Ομως, δεν ήταν πάντα έτσι και σίγουρα δεν ήταν μόνο έτσι. Πριν ακόμα από την απελευθέρωση της χώρας από τον τουρκικό ζυγό, πολλοί ήταν οι ξένοι που την επισκέπτονταν, άλλες φορές γοητευμένοι από το κύμα φιλελληνισμού και αρχαιολατρίας που επικρατούσε εκείνη την περίοδο στην Ευρώπη και άλλες για πιο ιδιοτελείς σκοπούς, όπως η αρχαιοκαπηλία. Οι κριτικές για την υποδουλωμένη χώρα και τους ανθρώπους της δεν ήταν πάντα διθυραμβικές…
Ο περιηγητής Ντε Κουρμόν αναφέρει στα 1742: «Στην Αθήνα βρισκόμουν αρχές Μαΐου. Η ζέστη ήταν αφόρητη. Νόμιζα πως αυτό ήταν κάτι το περαστικό και ρώτησα τον πρόξενό μας, που μας φιλοξενούσε στο σπίτι του, πότε υπήρχε η πιθανότητα να δροσίσει. Με κοίταξε περίεργος και απάντησε: “Ακόμα δεν άρχισε η ζέστη. Η μεγάλη ζέστη εννοώ. Οσο για το δρόσισμα που περιμένεις, δεν θ’ αρχίσει πριν από την γιορτή του Αϊ-Δημήτρη. Δηλαδή τον Οκτώβριο”. Πραγματικά, το καλοκαίρι που πέρασα στην Αθήνα, ήταν σαν να το έζησα στην κόλαση. Ολο αυτό το διάστημα δεν έβρεξε ούτε μία φορά και δεν ένιωσα το πρόσωπό μου να δροσίζεται έστω κι από μία πνοή αέρα. Το χειρότερο ήταν η έλλειψη νερού. Ολοι οι κάτοικοι το πίνουν με το σταγονόμετρο».
Η ζέστη αποτελούσε πράγματι το μεγαλύτερο πρόβλημα για τους ξένους επισκέπτες της παρακμασμένης Αθήνας. Αν αφαιρέσουμε από το ελληνικό καλοκαίρι τα θαλασσινά μπάνια, που τότε ήταν άγνωστα, τις σύγχρονες πηγές δροσιάς (κλιματισμός, ανεμιστήρες κ.λπ.) και προσθέσουμε περισσότερα και βαρύτερα ρούχα από τα σημερινά, τότε ίσως καταλάβουμε τα προβλήματα του Ιταλού ερευνητή Μαντσόνι, που επισκέφθηκε την Αθήνα την ίδια περίοδο: «Από τον Μάιο που βρίσκομαι στην Αθήνα, ο τόπος φλέγεται. Ως τα μέσα Νοεμβρίου δεν έβρεξε παρά μονάχα μία φορά, πριν από δέκα ημέρες περίπου. Η βροχή ετούτη δεν κράτησε παρά μονάχα πέντε λεπτά. Υστερα η ζέστη ξανάρχισε πιο δυνατή. Η γυναίκα μου αρρώστησε. Νομίζω, ή μάλλον είμαι βέβαιος, ότι πιο ζεστό καλοκαίρι δεν υπάρχει πουθενά αλλού εκτός από την Αθήνα. Μου μιλούν συχνά για την Αφρική. Δεν νομίζω να είναι χειρότερα από εδώ. Τέτοια αφόρητη ζέστη δεν πιστεύω να γνώρισε ποτέ κανένας άλλος τόπος. Το νερό είναι ελάχιστο. Οι κάτοικοι το μαζεύουν μέσα σε στέρνες, αλλά δεν τους επαρκεί για όλο το καλοκαίρι. Οι βρύσες και τα πηγάδια στερεύουν. Και δυστυχώς, είμαι υποχρεωμένος να μείνω άλλους δύο μήνες για να αποτελειώσω τις επιστημονικές μου μελέτες».
Ο Αγγλος αρχαιολόγος Τζον Σμάιθ, που έφτασε στην Αθήνα το 1753, επιχείρησε να συνδέσει το κλίμα της δικής του εποχής με εκείνο των κλασικών χρόνων της αρχαιότητας: «Το καλοκαίρι στην Αθήνα είναι φρικτό. Οι σοφοί, που ζούσαν στο αρχαίο άστυ τον καιρό του Σωκράτη, αναφέρουν στα γραφτά τους ότι στη διάρκεια των έξι μηνών, δηλαδή από τον Μάιο ως τον Οκτώβριο, όχι μονάχα δεν έβρεχε ούτε μια φορά, αλλά και η ζέστη ήταν αφόρητη. Η ανομβρία τρομακτική. Η έλλειψη νερού τρέλαινε κυριολεκτικά τους κατοίκους, που έπαιρναν τα βουνά μήπως δροσιστούν. Το κακό αυτό συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Ισως μάλιστα ακόμα χειρότερα. Οι πέτρες καίνε και δεν μπορείς να τις κοιτάξεις από την αντανάκλαση του ήλιου. Και οι νύχτες που έρχονται είναι πιο ζεστές από τις ημέρες. Τα σπίτια μέσα βράζουν γιατί δεν φυσάει από πουθενά».
Ντεγκρέτσια: Η αμηχανία ενός επώνυμου με ονομασία προέλευσης... - Η μακρά ιστορία από την αρχή
H ζέστη δεν αποτελούσε το μοναδικό πρόβλημα των ξένων περιηγητών στην προεπαναστατική Ελλάδα. Ο αρχιτέκτονας Τσαρλς Ρομπέρ Κόκερελ, που φτάνει στη Σπάρτη την άνοιξη του 1810, χαρακτηρίζει τους κατοίκους της πόλης άγριους: «Το σύνορο της Μάνης φτάνει μέχρι 1 χλμ. πριν από την Καλαμάτα και η συνύπαρξη των άγριων κατοίκων της, οι οποίοι είναι τόσο άγριοι όσο και οι Τούρκοι, μα ακόμα πιο γενναίοι απ’ αυτούς, κάνει τους τελευταίους να είναι πιο πράοι απ’ ό,τι σε άλλες περιοχές της χώρας, δηλαδή σε γενικές γραμμές, γιατί σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να είναι πολύ βίαιοι». Αφορμή για αυτή του την άποψή ίσως αποτελεί κάποια δολοφονία που έγινε κάτω από το παράθυρο του σπιτιού όπου διέμενε: «Ηταν ένα ανατριχιαστικό γεγονός, που συνέβη μπροστά στα μάτια μας. Εκτός απ’ αυτό το περιστατικό μάς διηγήθηκαν πολλές φρικιαστικές ιστορίες με βιαιότητες Μανιατών και Αλβανών που έκαναν το αίμα μου να παγώσει και αμαύρωσαν τις ευχάριστες αναμνήσεις που είχα από τη βάρβαρη αυτή περιοχή». Παρακάτω στο ημερολόγιό του χαρακτηρίζει τους τότε κατοίκους της Σπάρτης «κάθε άλλο παρά ανεξάρτητους, πολύ καταπιεσμένους, μίζερους και πιο ανόητους απ’ όλους τους Ελληνες».
Στις αρχές του 19ου αιώνα επισκέπτεται τη χώρα ο Αμερικανός διπλωμάτης, φιλόλογος και μετέπειτα πρόεδρος της Τράπεζας των ΗΠΑ Νίκολας Μπιντλ, που παρότι θεωρείται ένθερμος φιλέλληνας, πολλές φορές στο ημερολόγιό του γίνεται πολύ πικρός για τη χώρα και τους κατοίκους της. Χαρακτηρίζει την πόλη της Πάτρας «…τόσο βαρετή, που αν και μου συμπεριφέρθηκαν πολιτισμένα, ήμουν πολύ χαρούμενος όταν έφυγα». Για τον Παρνασσό λέει: «…τόσο διάσημος στην ελληνική μυθολογία, μα είναι ένα βουνό ελάχιστα ελκυστικό για τον απλό επισκέπτη. Είναι ένας άγονος όγκος, με γαλαζωπό και γκρίζο χρώμα…», ενώ τους Ελληνες της Λαμίας τούς χαρακτηρίζει ως «λαουτζίκο που ζει γύρω από τη Λαμία και τον Μώλο, δεν γνωρίζει την ανδρεία που σηματοδοτούν οι Θερμοπύλες και οι ατελείς θεσμοί τους δεν τους έχουν εμφυσήσει ακόμα τον εκλεπτυσμένο και φλογερό πόθο της ελευθερίας».
Από τον καθηγητή Ελληνικής Λογοτεχνίας και Ιστορίας Ιρβιν Μανάτ έχουμε μια αναφορά περί θρησκευτικού τουρισμού στη χώρα, ενώ αναφέρεται σε οικονομική εκμετάλλευση των ταξιδευτών από τους ντόπιους όταν επισκέπτεται την Τήνο, στα τέλη του 19ου αιώνα: «Στην Τήνο έδωσα 3-4 φορές πάνω από το ναύλο του προσκυνητή, αλλά οι βαρκάρηδες ζήτησαν τα διπλά», θα γράψει στο βιβλίο του «Μέρες του Αιγαίου», ενώ λίγο παρακάτω, αναφέρεται και στην πανάκριβη διαμονή του στο νησί: «Ενα άλλο δίπλα, το “Εστιατόριον”, πρόσφερε ένα ή δύο κρεβάτια σ’ ένα καμαράκι αντί δέκα δραχμών, ή ολόκληρο το καμαράκι αντί 20 δραχμών τη νύχτα.
Σε ένα κατάστημα που πουλούσε εικόνες εκεί κοντά, υπήρχε χώρος και κρεβάτι αντί 15 δρχ. Ευτυχώς έμαθα για μια μικρή ταβέρνα που λεγόταν “Ξενοδοχείον η Τήνος”, κοντά στη θάλασσα, και εκεί ο Πέτρος μού διέθεσε ένα μικρό δωμάτιο αντί 5 δρχ. όχι πολύ περισσότερο απ’ όσο θα πλήρωνε κάποιος σ’ ένα καλό αθηναϊκό ξενοδοχείο. Ηταν καθαρό και άνετο και αν ο Πέτρος είναι ακόμα εκεί, αξίζει ν’ αναζητήσει ο επισκέπτης αυτό το μέρος, αρνούμενος να πληρώσει ένα μηνιάτικο ενός σπιτιού για μία νύχτα».
Η κυρία της Τιμής της Αμαλίας που δεν άντεξε το αθηναϊκό θέρος
Παραφράζοντας τη γνωστή ρήση του Ρωμαίου ποιητή Οράτιου ότι οι Ρωμαίοι κατέκτησαν τους Ελληνες με τα όπλα και οι Ελληνες κατέκτησαν τους Ρωμαίους με τον πολιτισμό τους, μπορούμε να πούμε ότι τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Οθωνα οι Βαυαροί μπορεί να διοίκησαν την Ελλάδα με τα όπλα και τη διπλωματία, αλλά «υποτάχθηκαν» στις καλοκαιρινές κλιματικές ιδιαιτερότητες του τόπου. Οι περισσότεροι Βαυαροί διοικητικοί υπάλληλοι, αυλικοί και στρατιώτες πραγματικά υπέφεραν κάτω από τον ελληνικό ήλιο. Δεν κατάφεραν ποτέ να συνδυάσουν τις βαριές τοπικές και στρατιωτικές τους ενδυμασίες με το κλίμα του τόπου μας, με αποτέλεσμα η καθημερινότητά τους κατά τη μακρά καλοκαιρινή περίοδο να είναι δυσβάστακτη.
Μία από τις κυρίες της Τιμής της Αμαλίας δεν αποδέχτηκε ποτέ το ελληνικό καλοκαίρι και έτσι στο ημερολόγιό της ονειρευόταν την ημέρα που θα άφηνε την καυτή και άνυδρη Αθήνα για να επιστρέψει στη δροσερή της πατρίδα…
Σήμερα μίλησα στη βασίλισσα και της είπα ότι θα την εγκαταλείψω. Της εξήγησα ότι μου είναι τελείως αδύνατο να ζήσω σε αυτό τον τόπο. Η ζέστη όχι μονάχα σε παραλύει, όχι μονάχα σε κάνει άβουλη, αλλά νομίζεις ότι από τη μια στιγμή στην άλλη θα πέσεις και δεν θα σηκωθείς. Ολη η Αθήνα είναι μια φλόγα. Οι καημένοι οι αυλικοί υποφέρουν αφάνταστα κλεισμένοι μέσα στα σκληρά κολάρα τους. Πιστεύω ότι ευχαρίστως θα τα χτυπούσαν χάμω για να πάνε να κατοικήσουν σε μια ερημιά. Ασφαλώς, εκεί θα υπάρχει κάποια δροσιά. Από τον Μάιο έχει να βρέξει και τώρα είναι αρχές Νοεμβρίου. Δεν ξέρω πόσο ακόμα θα κρατήσει αυτό το απαίσιο βασανιστήριο. Εκείνο που ξέρω όμως με βεβαιότητα είναι ότι εγώ είμαι αποφασισμένη να εγκαταλείψω τον τόπο αυτό και να ξαναγυρίσω στη δροσερή μου πατρίδα».
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΡΔΟΚΑΣ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής