Η ανέγερση επιτύμβιου μνημείου στους αφανείς ήρωες των πολέμων αποτελεί πρακτική που έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα, όταν στα κενοτάφια προς τιμήν των αφανών ή επώνυμων πεσόντων αποδίδονταν θυσίες και γίνονταν τελετές, ακριβώς ίδιες με αυτές των κανονικών ταφών.
Είναι άγνωστο στους περισσότερους αλλά το πρώτο ηρώο, παραπλήσιο με το γνωστό μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη, που κατασκευάζεται στον ελλαδικό χώρο μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό, δεν γίνεται στην Αθήνα αλλά στη Σύρο από το 19ο αιώνα. Είναι μόλις το 1858 όταν στην ακμάζουσα τότε Ερμούπολη Σύρου ο δημογέροντας του νησιού, Ζαννής Βούρος, προτείνει στον τότε δήμαρχο, Αμβρόσιο Δαμαλά, την ανέγερση μνημείου για τους πεσόντες αγωνιστές της Επανάστασης. Το αίτημα ξεχνιέται για πάνω από 20 χρόνια και επαναδιατυπώνεται το 1880, όταν ο δήμαρχος του νησιού, Δημήτρης Βαφιαδάκης, αναθέτει την εκτέλεση του έργου στον ντόπιο γλύπτη, Γεώργιο Βιτάλη, που το ολοκληρώνει το 1887, όταν και γίνονται τα αποκαλυπτήριά του.
Μαρμαροτεχνίτης σκαλίζει το κεφάλι του πεσόντος στη μάχη άγνωστου στρατιώτη.
Το έργο αναπαριστά μια ημίγυμνη γυναικεία μορφή, η οποία, με γυρισμένη την πλάτη στον κόσμο, χαράζει πάνω στη μαρμάρινη στήλη μια σύντομη νεκρολογία για τους ντόπιους που χάθηκαν στον αγώνα του νησιού για ελευθερία. Πάνω στη σαρκοφάγο κυριαρχεί λιοντάρι από πεντελικό μάρμαρο που, κατά το γλύπτη, παριστάνει «την Ελλήνων ανδρεία ηρεμούσαν». Η δημιουργία του Βιτάλη αλλάζει θέση αρκετές φορές, γιατί, κατά το Δημοτικό Συμβούλιο, γίνεται «η σκοποβολή των παίδων των γύρω συνοικιών», ώσπου τελικά μεταφέρεται στο Ναό του Αγίου Νικολάου, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα.
Η μεγάλη έκταση των εργασιών δεν παρεμπόδιζε στο ελάχιστο τη ζωή των κατοίκων της πρωτεύουσας, αφού οι δρόμοι ήταν άδειοι από αυτοκίνητα.
Εκτός της… πρωτοπόρου Σύρου στον υπόλοιπο κόσμο από τα τέλη του 19ου αιώνα, και ιδίως μετά τον ολέθριο Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πολλά κράτη δημιουργούν αντίστοιχα μνημεία σε χιλιάδες πόλεις και χωριά τους, τιμώντας έτσι τους πεσόντες κάθε περιοχής. Το 1920 δημιουργούν η Αγγλία και η Γαλλία, το 1921 οι ΗΠΑ και η Πορτογαλία κ.λπ. Το 1921 η εφημερίδα «Εσπερινή», εν μέσω Μικρασιατικής Εκστρατείας και στηριζόμενη στο ότι σχεδόν κάθε ελληνική οικογένεια έχει κάποιο νεκρό στρατιώτη στο Μέτωπο, προτείνει τη δημιουργία μνημείου του άγνωστου τσολιά. Τέσσερα χρόνια μετά, το 1925, οι σκέψεις για δημιουργία αντίστοιχου μνημείου στην πρωτεύουσα συγκεκριμενοποιούνται, με το σημείο χωροθέτησης ν’ αποτελεί νέο πεδίο μεγάλων αλλά… άσφαιρων μαχών.
Το ματωμένο «βασίλειο» των Ασαντ: Μισός αιώνας σκληρής δικτατορίας στη Συρία
Αρχές της δεκαετίας του ’30 ο χώρος ανακατασκευάζεται και εκεί όπου σήμερα είναι το μνημείο κυριαρχούν τα υποζύγια που βοηθούν στις χωματουργικές εργασίες.
Την επόμενη χρονιά η δικτατορία Θεόδωρου Πάγκαλου, έχοντας την έμπνευση μετατροπής του παρηκμασμένου κτιρίου των πρώην ανακτόρων σε υπουργείο Στρατιωτικών, προκηρύσσει καλλιτεχνικό διαγωνισμό για «…την υποβολήν μελέτης ανεγέρσεως τάφου Αγνώστου Στρατιώτου εις την έμπροσθεν των Παλαιών Ανακτόρων πλατείαν καταλλήλως προς τούτο διαρυθμιζομένην». Το διαγωνισμό κερδίζει η μελέτη του αρχιτέκτονα Εμμανουήλ Λαζαρίδη με την ανάγλυφη παράσταση σε προσχέδιο του γλύπτη Θωμά Θωμόπουλου, ενώ η οριστική χωροθέτηση κατασκευής του στην πλατεία των παλαιών ανακτόρων, έπειτα από πολλές παλινωδίες και αντιδράσεις, έρχεται το 1929 από τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Ο τελευταίος με ομιλία του στη Βουλή αναφέρει πως το μνημείο πρέπει να βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, ενώ τονίζει το συμβολικό συνδυασμό της μετατροπής των παλαιών ανακτόρων σε Βουλή με τη θυσία του άγνωστου στρατιώτη να υπερασπίζει τους δημοκρατικούς θεσμούς.
Τα προβλήματα όμως στη δημιουργία του μνημείου δεν σταματούν εκεί, αφού υπάρχουν ακόμα πολλές αντιδράσεις για τα πάντα: το χώρο κατασκευής, τον πολιτικό συμβολισμό, την αισθητική, την αποκοπή του κτιρίου από την πλατεία και αρκετά άλλα. Ο δημιουργός του μνημείου προσπαθεί να απαντήσει σε κάποιες από τις ενστάσεις: «…ο τάφος του Αγνώστου και η προ των παλαιών Ανακτόρων πλατεία έπρεπε να αποτελέσει εν καλλιτεχνικόν σύνολον αδιαίρετον, ούτως ώστε τάφος και πλατεία να αποτελέσωσιν εν και μόνον θέμα, το του μνημείου». Οι περισσότερες αντιδράσεις έχουν να κάνουν με τη ριζική αλλαγή του χώρου, ο οποίος ανασκάπτεται και κατεβαίνει επτά μέτρα για να βρεθεί το μνημείο στο ίδιο ύψος με την οδό Αμαλίας, κάνοντας το δημοσιογράφο, ακαδημαϊκό και τότε διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης, Ζαχαρία Παπαντωνίου, να καταθέτει μέσω του Τύπου τις ενστάσεις του: «Χάσαμε την ήρεμη όψη του βαυαρικού κτηρίου για να κερδίσουμε τι; Ποιος θα το έλεγε! Τον αισθητικό εφιάλτη ότι το κτήριο των ανακτόρων είναι στον αέρα».
Ετσι ήταν η περιοχή στα μέσα του 19ου αιώνα όταν στο μεγαλόπρεπο κτίριο στεγάζονταν τα βασιλικά ανάκτορα, που ήταν πλήρως ενοποιημένα με τον Εθνικό Κήπο που ονομαζόταν βασιλικός, ενώ στη θέση του σημερινού μνημείου υπήρχαν δέντρα.
Παρά τις αντιδράσεις και τις υπόνοιες οικονομικού σκανδάλου λόγω της κατακόρυφης αύξησης του κόστους κατασκευής που πλησιάζει τα 6.500.000 δρχ., τις αλλαγές στο αρχικό σχέδιο, αλλά και τις διαφωνίες μεταξύ των δημιουργών που οδηγούν σε απομάκρυνση τον Θωμά Θωμόπουλο και αντικατάστασή του με τον Φωκίωνα Ρωκ, το μνημειώδες έργο ολοκληρώνεται. Τα αποκαλυπτήριά του στις 25 Μαρτίου 1932 προσθέτουν τον αυτονόητο εθνικό συμβολισμό που επιβάλλει ο χώρος.
Το έργο αναπαριστά το σώμα ενός νεκρού πολεμιστή που κρατά στο αριστερό του χέρι μια ασπίδα, στο κεφάλι του φορά ακόμα το κράνος του, ενώ η στάση του πεσμένου σώματός του είναι τέτοια που δίνει την εντύπωση ότι είναι αέναα έτοιμος να σηκωθεί και να συνεχίσει τη μάχη. Αριστερά και δεξιά του μνημείου υπάρχουν αποσπάσματα έργων του Θουκυδίδη, ενώ στον τοίχο του χαράζονται οι μάχες του Α’ και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, της Μικρασιατικής Εκστρατείας, οι επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού σε Ρωσία και Κορέα, ενώ μόλις πριν από μερικά χρόνια προστέθηκαν και αυτές της Κύπρου. Την εικοσιτετράωρη τιμητική φύλαξη του μνημείου αναλαμβάνει λόχος της Φρουράς του Προέδρου της Δημοκρατίας που ανά εποχή μετονομάζεται σε Βασιλική Φρουρά για να συνεχίσει σήμερα ως Προεδρική Φρουρά. Στο χώρο μεταφέρεται φως από το Μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, που από τότε καίει στο μέσο του κενοταφίου.
Πώς υποδέχτηκε ο Τύπος το έργο
Οι εφημερίδες, παρά τις ανά καιρούς αντιδράσεις τους για τους λόγους που αναφέραμε παραπάνω, αντιμετωπίζουν με ικανοποίηση την κατασκευή του έργου. Κάποιες δίνουν μια περισσότερο πρακτική αξιοποίηση του χώρου: «Από την εποχή που ετερματίσθη ο πόλεμός μας με τους Τούρκους, πολλές φορές οι ξένοι επίσημοι που επεσκέπτοντο τας Αθήνας ευρίσκοντο σε δίλημμα πού έπρεπε να καταθέσουν τα στεφάνια που συνηθίζεται να καταθέτουν στον τάφο του Αγνώστου Στρατιώτου. Κι έτσι εγυρνούσαν από τον ανδριάντα του Ρήγα του Φεραίου και του Γρηγορίου Ε’ στο ηρώο των πεσόντων».
Τα αποκαλυπτήρια του μνημείου την 25η Μαρτίου 1932.
Αλλες τονίζουν την αντίθεση με την αυξανόμενη λειτουργία των κέντρων διασκέδασης: «Μες εις τα τόσα ανεγειρόμενα και ως μανιτάρια εμφανιζόμενα ντάνσινγκς και μπαρ, πολλά άλλα κέντρα χλιδής, τέρψεως, ηδονοφιλίας, θα ιδρυθεί επί τέλους και εν σεμνόν μνημείον, ο τάφος του Αγνώστου Στρατιώτου».
Οι περισσότερες όμως το προσεγγίζουν με βάση το εθνικό συναίσθημα εστιάζοντας στο συμβολισμό του μνημείου:
«Πας όστις έχασε αγαπημένην ύπαρξιν κατ’ αυτούς θα είναι υπερήφανος εις την θέαν του μνημείου τούτου. Θα ανήκει εις ένα έκαστον τιμημένον νεκρόν πολεμιστή, χωρίς να έχει το ιδιαίτερον όνομά του και θα ανήκει σε όλους. Τόσο ευρεία, υψηλή, γενική τιμή, αλλά και τόσον ιδιαιτέρα. Πας στέφανος και κάθε λουλουδάκι κατατιθέμενον επί της μαρμάρινης λάρνακος θα είναι ευλαβές μνημόσυνον του μεγάλου χορού των ενδόξων νεκρών μας, οι οποίοι έφερον την ελληνικήν σημαίαν εκεί που έλαμψε δια μέσου των αιώνων ο τόσον ιδιάζων ελληνικός πολιτισμός, προ των ιστορικών δεδομένων του οποίου φίλοι και εχθροί δεν δύνανται να κρύψουν τον θαυμασμόν των. Ητο καιρός να ενθυμηθώμεν ιερόν καθήκον, την έκφρασην τιμής, ευγνωμοσύνης, σεβασμού της φυλής προς τον άγνωστον στρατιώτην. Περισσεύει πολύ μάρμαρον εις το Πεντελικόν, ώστε να λαξευτεί εξ αυτού σεμνοπρεπής, αυστηρά, ωραία λάρναξ, όπως τοποθετηθεί εις κεντρικόν μέρος της πρωτευούσης. Και ίσως επιτυχέστερον μέρος δεν θα ηδύνατο να ευρεθεί από την πλατείαν των παλιών ανακτόρων».
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΡΔΟΚΑΣ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής