«Δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ εκείνο το μεσημέρι μετά το σχόλασμα που ένα παιδί μού έβαλε τρικλοποδιά, έπεσα κάτω και ήρθε όλη η υπόλοιπη παρέα του και άρχισαν να γελούν μαζί μου, να με κλοτσούν σε σημείο που είχα μελανιές στα πλευρά μου για μέρες και να χοροπηδούν πάνω μου σαν να είμαι παιχνίδι. Για πολλά βράδια έκλαιγα, δεν ήθελα να ξαναπάω εκεί, δεν με ένοιαζε καν να μάθω γράμματα. Το σχολείο ήταν για μένα φυλακή. Πήγαινα μόλις πέμπτη δημοτικού».
Τα περιστατικά που έχει βιώσει, όπως εξομολογείται, είναι πολλά. Τα θυμάται όλα, αλλά πια δεν το επηρεάζουν. Από παιδί δεχόταν λεκτική και σωματική βία. Προτιμούσε να κάνει παρέα με κορίτσια, δεν ήταν αθλητικός τύπος και όλο αυτό «παραξένευε» τους συμμαθητές του. «Υπήρχε ένας… μάγκας στο σχολείο που μου έλεγε ότι αν του δώσω το χαρτζιλίκι μου, για μια βδομάδα δεν θα με πειράξει. Είχαμε και τέτοια, συμφωνίες για να είμαστε λίγο ήρεμοι», αναφέρει γελώντας τώρα πια.
Τα παιδικά του χρόνια ωστόσο ήταν διπλά δύσκολα, όπως σημειώνει, καθώς πέρα από το bullying είχε να συνειδητοποιήσει και να διαχειριστεί τις σεξουαλικές του προτιμήσεις. «Ήξερα πως αυτός ήταν ο κύριος λόγος που μερίδα συμμαθητών μου με ενοχλούσε. Απλά είναι περίεργο ένα παιδί να σου λέει στο δημοτικό με χλευαστικό τρόπο πως είσαι gay, όταν εσύ ο ίδιος δεν ξέρεις καλά – καλά τι γίνεται στο σώμα σου». Στα χρόνια που ακολούθησαν, τα πράγματα ξεκαθάρισαν αρκετά μες στο μυαλό του, τονίζει.
Μέχρι όμως να φτάσει σε αυτό το σημείο, υπήρξαν πολλές φορές που σκεφτόταν πού έχει κάνει λάθος και δέχεται καθημερινά τέτοιου είδους συμπεριφορές. Χρειάστηκαν πολλές ώρες εξομολογήσεων σε ειδικούς και μη, αλλά κυρίως πολλή δουλειά με τον εαυτό του για να προχωρήσει παρακάτω. «Δεν σκέφτηκα ποτέ να κάνω κακό στον εαυτό μου, θα ήταν σαν να τους κάνω το χατίρι και αυτοί οι τύποι μου είχαν κάνει ήδη πολύ κακό για να τους βοηθήσω».
Ερωτηθείς για το τι πιστεύει πως δεν έγινε σωστά εκείνη τη περίοδο, απάντησε ότι «στη δική μου περίπτωση αρκετά λάθη έκανε η μητέρα μου γιατί δεν ήξερε πώς να το διαχειριστεί όλο αυτό και υποθέτω μάλλον κατά βάθος δεν μπορούσε να δεχτεί τότε πως ο μονάκριβός της δεν θα την κάνει κάποια στιγμή γιαγιά. Ετσι δεν είδε έγκαιρα τα σημάδια και εγώ, από την άλλη, δεν πολυμιλούσα για να μην τη στεναχωρώ, με αποτέλεσμα τα πράγματα να παραμείνουν περίεργα για μεγάλο διάστημα».
Ενσυναίσθηση
Από την άλλη πλευρά, η Νάντια, 32 ετών, εκτιμά ότι το φαινόμενο έχει κυρίως διαστάσεις κοινωνικοπολιτικές. Σύμφωνα με την ίδια, δεν γίνονται από πριν όλες οι απαραίτητες ενέργειες προκειμένου να μη βιώνουν τα παιδιά τέτοιες καταστάσεις. «Η ενσυναίσθηση είναι να μάθεις να μπαίνεις στα παπούτσια του άλλου και αυτό δεν μας το μαθαίνουν», τονίζει με έμφαση.
Η ίδια στην εφηβεία της δέχτηκε πολλάκις επιθέσεις λεκτικής βίας, επειδή, όπως λέει, ήταν φιλήσυχη και η δική της ευχαρίστηση ήταν το διάβασμα. Αργότερα, παίρνοντας βάρος, οι «δυνατοί» του σχολείου την κατέκριναν τόσο για την εξωτερική της εμφάνιση όσο και για τον τρόπο που περνούσε την ώρα της στα διαλείμματα. Θυμάται χαρακτηριστικά να της παραβιάζουν το προσωπικό πεδίο, να της πετάνε τα πράγματα κάτω και να την κοροϊδεύουν. Οι ίδιοι μαθητές την επόμενη μέρα είχαν κλειδώσει μια συμμαθήτριά της μέσα στις τουαλέτες και την απειλούσαν ότι θα την κακοποιήσουν σεξουαλικά. Ηταν η τελευταία φορά που έκαναν επίδειξη ισχύος, μιας και την επόμενη δύο εξ αυτών αποβλήθηκαν από το σχολείο έπειτα από κινητοποιήσεις γονέων.
Ούτε η Νάντια αλλά ούτε και ο Θάνος μίλησαν στους γονείς τους για το τι βιώνουν. Οι οικογένειες το κατάλαβαν από τα πρώτα κατά τους ψυχολόγους σημάδια, τα οποία είναι μεταξύ άλλων η περιορισμένη έως και καθόλου όρεξη για δραστηριότητες, η θλίψη, τα νεύρα και η ακατανίκητη ανάγκη για απομόνωση. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στον «Ε.Τ.» της Κυριακής, «νομίζω πως όλο αυτό λειτούργησε αντίστροφα για μένα. Θέλησα όλες μου οι γνώσεις να περιστρέφονται γύρω από τις ανθρώπινες συμπεριφορές. Άλλωστε, αναλύοντάς τες, αφενός κατανοείς και αφετέρου αντιλαμβάνεσαι ποια είναι η πραγματική ρίζα αυτού του παγκόσμιου φαινόμενου».
Αν κάτι έχει μάθει απ’ όλο αυτό όπως επισημαίνει, είναι πως και οι θύτες είναι στην ουσία θύματα. «Οι περισσότερες περιπτώσεις ατόμων που μπαίνουν στη διαδικασία να ασκήσουν βία είναι όταν και οι ίδιοι έχουν δει στο σπίτι τους ανάλογες εικόνες».
Ερωτηθείσα αν όλο αυτό είναι κάτι που έχει ξεπεράσει, αποκρίθηκε πως μάλλον αυτό σφραγίζεται στις μνήμες, αλλά ωστόσο ήξερε από τότε πως το πρόβλημα το είχαν τα παιδιά και όχι η ίδια που ήταν διαφορετική. Για αυτόν το λόγο, άλλωστε, όλες τις αρνητικές σκέψεις που είχε κατά καιρούς τις μετέτρεψε σε δημιουργικότητα. «Δεν έχω ξεχάσει πώς ένιωθα, δεν έχω συγχωρήσει αυτές τις συμπεριφορές, απλά τώρα μπορώ να τις κατανοήσω», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]