Στο πεδίο της οικονομίας οι επιπτώσεις είναι ανυπολόγιστες. Οι μεγαλύτερες χώρες της ευρωζώνης, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, διολισθαίνουν προς την ύφεση, ενώ η ενεργειακή κρίση που έχει εκτινάξει στα ύψη τις τιμές μπορεί να πάρει τους επόμενους μήνες τη μορφή ενεργειακής «φτώχειας» με δελτία στη θέρμανση και περιορισμούς στη χρήση ηλεκτρικού ρεύματος. Ταυτόχρονα, η Ευρώπη εμφανίζεται διστακτική στην εφαρμογή ενιαίας πολιτικής για την επίτευξη καλύτερων τιμών και τη χρηματοδότηση του πρόσθετου κόστους, με αποτέλεσμα κάθε χώρα να επιχειρεί να λύσει μόνη της ένα πρόβλημα που την υπερβαίνει.
Στη Ελλάδα, η κυβέρνηση δημιούργησε μηχανισμό ανάκτησης των υπερεσόδων από την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος, έτσι ώστε οι εταιρίες να επιστρέφουν στον κρατικό προϋπολογισμό πρόσθετα ποσά που εισπράττουν λόγω της διεθνούς συγκυρίας στις αγορές ενέργειας.
Με βάση αυτό τον μηχανισμό, από το συνολικό ύψος της επιδότησης των 2 δισεκατομμυρίων ευρώ που θα διατεθεί σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις τον Σεπτέμβριο, το 1 δισ. θα προέλθει από την ανάκτηση εσόδων των εταιριών, ενώ το Δημόσιο θα εισπράξει με τη μορφή φόρων και το 90% των επιπλέον κερδών που είχαν οι πάροχοι τους προηγούμενους μήνες.
Οι μεγάλες αυξήσεις στις τιμές του ρεύματος θα εξουδετερωθούν κατά 94% για τα νοικοκυριά προστατεύοντας σημαντικά το διαθέσιμο εισόδημά τους και περίπου κατά 90% για τους αγρότες και τους μικρομεσαίους, ώστε να μην μπει η οικονομία σε βαθιά ύφεση και μάλιστα σε συνθήκες υψηλού πληθωρισμού. Το δίχτυ προστασίας της Ελλάδας στην πραγματική οικονομία είναι από τα ισχυρότερα στην Ευρώπη και θα συνεχισθεί για όσο διαρκεί η κρίση, όπως έχει διαβεβαιώσει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης.
Σε κάθε περίπτωση, ο λογαριασμός είναι βαρύς και πρέπει να βρεθεί λύση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς τα δημοσιονομικά περιθώρια δεν είναι απεριόριστα και τα αυξημένα έσοδα λόγω του τουρισμού δεν μπορούν να κλείνουν τις «μαύρες τρύπες» που αφήνει ο ενεργειακός πόλεμος.