Σε ό,τι αφορά την οικονομία είναι σαφές ότι η υπεραπόδοση στους ρυθμούς ανάπτυξης δίνει τα περιθώρια στην κυβέρνηση για στοχευμένες παροχές ύψους 5,5 δισεκατομμυρίων ευρώ σε μισθωτούς, συνταξιούχους, νέες οικογένειες και φοιτητές.
Η σύγκριση της περιόδου Μητσοτάκη με τα 4,5 χρόνια διακυβέρνησης της χώρας από τον κ. Τσίπρα με την υπερφορολόγηση και την οικονομική στασιμότητα θα είναι καταλυτική για το αποτέλεσμα των εκλογών.
Ταυτόχρονα, όμως, ο πρωθυπουργός σημείωσε ότι τίποτα δεν είναι αυτονόητο, πάντα υπάρχει ο κίνδυνος υποτροπής της κρίσης, για αυτό και έθεσε καθαρά διλήμματα στους πολίτες.
Κατ’ αρχάς, ξεκαθάρισε ότι ο εκλογικός νόμος δεν αλλάζει, παρά τις εισηγήσεις που δέχθηκε, κάτι που σημαίνει ότι η Νέα Δημοκρατία θα χρειαστεί ένα εκλογικό ποσοστό της τάξης του 37% προκειμένου να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση.
Αντί να χαμηλώσει τον πήχη για την κυβέρνηση, ουσιαστικά ο κ. Μητσοτάκης ανεβάζει τον πήχη του διακυβεύματος. Θέλει να έχει την εμπιστοσύνη των πολιτών για να σχηματίσει μία σταθερή κυβέρνηση, που θα κληθεί να λάβει αποφάσεις σε δύσκολους καιρούς, οι οποίοι απαιτούν ταχύτητα και αποτελεσματικότητα.
Η πίεση μεταφέρεται στο χώρο της αντιπολίτευσης, ο πρωθυπουργός χαρακτήρισε «πολιτική τερατογένεση» μία συγκυβέρνηση του δεύτερου ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ του Ανδρουλάκη, τη σύμπραξη του Βαρουφάκη και την ανοχή του Κουτσούμπα από το ΚΚΕ.
Οι πολίτες θα έχουν να επιλέξουν εάν θα δώσουν δεύτερη εντολή στον κ. Μητσοτάκη ή εάν θα αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας μία ετερόκλητη συμμαχία με εσωτερικές διαμάχες και ένα θολό και αντικρουόμενο πρόγραμμα.
Τα διλήμματα είναι καθαρά, ιδίως για αρκετούς ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ που επικροτούν κυβερνητικές πρωτοβουλίες και βλέπουν την ηγεσία του κόμματός του να στρέφεται προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Ολα θα φανούν στις κάλπες, το βέβαιο είναι ότι ο κ. Μητσοτάκης επενδύει στις επιδόσεις της οικονομίας και απευθύνεται με ειλικρίνεια στους πολίτες για το τι τελικά θα κριθεί για τη χώρα στις επόμενες κάλπες.