Ενα οργανωμένο σύστημα στήριξης από επιμορφωμένους εκπαιδευτικούς και στελέχη και μία πλατφόρμα που θα δίνει τη δυνατότητα ανώνυμης καταγγελίας αποτελούν τον βασικό κορμό του νομοσχεδίου, με στόχο να γνωστοποιούνται στη σχολική μονάδα περιστατικά και να λύνονται εσωτερικά με την παρέμβαση ειδικών.
Ποια είναι όμως η πραγματική έκταση του φαινομένου;
Ο «Ε.Τ.» μίλησε με στέλεχος Κέντρου Διεπιστημονικής Αξιολόγησης, Συμβουλευτικής και Υποστήριξης (ΚΕΔΑΣΥ) στην Αθήνα, το οποίο επιβεβαιώνει ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει έξαρση. «Φέτος, ειδικά, ενημερωθήκαμε για πολλά διαφορετικού τύπου περιστατικά, από σωματική βία μέχρι χρήση ή εμπορία ναρκωτικών από μαθητές. Το φαινόμενο έδειχνε σημάδια έξαρσης πριν την καραντίνα, όμως η πανδημία φαίνεται ότι το τροφοδότησε και με το άνοιγμα των σχολείων τα περιστατικά που φτάνουν σε εμάς έχουν αυξηθεί και ποικίλλουν σε χαρακτηριστικά», αναφέρει.
Περιστατικά
Στα ΚΕΔΑΣΥ, τα οποία αναλαμβάνουν να προσφέρουν δράσεις παρέμβασης και υποστήριξης έπειτα από αίτημα των σχολείων, αλλά και προγράμματα πρόληψης της ενδοσχολικής βίας, φτάνουν συνήθως τα πιο «δύσκολα» περιστατικά. «Φαινόμενα λεκτικής βίας ή διαδικτυακού εκφοβισμού δεν φτάνουν συνήθως στις υπηρεσίες μας. Τα παιδιά και οι γονείς είτε το αντιμετωπίζουν σε επίπεδο σχολείου είτε απευθύνονται σε φορείς πιο αρμόδιους από εμάς, όπως η Διεύθυνση Ηλεκτρονικού Εγκλήματος. Πάντως, στις περιπτώσεις που φτάνουν σε εμάς, συνήθως έχουν προηγηθεί περιστατικά λεκτικής βίας ή εκφοβισμού, τα οποία εξελίσσονται σε σωματική βία», αναφέρει το στέλεχος του ΚΕΔΑΣΥ.
«Διερευνούμε τα αίτια συμπεριφοράς του παιδιού που έχει κάνει την επίθεση σε κάποιο άλλο παιδί και ερχόμαστε σε επικοινωνία και με τους γονείς του. Σε πολλές περιπτώσεις, οι γονείς έχουν άρνηση και δεν δέχονται εξαρχής τη συμπεριφορά του παιδιού. Συνήθως εντοπίζονται προβλήματα στην οικογένεια, τα οποία οδηγούν σε επιθετικές συμπεριφορές και προτείνουμε κάποια ψυχολογική υποστήριξη. Πολλοί καταφεύγουν σε αυτό, αλλά μετά από λίγο τα παρατάνε», αναφέρει στον «Ε.Τ.».
Υποστήριξη
Οσο για το θύμα ενδοσχολικής βίας, τα ΚΕΔΑΣΥ και σε αυτή την περίπτωση παρεμβαίνουν σε επίπεδο ψυχολογικής υποστήριξης. «Οι γονείς σε αυτή την περίπτωση είναι πιο δεκτικοί. Προσπαθούμε να προσεγγίσουμε τα παιδιά και να τα βοηθήσουμε να ξεπεράσουν το περιστατικό που βίωσαν, να βρουν τρόπους άμυνας από νέα περιστατικά», υποστηρίζει.
Πόσο διαρκεί όμως μία παρέμβαση; «Αυτό ποικίλλει ανάλογα τα χαρακτηριστικά που έχει το κάθε περιστατικό», αναφέρει το στέλεχος του ΚΕΔΑΣΥ, υπογραμμίζοντας ότι στόχος του φορέα είναι κυρίως τα προγράμματα πρόληψης, ώστε να επιτευχθεί η καλύτερη επικοινωνία μεταξύ μαθητών και εκπαιδευτικών.
Σε πολλά περιστατικά, εκπαιδευτικοί και διεύθυνση του σχολείου έχουν βρεθεί κατά καιρούς στο στόχαστρο για ελλιπή παρέμβαση. Υπάρχουν εκπαιδευτικοί που είναι γνώστες αυτών των περιστατικών αλλά δεν παρεμβαίνουν; Σύμφωνα με στελέχη των ΚΕΔΑΣΥ, δυστυχώς έχουν εντοπίσει και τέτοιου είδους περιπτώσεις. «Υπάρχει αμηχανία στους εκπαιδευτικούς όταν είναι κοινωνοί αυτού του φαινομένου. Υπάρχουν εκπαιδευτικοί που δεν θέλουν να ανακατευτούν ή σε κάποιες περιπτώσεις το πρόβλημα “λύνεται” με μεταγραφή του παιδιού σε κάποιο άλλο σχολείο», αναφέρουν.
Στο Λύκειο τα περισσότερα περιστατικά
Στους μαθητές Λυκείου εντοπίζονται τα περισσότερα περιστατικά σύμφωνα με τους αρμόδιες υπηρεσίες. Μικρότερης συχνότητας είναι τα περιστατικά σε μαθητές Γυμνασίου ή Δημοτικού. Τα ΚΕΔΑΣΥ παρεμβαίνουν στη σχολική μονάδα που καταγράφεται κάποιο περιστατικό με τη συμβολή ειδικών, ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών, και προσεγγίζουν και τις δύο πλευρές.
Φοβούνται να πουν για τον εκφοβισμό
Σύμφωνα με έρευνα του «Χαμόγελου του Παιδιού» το 2022, μόνο το 40% των παιδιών που δέχθηκαν εκφοβισμό ζήτησε βοήθεια.
Σε ποσοστό 18% αυτά τα παιδιά στράφηκαν στους γονείς τους, ενώ σε ποσοστό μόλις 6% στράφηκαν στους εκπαιδευτικούς για να τα βοηθήσουν. Αντίστοιχα, μόνο το 35% των παιδιών που έπεσε θύμα διαδικτυακού εκφοβισμού απευθύνθηκε σε κάποιον ενήλικα για βοήθεια, σύμφωνα με την Εθνική Ερευνα του Ελληνικού Κέντρου Ασφαλούς Διαδικτύου του ΙΤΕ για διαδικτυακές συνήθειες.
Ο όρος «εκφοβισμός» για το 80% των Ελλήνων αφορά στη λεκτική επίθεση και στον συναισθηματικό εκβιασμό, με τη διαφορετικότητα να αποτελεί τον κύριο λόγο πυροδότησης επιθετικής συμπεριφοράς.
Η εθνικότητα (σε ποσοστό 85%), η σεξουαλική ταυτότητα (82%) και η νοητική ικανότητα (82%) είναι τα κύρια αίτια για να γίνει κάποιος θύμα εκφοβισμού.
Το πρόβλημα δεν είναι ελληνικό και η αμηχανία με την οποία η Πολιτεία παγκοσμίως αντιμετωπίζει αυτά τα φαινόμενα είναι διάχυτη. Σύμφωνα με την UNESCO, 1 στους 3 μαθητές παγκοσμίως έχει υπάρξει θύμα σχολικού εκφοβισμού από συμμαθητές του σε διάστημα ενός μήνα. Στην Ευρώπη, το ποσοστό είναι 1 στους 4 μαθητές. Σχετικά με την καταπολέμηση του φαινομένου, μόνο σε 5 χώρες έχει μειωθεί το ποσοστό των μαθητών που είναι θύμα σχολικού εκφοβισμού και σωματικής βίας.
Ειδήσεις σήμερα
6+1 ανατροπές σε φόρους και μεταβιβάσεις ακινήτων