Για την κατανόηση αυτής της νέας μορφής, της ετερό-κλητης ομόφυλης οικογένειας, μη αποδεκτής από την Εκκλησία, είναι απαραίτητο προς διδασκαλία αλλά και προς ενσυναίσθηση της αρνητικής στάσης Της, να επικαιροποιηθούν οι αξιωματικές αρχές, με τις οποίες οριοθετείται η μορφή της οικογένειας, όχι μόνο επειδή ορίζεται νομικά, αλλά κυρίως επειδή περιγράφεται ως μία υπαρξιακή σχέση ετερόφυλων προσώπων, ως συζύγων, ομοζύγων και γονέων, άνδρα και γυναίκας, πατέρα και μητέρας, γιαυτό και δεν μπορεί να την αντικαταστήσει καμμία άλλη μορφή συμβίωσης εκτός του γάμου και δεν γίνεται αποδεκτή από την Εκκλησία.
Επίσης ο σεβασμός στίς ατομικές επιλογές βεβαίως δεν συνεπάγεται και την αποδοχή εξομοίωσης της οικογένειας και του γάμου με οποιαδήποτε άλλη μορφή ετερόκλητης συμβίωσης, η οποία μάλιστα αντιτίθεται στην χριστιανική διδασκαλία και την εκκλησιαστική παράδοση, την απαξίωση δηλαδή των αξιών και των αρχών συμβίωσης ή την άλλοίωση του ρόλου της παραδοσιακής, «πυρηνικής», μορφής οικογένειας ως βασικού πυλώνα της ανθρώπινης κοινωνίας
2. Η παραπάνω συναρμογή των ρόλων ως εμπέδωση της οικογένειας και του γάμου, για την χριστιανική διδασκαλία και εκκλησιαστική παράδοση, συνεπάγεται, ότι:
α) Η σχέση των συζύγων, του πατέρα-άνδρα και της μητέρας-γυναίκας, αποτελεί συμβίωση, ομοζυγία, συζυγία, σύμπνοια, σύμπραξη, ισοτιμία.
Η συν(μ)-παρουσία αυτή του ενός, ως συζύγου, προς την άλλη, την σύζυγο, είναι που καθορίζει και το περιεχόμενο της σχέσης τους ως ομοζύγων και συζύγων, ακόμη και στο επίπεδο της ετερότητας του φύλου τους (Α’ Κορινθ. 7, 2), γι’ αυτό και η κατάργηση των φύλων είναι για την Εκκλησία μια από τις σοβαρότερες βλασφημίες κατά του Δημιουργού Θεού, ο Οποίος «άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς» (Γένεση 1, 27). Την διακριτότητα αυτή των φύλων και την λειτουργική τους διάκριση αποδέχεται όχι μόνο ανατομικά αλλά και βιολογικά και η Ιατρική, η οποία αποδέχεται και την συμπληρωματικό-τητα των φύλων και της λειτουργικότητάς τους.
Ο άνδρας και η γυναίκα, ο πατέρας και η μητέρα, οι σύζυγοι δηλαδή, μεταξύ τους συν-εργούν και συν-εκφράζονται υπαρξιακά και μάλιστα μέσα από μια σχέση συμφωνίας και συμπληρωματικότητας (Α’ Κορινθ. 7, 4) . Σ’ αυτήν την σχέση ο ένας συ(ν)μ-πράττει και συν-εργεί στο έργο του άλλου και δεν κινείται αυτονομημένα ο ένας από τον άλλον ή αντίθετα προς τον άλλον (Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία ΜΕ’ 3).
β) Στη σχέση αυτή συμπληρωματικότητας οι σύζυγοι ετερο-προσδιορίζονται ή αλληλοπροσδιορίζονται στο πλαίσιο της συζυγίας τους και όχι αποκλειστικά και μόνο στη βάση μιάς συγκεκριμένης ατομικής στάσης ακόμη και όταν προσεγγίζεται στο επίπεδο της σεξουαλικότητάς τους (Α’ Κορινθ. 7, 2, 5), γιατί μόνο μέσα από μια τέτοια ποιότητα «αθλήματος» ως σχέσης αναδεικνύεται η αναγκαιότητα για την προς αλλήλους ύπαρξη και επιβεβαιώνεται η αξία και το νόημα ύπαρξης του ενός στη ζωή της άλλης και αντίστροφα, και όχι αποκλειστικά και μόνο μέσα από μία φυσική, βιολογική ή σεξουαλική προσέγγιση και κατανόηση της σχέσης αυτής.
γ) Η συζυγική αυτή σχέση συμπληρωματικότητας άντρα και γυναίκας, ως ομοζύγων και συζύγων, σημαίνει την συμ-πλήρωση του ενός από την άλλην. Με τον τρόπο αυτό ετερο-καθορίζονται οι σύζυγοι, όχι ως μονάδες ή άτομα, αλλά ως αυτάρκεις προσωπικότητες, οι οποίες οδηγούνται ανθρωπο-λογικά σε μία κεντρομόλο έκφραση «γαμικής κοινωνίας», με οποιοδήποτε περιεχόμενο και αν δώσουμε στην συγκεκριμένη έκφραση, γι’ αυτό και ο ένας είναι απαραίτητος στη ζωή του άλλου και η ζωή τους στην πραγματικότητα είναι μία συ(ν)μ-βίωση.
δ) Η παραπάνω σχέση, ως πράξη ζωής μεταξύ των συζύγων και ομοζύγων, αντιδιαστέλλεται πλήρως από τη ζωή των λοιπών θηλαστικών, η οποία χαρακτηρίζεται αποκλει-στικά και μόνο ως μία γενετήσια ροπή του βιολογικού τους ενστίκτου, στην βάση μάλιστα μιάς μηχανιστικού τύπου ικανοποίησης και μόνο, ως αποκλειστικού τρόπου επιβίωσης και ως πράξη διαιώνισης.
Μεσολόγγι: Γυναίκα μπούκαρε σε καφετέρια και τα έκανε γυαλιά καρφιά [βίντεο]
ε) Η σχέση συζύγων και ομοζύγων, θεωρούμενη υπό το πρίσμα της συμπληρωματικότητας, εμφανίζει και μία αντί-στοιχη λειτουργικότητα, όχι μόνο στη βιολογική γέννηση των παιδιών, αλλά κυρίως και στην ανατροφή τους. Τον πατέρα και την μητέρα ως πρόσωπα δεν τους ταυτοποιεί μόνο η γέννηση των παιδιών τους αλλά και η συμβολή τους ως γονέων στην ανατροφή τους (Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις τους αγίους Μακ-καβαίους, Ομιλία Α’), επειδή η ανατροφή αυτή έχει την αναφορικότητα της στη θέληση των ομοζύγων και συζύγων, ως προσώπων, η οποία βασίζεται στην συμπληρωματικότητά τους. Εξαιτίας αυτής της συμπληρωματικότητας, ως προς την ανα-τροφή, το παιδί δημιουργεί κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής του έντονο υπαρξιακό δεσμό με τη μητέρα του-γυναίκα και τον πατέρα του-άντρα.
στ) Ο άνθρωπος στο εμβρυϊκό και βρεφικό στάδιο της ψυχοσωματικής του ανάπτυξης εξαρτά την επιβίωση του από τη μητέρα και τον πατέρα του. Υπ’ αυτήν την έννοια οποιαδή-ποτε αποδυνάμωση του πατρικού ή του μητρικού γονεϊκού προτύπου έχει και τις ανάλογες αρνητικές επιπτώσεις στην ισορροπημένη ανάπτυξη του παιδιού, καθώς έχει ανάγκη και τα δύο πρότυπα, ακόμη και για την κατανόηση της σεξουαλικό-τητας του, (Ματθαίος Γιωσαφάτ), αφού το παιδί αναπτυσ-σόμενο προσδιορίζει την ταυτότητά του σε σχέση και προς τα δύο γονεικά του πρότυπα, το μητρικό και το πατρικό.
ζ) Το παιδί μέσα σε μία ετερόφυλη οικογένεια συνειδη-τοποιεί την λειτουργική την ετερότητα του φύλου του, ενώ η ανυπαρξία του ενός προτύπου από τα δύο, του πατέρα-άνδρα ή της μητέρας-γυναίκας, δημιουργεί πρόσθετα δυστοπικά προ-βλήματα στο παιδί και μάλιστα κατά την εφηβική του ηλικία. Ο/Η έφηβος σε ένα ομόφυλο οικογενειακό περιβάλλον δεν έχει τη δυνατότητα να στραφεί προς το πρότυπο του φύλου του, με σκοπό να αναγνωρίσει τα στοιχεία της σεξουαλικής του ταυτότητας και να τα αποδεχθεί. Αυτό έχει ως συνέπεια ο/η έφηβος να στρέφεται σε κάποια άλλη μορφή «οικογένειας», απ’ όπου θα αντλήσει ακόμη και την σεξουαλική του/της ταυ-τότητα ενώ παράλληλα θα προσδιορίσει και τον τρόπο με τον οποίον θα την επιβάλλει και στους άλλους.
η) Μέσα στην ομάδα αυτή, την άλλη μορφή «οικο-γένειας», ο νέος υιοθετεί άλλες συμπεριφορές, επειδή αφενός επιβεβαιώνει την ταυτότητά του σε σχέση προς την νέα «οικογένεια» και αφετέρου πετυχαίνει αυτό το οποίο δεν μπορούσε να προσδιορίσει μέσα στο ομόφυλο οικογενειακό του περιβάλλον, να προσδιορίσει δηλαδή τα ανάλογα πατρικά ή μητρικά πρότυπά του (πρβλ. Ντίνα Πετροπούλου).
θ) Η ετεροφυλική σχέση μέσα στην οικογένεια και μάλιστα σε αναφορά προς την υγιή και ισορροπημένη ανάπτυξη των παιδιών δεν μπορεί να αξιολογηθεί με αριθμητικές, ταξικές (γονέας Α, γονέας Β, πατέρας-πατέρας, μητέρα- μητέρα), αθροιστικές ή προσαρμοστικές παραμέτρους, ούτε με άλλα διαφορότροπης ιδιοσυστασίας περιβάλλοντα και κατηγορίες.
3. Με βάση τις παραπάνω αξιωματικές αρχές η Ορθόδοξη Εκκλησία προσεγγίζει το όλο θέμα εστιάζοντας κυρίως στα ποιοτικά κριτήρια και χαρακτηριστικά της οικογένειας. Γι’ αυτό και η Εκκλησία δεν διαλέγεται για την αμαρτητική έκπτωση της ετερόκλητης μορφής οικογένειας αλλά ελπίζει μέσα από τον διάλογο να την οδηγείσει «εἰς μετάνοιαν».
Η αξιολογική υπερεκτίμηση της ετερόκλητης ομόφυλης οικογένειας έναντι της ετερόφυλης δεν μπορεί να προ-χεται, από μία επιβεβλημένη προσαρμογή στο διαμορφούμενο εποχικά αξιακό σύστημα της κοινωνίας, ούτε στον μιμητισμό άλλων κοινωνιών ή στις συνήθειες της αγοράς ή της μόδας. Η τελευταία μάλιστα προσαρμογή, η μόδα δηλαδή, είναι αποδεδειγμένα πλέον ότι ισοπεδώνει αδιάκριτα κάθε γαμική κοινωνία, αφού ρεαλιστικά κατασκευάζει έναν ανέραστο κόσμο, ο οποίος εκλιπαρεί ταπεινωτικά για μία φευγαλέα και μόνο επίτευξη της σεξουαλικής ηδονής (πρβλ. Χρ. Γιανναράς). Κείται μακράν από το πραγματικό νόημα της γαμικής κοινωνίας ως σχέση συμπληρωματικότητας των ετερόφυλων συζύγων-γονέων.
Οι μέτοχοι ενός τέτοιου ανέραστου κόσμου, οι οποίοι προσπαθούν να δημιουργήσουν ετερόκλητες μορφές οικογένειας, για να επιβληθούν και να καταξιωθούν κοινωνικά, τελικά -εκόντες άκοντες- συνεργούν στην βαθύτατη αλλοίωση των αληθινά ερωτικών σχέσεων με άμεση συνεπαγωγή την διάλυση της δομης κάθε μορφής συμβίωσης.
Τέλος το μοντέλο της ομόφυλα ετερόκλητης οικογένειας δεν μπορεί να εδράζεται σε μία αντίληψη δικαιωματισμού, γιατί επιβεβαιώνει μία δυστοπική λειτουργία της οικογενειακής σχέσης συζύγων-γονέων και τέκνων με αρνητικές συνέπει-ες τόσο ανθρωπολογικές όσο και κοινωνιολογικές. Το επιχείρη-μα περί δικαιώματος καταξιώνεται ως σχέση ενώ έχει την αναφορά του στην ίδια τη ζωή και όχι στην ατομική δειεκδίκηση.
Η ενδοοικογενειακη σχέση συζύγων, γονέων και παιδιών δεν είναι ούτε «άποψη» ούτε «ιδέα» ούτε δικαίωμα αλλά τρόπος ζωής και ύπαρξης στη βάση μιάς ανιδιοτελούς και ειλικρινούς θυσιαστικής πράξης συμβίωσης, συνύπαρξης και συμπληρωματικότητας, ακόμα και στο επίπεδο της ετερότητας των φύλων, γι’ αυτό και δεν μπορεί να θεμελιώσει κανένα ατομικό δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού της σεξουαλικής ταυτότητας, ακόμα και μέσα σε μία οικογένεια, με αποκλειστικό και μόνο κριτήριο την κάθε μορφής σεξουαλικής ταυτότητας του φύλου.
Η οποιαδήποτε αξιολογική θεώρηση λοιπόν της συγκεκριμένης νομοθετικής ρύθμισης δεν μπορεί να προέρχεται «εκ του επι-διωκόμενου αποτελέσματος» και μόνο, γιατί.
Δεν διασπούμε την σχέση συμπληρωματικότητας των γονέων και των συζύγων, ούτε τους καθιστούμε αριθμούς (γονέας Α-γονέας Β) για να επιβάλλουμε ιδέες, απόψεις και δικαιώματα!!!
Δεν προβάλλουμε ένα ετερόκλητο μοντελο οικογένειας ούτε εγκαθιδρύουμε μία νέα μορφή γαμικής κοινωνίας προκειμένου να εμπεδώσουμε δήθεν το «ατομικό δικαίωμα» του άντρα, της γυναίκας ή του παιδιού μεμονωμένα και αποκλειστικά και όχι ως στοιχείο της ενδοοικογενειακής σχέσης γονέων και παιδιών!!!
Δεν υποκαθιστούμε την μητρότητα του γυναικείου φύλου ούτε μετατρέπουμε την γυναίκα σε «αναπαραγωγική μηχανή», με το επιχείρημα του «παρένθετου» μορφώματος!!!
Δεν αλλοιώνουμε το εσωτερικό μας δίκαιο εν ονοματι ενός δήθεν εκσυγχρονισμού, ενός αλλοτριωμένου εξευρωπαϊσμού, ενός ξεθωριασμενου προοδευτισμού ή ενός δυστοπικού/ουτοπικού δικαιωματισμού!!!