Οι αντιδράσεις των τελευταίων στρέφονται εναντίον των συνεχώς αυξανόμενων Εβραίων προσφύγων που φτάνουν στην Παλαιστίνη, αλλά και των Αγγλων αποικιοκρατών που είχαν τη διοίκηση της περιοχής από το 1920, συνεργαζόμενοι στενά με την εβραϊκή -τότε- μειονότητα. Το εβραϊκό Ολοκαύτωμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οδηγεί τις Μεγάλες Δυνάμεις στην απόφαση της ίδρυσης του ισραηλινού κράτους, κάτι που από άλλους αιτιολογείται ως «ενοχή» της διεθνούς κοινότητας για τα δεινά των Εβραίων και από άλλους ως απομάκρυνση του «προβλήματος» κάπου πολύ μακριά από τους ίδιους. Η Διακήρυξη Ανεξαρτησίας του Ισραήλ, το 1948, οδηγεί σε εκτοπισμό εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιους από τις πατρογονικές τους περιοχές και βάζει τις βάσεις στο νεότερο Παλαιστινιακό πρόβλημα.
Οι Αραβοισραϊλινοί πόλεμοι του 1948 και του 1956 βρίσκουν νικητή το Ισραήλ, που εδραιώνεται πληθυσμιακά, στρατιωτικά και εδαφικά στην περιοχή, δημιουργώντας όμως απύθμενο μίσος στους Αραβες γείτονές του. Από την άλλη πλευρά, τα αραβικά εθνικά κινήματα καταφέρνουν παντού τους στόχους τους: στον εθνικοαπελευθερωτικό Αλγερινό αγώνα του 1954-1962, στην ανεξαρτησία της Αιγύπτου το 1952, του Ιράκ το 1958 και της Συρίας το 1946, αλλά όχι στην Παλαιστίνη, που μετατρέπεται πλέον σε σύμβολο αντίστασης ενάντια στη Δύση.
Η νέα κλιμάκωση στην περιοχή έρχεται το 1967, με την Αίγυπτο να εμποδίζει τον ανεφοδιασμό του Ισραήλ από την Ερυθρά Θάλασσα, να συγκεντρώνει στρατεύματα στη Χερσόνησο του Σινά, απομακρύνοντας παράλληλα τις δυνάμεις του ΟΗΕ από την περιοχή. Οι Παλαιστίνιοι ανατινάζουν το σύστημα άρδευσης στο Βόρειο Ισραήλ, ενώ Σύροι κομάντος συλλαμβάνονται σε ισραηλινό έδαφος.
Το ίδιο διάστημα, ο Αιγύπτιος πρόεδρος Νάσερ, κύριος εκφραστής του ριζοσπαστικού αραβικού εθνικισμού, ενός κινήματος που είχε οπαδούς σε όλο τον κόσμο, απειλούσε φραστικά το Ισραήλ με καταστροφή: «Αν το Ισραήλ προχωρήσει σε επίθεση ενάντια στη Συρία ή την Αίγυπτο, ο αγώνας ενάντια στο Ισραήλ θα είναι γενικευμένος και δεν θα περιοριστεί στα σύνορα της Συρίας ή της Αιγύπτου. Η μάχη θα είναι γενικευμένη και ο στόχος μας θα είναι να καταστρέψουμε το Ισραήλ». Ουσιαστικά ο Νάσερ, με αυτές τις απειλές, είχε «απαντήσει» στον τότε αρχηγό του Γενικού Επιτελείου του Ισραήλ, Γιτζάκ Ράμπιν, ο οποίος δήλωνε τον Απρίλιο: «Ερχεται η στιγμή που θα βαδίσουμε στη Δαμασκό για να ανατρέψουμε τη συριακή κυβέρνηση».
Στις 5 Ιουνίου 1967, στις επτά το πρωί, ισραηλινά αεροσκάφη, χωρίς να γίνουν αντιληπτά από τα εχθρικά ραντάρ, βομβαρδίζουν τα αιγυπτιακά πολεμικά αεροπλάνα που δεν προλαβαίνουν ούτε να σηκωθούν. Μέσα σε τρεις ώρες έχει καταστραφεί ολοκληρωτικά η πολεμική αεροπορία της Αιγύπτου, ενώ πριν ολοκληρωθεί η πρώτη μέρα του πολέμου, τα ισραηλινά τανκ έχουν καταλάβει τη Λωρίδα της Γάζας. Ο αιφνιδιασμός είναι πλήρης, ενώ ο πανικός που ακολουθεί οδηγεί σε άτακτη υποχώρηση τον αιγυπτιακό στρατό, προσφέροντας έναν ακόμη εύκολο στόχο στα ισραηλινά αεροσκάφη.
Παράλληλα, το Ισραήλ ανοίγει μέτωπα και στα σύνορα με Συρία και Ιορδανία και ο πόλεμος γενικεύεται σε όλη τη Μέση Ανατολή. Ο ισραηλινός στρατός δείχνει «έτοιμος από καιρό» για αυτό τον πόλεμο, εφαρμόζοντας το σχέδιο «Εστίαση», που είχε ετοιμαστεί το 1963 από το ισραηλινό επιτελείο. Ο αμερικανικός 6ος Στόλος καταφτάνει άμεσα από το Γιβραλτάρ, παρέχοντας ψυχολογική και πρακτική προστασία στο Ισραήλ και «μπλοκάροντας» πιθανή από θαλάσσης παρέμβαση των Σοβιετικών.
Τις επόμενες ημέρες η ήττα των Αράβων είναι ολοκληρωτική. Το Ισραήλ έχει θέσει υπό τον έλεγχό του όλη τη Χερσόνησο του Σινά, τα Υψίπεδα του Γκολάν, τη Δυτική Οχθη του Ιορδάνη και την Ιερουσαλήμ. Αν ο ισραηλινός στρατός ήθελε, θα μπορούσε να φτάσει μέχρι το Κάιρο και τη Δαμασκό. Μέσα σε έξι μόνο ημέρες το Ισραήλ έχει τριπλασιάσει την έκτασή του, στρατιωτικά είναι αναμφισβήτητα ο κυρίαρχος της περιοχής, πολιτικά όμως είναι απλά ο βασιλιάς της ζούγκλας.
Και ενώ το Ισραήλ φάνηκε «έτοιμο από καιρό» για τον πόλεμο, εμφανίστηκε εντελώς ανέτοιμο να διαχειριστεί τη νίκη του, μια και τη διαδέχτηκε ένα κύμα ευφορίας που, κατά τον Ισραηλινό ιστορικό, Ιλάν Γκρεϊλσαμέρ, «ενίσχυε την αίσθηση του ανίκητου και της επιστροφής στις ρίζες της εβραϊκής ιστορίας». Οι Ισραηλινοί είχαν αποκτήσει και πάλι, μέσα σε έξι μόλις ημέρες, τους βιβλικούς πάτριους τόπους τους, από το Τείχος των Δακρύων στην Ιερουσαλήμ μέχρι τον τάφο του Ιωσήφ στη Ναμπλούς, είχαν μαζί τους τις Μεγάλες Δυνάμεις που στο… Ισραήλ έβλεπαν έναν αξιόπιστο «χωροφύλακα» στη δυσπρόσιτη για αυτούς περιοχή και είχαν ένα σημαντικό μέρος της διεθνούς κοινής γνώμης υπέρ τους, ως ένα νέο κράτος περιτριγυρισμένο από εχθρούς.
Τα μόνα «προβλήματα» της νίκης, εκείνο το διάστημα, ήταν η απόφαση 242 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, που ζητούσε την αποχώρηση των ισραηλινών δυνάμεων από τα κατεχόμενα εδάφη και οι ενστάσεις κάποιων ειρηνιστών της εποχής. Ο φιλόσοφος Λεϊμπόβιτς, που μιλούσε για «καταστροφή» αν οι Ισραηλινοί δεν επέστρεφαν άμεσα στα πριν από τον πόλεμο σύνορα, ο συγγραφέας Αμος Κέναν, που έλεγε ότι «θέτουμε τις βάσεις της μελλοντικής τρομοκρατίας», και ο Αβραάμ Γιεοσούα, που χαρακτήρισε τον πόλεμο «μητέρα των λαθών». Οι Ισραηλινοί στρατοκράτες αγνόησαν τις παραπάνω ενστάσεις και μέσα στους επόμενους κιόλας μήνες εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιοι εξαναγκάστηκαν να αποχωρήσουν από τα πατρογονικά τους εδάφη, υπογράφοντας μάλιστα μια δήλωση ότι αποχωρούν με τη θέλησή τους, ενώ στις ίδιες περιοχές ξεκίνησε ένα τεράστιο κύμα εποικισμού από Εβραίους πρόσφυγες.
Η συντριβή των Αράβων αποτέλεσε γι’ αυτούς τη δεύτερη «Αλ-Νάκμπα», δηλαδή τη δεύτερη καταστροφή μετά την ημέρα ίδρυσης του Ισραήλ. Παράλληλα, οδήγησε στην απομυθοποίηση του κινήματος του ριζοσπαστικού αραβικού εθνικισμού και έφερε στην επιφάνεια αντάρτικα κινήματα, όπως η Φατάχ του Γιασέρ Αραφάτ, που στην πορεία θα ελέγξει και την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO), το Λαϊκό Μέτωπο και το Δημοκρατικό Μέτωπο, καθώς και άλλες μικρότερες αντάρτικες ομάδες. Η νέα αραβική γραμμή εκφράστηκε για πρώτη φορά μέσα στον ΟΗΕ με τα τρία «Οχι»: «Οχι» στην αναγνώριση του Ισραήλ, «Οχι» στις διαπραγματεύσεις, «Οχι» στην ειρήνη.
Η στρατηγική του… προληπτικού χτυπήματος
Αν εξετάσουμε τον πόλεμο των έξι ημερών ψυχρά στρατηγικά, ήταν μια πολύ αποτελεσματική εφαρμογή του προληπτικού χτυπήματος. Η συγκεκριμένη στρατηγική μπορεί να εφαρμοστεί από ένα κράτος το οποίο είναι βέβαιο ότι επίκειται επίθεση εναντίον του και έχει τα απαραίτητα όπλα και τη δομή για να χτυπήσει εκείνο πρώτο τον εχθρό του, πιάνοντάς τον απροετοίμαστο.
Στην πράξη, δύο παράγοντες έχουν καθοριστική σημασία ως προς την επιτυχία μιας τέτοιας ριψοκίνδυνης κίνησης: Ο πρώτος είναι η σωστή και ακριβής πληροφόρηση, καθώς η απόφαση για το προληπτικό χτύπημα λαμβάνεται ακριβώς πριν από την εκδήλωση της επίθεσης του εχθρού. Στην περίπτωση του αραβοϊσραηλινού πολέμου, το εθνικό συμβούλιο του Ισραήλ αποφάσισε να εξαπολύσει επίθεση στις 2 Ιουνίου, λίγο πριν από την αναμενόμενη επίθεση των Αράβων. Η απόφαση πάρθηκε σε θυελλώδες κλίμα, καθώς η στρατιωτική ηγεσία, με αρχηγό τον Γιτζάκ Ράμπιν, πίεζε τους πολιτικούς να προβούν σε μια επιθετική ενέργεια. Οπως μαρτυρά ο Αριέλ Σαρόν, οι στρατηγοί είχαν στο πίσω μέρος του μυαλού τους και το ενδεχόμενο πραξικοπήματος σε περίπτωση που η κυβέρνηση κωλυσιεργούσε: «Για πρώτη φορά στο Ισραήλ είχε έρθει μια στιγμή στην οποία η κατάληψη της εξουσίας από το στρατό ήταν δυνατή, όχι λόγω της επιθυμίας για εξουσία, αλλά για τη λήψη αποφάσεων…».
Εκτός από τις φραστικές απειλές, το Ισραήλ κινδύνευε πράγματι εκείνη τη στιγμή από τους γείτονές του ή οι απειλές αυτές αποτέλεσαν το άλλοθι για ένα προκατασκευασμένο σενάριο; Οι «New York Times», μία μόλις ημέρα πριν από την έναρξη των συγκρούσεων, έγραφαν ότι «το Κάιρο δεν θέλει τον πόλεμο και δεν είναι έτοιμο για κάτι τέτοιο, αλλά έχει χάσει τον έλεγχο της κατάστασης». Ο μετέπειτα πρωθυπουργός του Ισραήλ, Μεναχέμ Μπέγκιν, λίγα χρόνια μετά, σε μια κρίση ειλικρίνειας, δήλωνε: «Η συγκέντρωση των αιγυπτιακών στρατευμάτων στο Σινά δεν αποδεικνύει ότι ο Νάσερ ήθελε πράγματι να μας επιτεθεί. Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας. Εμείς αποφασίσαμε να του επιτεθούμε». Το ίδιο επιβεβαιώνει και ο τότε υπουργός Εξωτερικών του Ισραήλ Αμπά Εμπάν: «Ο Νάσερ διαβεβαίωνε συνεχώς το Ισραήλ ότι δεν είχε κανένα σχέδιο επίθεσης. Εμείς βρίσκαμε τις διαβεβαιώσεις του πειστικές. Ο Νάσερ δεν ήθελε πόλεμο. Ηθελε μια νίκη χωρίς πόλεμο».
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής