Γράφει ο Θοδωρής Ρούλιας
Η χώρα αυτή την περίοδο βρισκεβρί στο επίκεντρο της διεθνούς προσοχής μετά τις τελευταίες πολιτικές εξελίξεις, που θέλουν τον αυτοανακηρυχθέντα πρόεδρο Γκουαϊδό να αμφισβητεί τη νομιμότητα του καθεστώτος Μαδούρο, διάδοχου και συνεχιστή του Ούγκο Τσάβεζ. Ποιος ήταν όμως πραγματικά ο Τσάβεζ και ποια η συμβολή του στη σημερινή κατάσταση της χώρας;
Στις 28 Ιουλίου του 1954 η Έλενα Τσάβεζ, σύζυγος του Ούγκο ντε λος Ρέγιες Τζάβεζ (περήφανο μέλος του σοσιαλχριστιανικού κόμματος COPEI) θα φέρει στη ζωή τον άνθρωπο που θα οδηγήσει το λαό της Βενεζουέλας στην επανάσταση, σε ένα μικρό αγροτικό χωριό του Μπαρίνας.
Ο νεαρός Ούγκο ήταν το δεύτερο από τα επτά παιδιά της οικογένειας και μαζί με τον αδελφό του, Αντά, πήγανε να ζήσουν με την πιο εύπορη γιαγιά τους, αφού η περιοχή που έμενε η οικογένεια δεν διέθετε λύκειο. Σε ηλικία 17 ετών θα φοιτήσει την Ακαδημία Στρατιωτικών Επιστημών της Βενεζουέλας στο Καράκας. Εκεί θα γίνει για πρώτη φορά μάρτυρας της ενδημικής φτώχειας που μάστιζε τα λαϊκά στρώματα της χώρας, μια εμπειρία που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτικής του ταυτότητας.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών του θα ασχοληθεί με πληθώρα δραστηριοτήτων από τον αθλητισμό μέχρι την ποίηση, το δράμα και τη ζωγραφική. Εκείνα τα χρόνια θα μελετήσει σε βάθος τη ζωή και το έργο του μεγάλου επαναστάτη Σιμόν Μπολιβάρ, ενώ θα καταπιαστεί με τους αγώνες του μαρξιστή Ερνέστο Γκεβάρα. Σταδιακά θα έλθει σε επαφή με έργα του Καρλ Μαρξ, του Βλάντιμιρ Λένιν και του Μάο Ζε Ντονγ. Παράλληλα θα καλλιεργηθεί μέσα του η πεποίθηση ότι είναι βασικός ρόλος του στρατού να βοηθήσει τα ευπαθή κοινωνικά στρώματα, αναλαμβάνοντας ακόμη και την εξουσία εάν οι κυβερνήσεις είναι διεφθαρμένες και ελιτίστικες. «Τον καιρό που γινόμουν 21 – 22 είχα ήδη κάνει τον εαυτό μου άνθρωπο της αριστεράς», θα δηλώσει χρόνια αργότερα.
Το 1977 η στρατιωτική μονάδα του κλήθηκε να αντιμετωπίσει το Κόμμα της Κόκκινης Σημαίας. Κατά τη διάρκεια των συμπλοκών θα υπερασπιστεί και θα σώσει έναν συλληφθέντα αντάρτη, τον οποίο οι συνάδελφοι του ήθελαν να βασανίσουν. Η εμπιστοσύνη του Τσάβεζ στον εθνικό στρατό αρχίζει και κλονίζεται, βλέποντας τους διεφθαρμένους αξιωματούχος και διαπιστώνοντας ότι ο λαός δεν ωφελείται από τον πλούτο τον πετρελαιοπηγών θα εκτιμήσει τις ιδέες και τις μεθόδους της αντιστασιακής ομάδας που αρχικά πολεμούσε.
Διαβάστε εδώ όλα τα θέματα του ET Magazine
Την ίδια χρονιά θα ιδρύσει, τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό της Βενεζουέλας (Ejército de Liberación del Pueblo de Venezuela), ένα επαναστατικό κίνημα μέσα στις δυνάμεις του στρατού με απώτερο στόχο να εγκαθιδρύσει αριστερή κυβέρνηση στη χώρα. Το κίνημα δεν είχε ξεκάθαρο σχέδιο δράσης, ωστόσο τοποθετείτο πολιτικά κάπου μεταξύ της υπάρχουσας δεξιάς κυβέρνησης και του Κόμματος της Κόκκινης Σημαίας.
Πέντε χρόνια αργότερα θα σχηματίσει ξανά μέσα στον στρατό τον Μπολιβαριανό Επαναστατικό Κίνημα 200 (MBR-200). Εμπνευστές του είναι ο Εζεκιέλ Ζαμόρα, ο Σιμόν Μπολιβάρ και ο Σιμόν Ροντρίγκεζ γνωστοί ως «οι τρεις ρίζες του δέντρου» του MBR-200. Ο Τσάβες αποσκοπούσε έτσι στη δημιουργία ενός κόμματος, το οποίο «δέχεται κάθε είδους ιδέα, από τη δεξιά, από την αριστερά, από τα ιδεολογικά ερείπια εκείνων των παλιών καπιταλιστικών και κομμουνιστικών συστημάτων».
«Ήταν ένα δόγμα εν κατασκευή, ένας ετερογενές αμάλγαμα σκέψεων και ιδεολογιών, καθολικής νόησης, καπιταλισμού, μαρξισμού, αλλά απέρριπτε τα νεοφιλελεύθερα μοντέρνα, τα οποία εφαρμόζονται στην Λατινική Αμερική και το άδοξο μοντέλο του πρώην Σοβιετικού Μπλοκ», είπε για την πρώιμη ιδεολογία του MBR-200 o Ιρλανδός πολιτικός αναλυτής Μπάρι Κάνον.
To 1981, ως λοχαγός πλέον, ο Τσάβεζ αναλαμβάνει καθηγητής στη στρατιωτική ακαδημία. Εκεί θα μεταλαμπαδεύσει σε νεοσύλλεκτους τις ιδέες του κινήματος και θα μυήσει πολλούς στις τάξεις του. Μετά από λίγο καιρό έγινε αντιληπτός από ανώτερα μέλη της ακαδημίας και αποπέμφθηκε προκειμένου να μην μπορεί να στρατολογήσει άλλο νέο αίμα.
Το 1989 εκλέγεται πρόεδρος ο Κάρλος Άντρες Πέρεζ, ο οποίος υποσχέθηκε να αντιταχθεί στην πολιτική των ΗΠΑ και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Αντί αυτού, εκλεχθείς έπραξε ακριβώς τα αντίθετα υιοθετώντας νεοφιλελεύθερα μέτρα, εξαγριώνοντας της κοινή γνώμη. Προκειμένου να σταματήσει το κοινωνικό χάος που επικρατούσε μετά τις περικοπές που επέβαλε, ο Πέρεζ, διέταξε την αστυνομία να προβεί σε βίαιη καταστολή των διαδηλωτών. Τα γεγονότα αυτά έμειναν γνωστά ως Εl Caracazo και αντίδραση του κράτους ήταν τόσο αιματηρή, που ο Τσάβεζ την χαρακτήρισε αργότερα γενοκτονία.
Στον απόηχο του El Caracazo o Τσάβεζ θα οργανώσει το πρώτο του πραξικόπημα γνωστό ως επιχείρηση Ζαμόρα, τα οποίο θα αποτύχει ελλείψει υποστήριξης και οργάνωσης, ωστόσο η χρησιμότητα του κρίνεται κρίσιμη, αφού τον έκανε γνωστό στο ευρύ κοινό και τον βοήθησε να κερδίσει την εμπιστοσύνη των χαμηλότερων στρωμάτων.
Το 1994 ο νεοεκλεγείς Ραφαέλ Καλντέρα, που είχε επίγνωση του πραξικοπήματος, θα βγάλει των Ούγκο Τσάβεζ και τους υπόλοιπους κινηματίες από τη φυλακή. Αυτή η περίοδος, κατά την οποία θα αναδειχθεί ως λαϊκός ηγέτης, κάνοντας περιοδεία 100 ημερών σε όλη τη Βενεζουέλα προπαγανδίζοντας το μήνυμα της ανάγκης για κοινωνική επανάσταση.
Η ρητορική του Τσάβεζ κέρδισε την εύνοια πολλών σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών κομμάτων, με τις εξαγγελίες του για κοινωνικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις να εξασφαλίζουν την εμπιστοσύνη των πτωχών και εργατικών στρωμάτων. Το ΜRB-200 ιδρύει το πολιτικό κόμμα Κίνημα για την Πέμπτη Δημοκρατία (MVR) για να υποστηρίξει την υποψηφιότητα του Τσάβεζ, ο οποίος κατάφερε να κερδίσει τις εκλογές του 1998 με ποσοστό 56% των ψήφων έναντι του Ενρίκε Σάλας Ρόμερ.
Αφού ορκίστηκε πρόεδρος επιχείρησε να ανατρέψει το status quo διορίζοντας αριστερούς και κεντρώους ομοϊδεάτες του σε θέσεις κλειδιά. Δεν ήθελε να ανατρέψει τον καπιταλισμό, αφού πίστευε ότι έχει περιθώριο διόρθωσης, ωστόσο δεν ήθελε σε καμία περίπτωση το νεοφιλελεύθερο αμερικάνικο μοντέλο. Μάλιστα είχε επισκεφτεί το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης σε μια προσπάθεια να προσελκύσει επενδύσεις στη χώρα.
Τον Φεβρουάριο του 1999 στην επέτειο του Εl Caracazo έθεσε σε ισχύ το πρόγραμμα Plan Bolivar 2000, στο οποίο χρησιμοποίησε τις στρατιωτικές δυνάμεις για να επισκευάσει δρόμους και νοσοκομεία, αφαίρεσε στάσιμα νερά που ευνοούσαν την αναπαραγωγή κουνουπιών που μετέφεραν ασθένειες, προσέφερε δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και εμβολιασμούς, ενώ πούλησε φαγητό σε πολύ χαμηλές τιμές.
Τον Μάιο του 2000 δημιούργησε την δική του ραδιοφωνική εκπομπή, το Aló Presidente, ενώ εξέδωσε επίσης καινούριες εφημερίδες και περιοδικό. Οι ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές του εκπομπές ήταν πρωτοφανείς, αφού δεχόταν τηλεφωνήματα πολιτών, συζητούσε τις πρόσφατες αποφάσεις, τραγουδούσε και έλεγε αστεία, κάτι που δεν ήταν πρωτοποριακό μόνον για την Λατινική Αμερική, αλλά και για τα διεθνή δεδομένα.
Στη διάρκεια της θητείας του οργάνωσε δημοψήφισμα ελπίζοντας έτσι να στηρίξει τα σχέδια του για συντακτική συνέλευση. Το 88% ενέκρινε τα σχέδιά του και μολονότι σχεδόν το 60% των υποψηφίων για την νέα συνέλευση ήταν πολιτικοί του αντίπαλοι, οι υποστηρικτές του κατάφεραν να κερδίσουν το 95% των εδρών. Η συντακτική συνέλευση ανέστειλε θεσμούς που η ίδια θεωρούσε διεφθαρμένους και αντικατέστησε το Ανώτατο Δικαστήριο στο νέο σύνταγμα. Μολονότι κινήθηκε σε έννομα πλαίσια, πολλοί κατηγόρησαν τη συνέλευση για αυταρχισμό και απολυταρχία.
Το νέο σύνταγμα περιλάμβανε προοδευτικά στοιχεία, γραμμένο σε σύγχρονη γλώσσα, προωθώντας περιβαλλοντική φροντίδα, προστασία για τους αυτόχθονες, κοινωνικοοικονομικές εγγυήσεις και κρατικά οφέλη, αλλά και ενισχυμένες εξουσίες στον Τσάβεζ.
Στα επόμενα χρόνια, η χώρα μετονομάστηκε σε «Μπολιβαριανή Δημοκρατία της Βενεζουέλας», για να τιμηθεί ο ήρωας της ανεξαρτησίας, Σιμόν Μπολιβάρ. Η θητεία του προέδρου καθιερώθηκε σε 6 χρόνια και επετράπη η δεύτερη θητεία των Προέδρων. Ο Τσάβες, βάσει του νέου Συντάγματος, επανεκλέχθηκε πρόεδρος και ορκίστηκε στις 10 Ιανουαρίου του 2001.
Η νέα κυβέρνηση ήθελε να επαναφέρει τον εθνικό πλούτο υπό δημόσιο έλεγχο κρατικοποιώντας τους φυσικούς πόρους με την κρατική εταιρία πετρελαίου Petróleos de Venezuela S.A. (PDVSA). Εισήγαγε επίσης νέους νόμους με τους οποίους η PDVSA απέκτησε σταδιακά τον έλεγχο πολλών σχετικών ιδιωτικών επιχειρήσεων, ο έλεγχος των οποίων ήταν πλέον μεικτός. Μέχρι το 2006 οι 32 υπογεγραμμένες συμφωνίες που αφορούσαν αντίστοιχες εταιρείες οδήγησαν στην απόκτηση μεριδίου τουλάχιστον 51% από τον κρατικό φορέα.
Κατά τη διάρκεια της προεδρίας Τσάβες το αντικαθεστωτικό ρεύμα υπήρξε ισχυρό μεν, αλλά περιορισμένο. Κύρια πηγή των αντιδράσεων αποτέλεσε η στροφή του προοδευτικού ηγέτη στο κουβανέζικο μοντέλο. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι έκαναν λόγο για «κουβανοποίηση» της Βενεζουέλας. Οι στενές σχέσεις του Τσάβεζ με την Κάστρο και η προσπάθεια του να αλλάξει τη χώρα καθ’εικόνα της Κούβας έπληξε αρκετά τη δημοτικότητά του.
Παράλληλα η εκκαθάριση των αξιωματούχων της PDVSA, με πολλές απολύσεις και νέους διορισμούς συνοδευόμενες από δυσφήμιση των παλαιών στελεχών στα ΜΜΕ πυροδότησαν την οργή του κοινού η οποία εξελίχθηκε σε απόπειρα πραξικοπήματος.
Στις 11 Απριλίου του 2002 μαζικές διαδηλώσεις ξέσπασαν στο Καράκας κατά της Μπολιβαριανής κυβέρνησης, στις οποίες 20 άνθρωποι έχασαν τη ζωή του και πάνω από 110 τραυματίστηκαν. Μια ομάδα υψηλόβαθμων στρατιωτικών οργάνωσαν πραξικόπημα εκμεταλλευόμενοι την κοινωνική αναταραχή. Αφού κατάφεραν να αποκτήσουν σημαντική δύναμη, ο Πέδρο Καρμόνα αυτοανακηρύχθηκε πρόεδρος μεταβατικής κυβέρνησης. Ο Καρμόνα κατάργησε το σύνταγμα του 1999 και διόριζε μια μικρή επιτροπή για να κυβερνήσει τη χώρα.
Παρ’ όλα αυτά η απουσία λαϊκού ερείσματος στο επιχείρημα σε συνδυασμό με τις ισχυρές διαδηλώσεις υπέρ του Τσάβεζ επανέφεραν τον επαναστατικό ηγέτη στην εξουσία στις 14 Απριλίου.
Μετά το πραξικόπημα ο Τσάβεζ αποφάσισε να αναθεωρήσει την πολιτική του υιοθετώντας μια πιο μετριοπαθή στάση, διορίζοντας παράλληλα ένα νέο οικονομικό επιτελείο με κεντρώες απόψεις, ενώ επανέφερε το παλαιό συμβούλιο της PDVSA, η αντικατάσταση του οποίου έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην προσωρινή ανατροπή του.
Στις εκλογές του Δεκεμβρίου του 2006, στις οποίες μετείχε το 74% του εκλογικού σώματος, ο Τσάβες πέτυχε ισχυρή επανεκλογή, αυτή τη φορά αποσπώντας το 63% των ψήφων. Η διαδικασία κρίθηκε νόμιμη και ελεύθερη από τον Οργανισμό των Αμερικανικών Πολιτειών και το Κέντρο Κάρτερ. Μετά την εκλογή του, ο Τσάβες υποσχέθηκε ότι θα επεκτείνει την επανάσταση, το Ηνωμένο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Βενεζουέλας (Partido Socialista Unido de Venezuela, PSUV).
Στις 15 Δεκεμβρίου του 2006 ανακοίνωσε επισήμως ότι τα αριστερά κόμματα που συστηματικά υποστήριζαν την εκλογή του θα ενωθούν σε έναν μεγάλο ενιαίο πολιτικό φορέα. Στον λόγο που εκφώνησε για τη δημιουργία του νέου κόμματος, ο Τσάβεζ τόνισε πως τα παλαιά κόμματα «πρέπει να ξεχάσουν την δικιά τους δομή, τα χρώματα τα και τα συνθήματά τους, επειδή αυτά δεν είναι το πιο σημαντικό ζήτημα για την πατρίδα». Θεωρούσε ότι με αυτόν τον τρόπο θα κατάφερνε να καταπολεμήσει το φαινόμενο του πελατειακού κράτους και τη διαφθορά, ανεξαρτητοποιώντας το σοσιαλιστικό κίνημα από την ηγεσία του.
Τον Οκτώβριο του 2012 κερδίζει για τέταρτη φορά τις εκλογές με 54%, αρκετά μικρό ποσοστό συγκριτικά με την προηγούμενη εκλογή του. Τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα φαίνεται ότι εξακολουθούσαν να στηρίζουν τον Τσάβες, ενώ η αστική και μεσαία τάξη είχε αρχίσει να απομακρύνεται από αυτόν. Μάλιστα υπήρξαν αρκετές κατηγορίες που τον ήθελαν να καταχράται δημόσια κονδύλια για να ενισχύσει την προεκλογική του εκστρατεία.
Μετά από σκληρή και μακροχρόνια μάχη με τον καρκίνο ο Ούγκο Τσάβες δεν ανέλαβε ουσιαστικά καθήκοντα, αφού το μεγαλύτερο διάστημα της τελευταίας θητείας του βρισκόταν στην Κούβα για θεραπείες. Τελικά ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Νίκολας Μαδούρο ανακοίνωσε στις 5 Μαρτίου του 2013 ότι ο ηγέτης της επανάστασης άφησε την τελευταία του πνοή στο κρατικό νοσοκομείο του Καράκας.
Κριτική και Αριθμοί
Ο Ούγκο Τσάβες υπήρξε ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη προσωπικότητα εξαιτίας των μεθόδων που χρησιμοποίησε για να πετύχει τους στόχους του, αλλά και για τα μεγάλα φαινόμενα διαφθοράς που παρατηρήθηκαν εντός του καινούριου Δημοσίου. Είναι αλήθεια ότι μπορεί να κατηγορηθεί για πολλά από αυτά τα περιστατικά και ορισμένες κατηγορίες που του απέδωσαν οι πολιτικοί του αντίπαλοι πράγματι ευσταθούν, ωστόσο η συμβολή του στον εκσυγχρονισμό και την βοήθεια του μεσαίων και χαμηλών κοινωνικών τάξεων είναι πολυσήμαντη.
Το 1999 η ανεργία στη Βενεζουέλα άγγιζε το 14,5%, ενώ το 2009 είχε υποδιπλασιαστεί φτάνοντας το 7,6%. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ από 4,105 δολάρια το 1999 ξεπέρασε τα 10.500 δολάρια, ενώ ο αναλφαβητισμός σχεδόν εξαλείφθηκε. Παράλληλα η παιδική θνησιμότητα ανά 1.000 γεννήσεις έπεσε από τους 20 στους 13 θανάτους. Την ίδια περίοδο εξαγωγές πετρελαίου από τα 14,4 δισ. Δολάρια άγγιξαν τα 60 δισ. Το 2011 και η ακραία φτώχεια μειώθηκε δραματικά, από το 23,4% του πληθυσμού στο 8,5%.
Η δημοσιονομική πολιτική του Τσάβεζ περιλάμβανε ανακατανομή του πλούτου, αναμόρφωση των γαιών και εκδημοκράτιση των οικονομικών δραστηριοτήτων μέσω της αυτοκυβέρνησης των μέσων παραγωγής και της δημιουργίας εργατικών συνεταιρισμών.
Τα στοιχεία δεν είναι μόνον θετικά βέβαια, καθότι ο πληθωρισμός από το 23,6% ανέβηκε στο 31,6% το 2012 και η ισοτιμία του Bolivar με το δολάριο υποτιμήθηκε αρκετές φορές ξεπερνώντας τις 4 μονάδες μετά το 2011. Επίσης τα ποσοστά ανθρωποκτονιών ανά 100.000 κατοίκους αυξήθηκαν από 25 σε 45. Η αρνητική πορεία ορισμένων οικονομικών χαρακτηριστικών μπορεί να αιτιολογηθεί από το γεγονός ότι η οικονομία της ήταν άμεσα και υπερβολικά εξαρτημένη από την αγορά του πετρελαίου με αποτέλεσμα οι μεταβολές των τιμών του να την πλήττουν σημαντικά.
Αξίζει να σημειωθεί ότι Τσάβες έχει γίνει γνωστός και για πολλές φράσεις που κατά καιρούς έχει διατυπώσει. «Εδώ ακόμα μυρίζει ο διάβολος», είχε πει στην Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, αναφερόμενος στον Τζορτζ Μπους. Η πιο επίκαιρη, ωστόσο, αλλά και χαρακτηριστική ήταν η ρήση του στη σύνοδο της Κοπεγχάγης για την κλιματική αλλαγή, το 2009:
«Αν το κλίμα ήταν τράπεζα, θα το είχατε ήδη σώσει!»