω να μάθουν τι συμβάινει στον έξω κόσμο.
Παρά τις δύσκολες συνθήκες τα Γκρίκο έχουν αρχίσει να γνωρίζουν μια αναβίωση μέσω της μουσικής. Συγκροτήματα από Ελλάδα και Ιταλία δημιουργούν νέα τραγούδια ή ηχογραφούν παλαιά στην Κατωιταλική διάλεκτο προκειμένου να μεταδώσουν στις επόμενες γενιές τη γλώσσα και τις ιδιαιτερότητες αυτής της κουλτούρας.
Όπως συχνά δηλώνουν μέλη γραικανικής κοινότητας, οι ίδιοι θεωρούν τους εαυτούς τους Έλληνες στην ψυχή και Ιταλούς μόνον στα χαρτιά. Πιστεύουν ότι είναι απόγονοι του Λυσία, του Αριστοτέλη και όλων των αρχαίων Ελλήνων, κληρονόμοι της κλασικής παιδείας και νόησης. Θεωρούν την Ελλάδα ως την πατρίδα, την ψυχή και μητέρα τους, ως γη ιερή.