Καθηγήτρια Πολιτιστικών Τεχνών και ιδρύτρια Ερευνητικού Κέντρου Επικοινωνίας και Πολιτισμού, είναι υπέρμαχος της διεθνούς εκπαίδευσης και μιας ισχυρής παγκόσμιας εκπαιδευτικής ατζέντας.
Θεσσαλονίκη: Χειροπέδες σε πασίγνωστο δικηγόρο που εισέβαλε με όπλο στο Δικαστικό Μέγαρο
Λίγο πριν από τη συμμετοχή της στο Φόρουμ των Δελφών μιλάει στον «Ε.Τ.» της Κυριακής για την προστασία της Δημοκρατίας και των αξιών μέσα από την υποστήριξη των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών, σε έναν κόσμο που οδηγείται προς τη «ρομποτοποίηση», για τη συνεργασία της με ελληνικά πανεπιστήμια και Έλληνες φοιτητές, ενώ ερωτώμενη για το τι θεωρεί ότι πρέπει να αλλάξει στην ελληνική εκπαίδευση, αναφέρεται ίσως στο μεγαλύτερο πολιτικό και ιδεολογικό debate της τελευταίας εικοσαετίας:
«Αν μου επιτρέπεται να γίνω τολμηρή, θα πρότεινα να αυξηθούν η ανταγωνιστικότητα και η φιλοδοξία του συστήματος, επιτρέποντας στους ιδιώτες να ενεργούν επικουρικά προς το κράτος».
Σε έναν κόσμο που κυριαρχείται από τις νέες τεχνολογίες, ποια θεωρείτε ότι είναι η θέση των ανθρωπιστικών επιστημών και των πολιτισμικών σπουδών;
Οι ανθρωπιστικές και οι κοινωνικές επιστήμες είναι ζωτικής σημασίας για την προώθηση μιας ατζέντας βιώσιμης ανάπτυξης, ισχυρών δημοκρατικών θεσμών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σε έναν παγκοσμίως διαπλεκόμενο κόσμο, τα έθνη και οι κοινωνίες θα ευημερήσουν εάν έχουν την ικανότητα να εκπαιδεύουν και να διατηρούν ταλέντα με τρόπο που να καταφεύγει τόσο στην τεχνική ικανότητα όσο και στις πολιτιστικές και ερμηνευτικές δεξιότητες.
Πριν από τη ρομποτοποίηση και την υποκατάσταση των ανθρώπινων θέσεων εργασίας από μηχανές, η αξία της ανθρώπινης παρέμβασης θα κριθεί από την ικανότητα κατανόησης και διαχείρισης των πληροφοριών και των στοιχείων, διατηρώντας παράλληλα τις βασικές αξίες που διαμορφώνουν τις δημοκρατικές κοινωνίες: Την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, το κράτος δικαίου, την υπεράσπιση του πλανήτη από τη λογική της εξόρυξης. Πρόκειται για αξίες που εδράζονται στον πλούτο της γνώσης των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών. Όπως ανέφερε μια διάσημη αμερικανική έκθεση, οι ανθρωπιστικές επιστήμες είναι οι υπερασπιστές της Δημοκρατίας.
Πιστεύετε ότι υπάρχουν οι ίδιες ευκαιρίες για έρευνα και οικονομική ανάπτυξη για τις ανθρωπιστικές επιστήμες, όπως και για τις άλλες επιστήμες;
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπήρξε μια σαφής υποτίμηση των ανθρωπιστικών επιστημών στα στρατηγικά προγράμματα χρηματοδότησης, αλλά το ίδιο συνέβη και με τη βασική έρευνα στις φυσικές επιστήμες. Η στρατηγική κίνηση για τη στήριξη της εφαρμοσμένης έρευνας είχε ως στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και τη συντόμευση του χρόνου διάθεσης των ερευνητικών αποτελεσμάτων στην αγορά. Ωστόσο, η πολιτική αυτή θα έπρεπε να είχε εξομοιωθεί με τη στρατηγική χρηματοδότηση για λιγότερο επαγγελματικούς στόχους.
Η πανδημία είναι μια σαφής περίπτωση του πώς η υπάρχουσα θεμελιώδης έρευνα έγινε διαρθρωτικός πόρος στον παγκόσμιο αγώνα για τα εμβόλια, επιτρέποντας την ανακάλυψη λύσεων σε χρόνο-ρεκόρ. Ομοίως, στην Ιαπωνία οι τρέχουσες εξελίξεις στην τεχνητή νοημοσύνη συζητούνται με φιλοσόφους, ιστορικούς και ψυχολόγους. Η υποχρηματοδότηση των ανθρωπιστικών επιστημών σημαίνει απώλεια προοπτικής και ανταγωνιστικότητας, διότι σημαίνει ότι αφήνεται να χαθεί η πρόταση για την αξία της ανθρωπότητας.
Ως ιδρυτικό μέλος του Ερευνητικού Κέντρου Επικοινωνίας και Πολιτισμού, αντιμετωπίσατε προκλήσεις για την εύρεση χρηματοδότησης;
Όταν ιδρύσαμε το Κέντρο, η πιο δύσκολη στιγμή ήταν η έγκριση του σχεδίου από το Διοικητικό Συμβούλιο του πανεπιστημίου.
Στη συνέχεια, η εκτελεστική ομάδα έπρεπε να αποδείξει την αξία της και να λογοδοτήσει για όσα είχαμε προτείνει.
Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να δημιουργήσουμε εξαιρετικά έργα και να είμαστε ανταγωνιστικοί για να πάρουμε τη χρηματοδότηση.
Έναν χρόνο μετά την ίδρυση του Κέντρου Επικοινωνίας και Πολιτισμού, λάβαμε τη σφραγίδα αριστείας στην πρώτη μας διεθνή αξιολόγηση και το φιλόδοξο σχέδιό μας είχε πάρει μπροστά με μια σειρά από διεθνείς ερευνητικές συνεργασίες υψηλού προφίλ, όπως με τη Σχολή Επικοινωνίας Annenberg του U.Penn. Όπου υπάρχουν φιλοδοξίες, σπουδαίες ιδέες και ταλαντούχοι ερευνητές, η χρηματοδότηση αναπόφευκτα θα γίνει πραγματικότητα.
Ως ειδικός σε θέματα διεθνούς εκπαίδευσης, τι θα προτείνατε να αλλάξει στο εκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα;
Αν μου επιτρέπεται να γίνω τολμηρή, θα πρότεινα να αυξηθούν η ανταγωνιστικότητα και η φιλοδοξία του συστήματος, επιτρέποντας στους ιδιώτες να ενεργούν επικουρικά προς το κράτος. Η εμπειρία και η ιστορία έχουν αποδείξει ότι η ποιότητα της εκπαίδευσης αυξάνεται με την ποικιλομορφία.
Συνεργαζόμαστε με τα ελληνικά πανεπιστήμια και υπάρχει χώρος για στενότερη συνεργασία
Διατηρείτε συνεργασίες με τα ελληνικά Ιδρύματα;
Έχουμε επί του παρόντος μια σειρά από τρέχοντα προγράμματα κινητικότητας με ελληνικά πανεπιστήμια, όπως της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας, καθώς και ερευνητικά έργα, ιδίως στον τομέα της βιοτεχνολογίας στο πλαίσιο των συμπράξεων PRIMA. Και, φυσικά, υπάρχει περιθώριο ανάπτυξης.
Επιπλέον, υπάρχει επίσης ένας αρκετά σχετικός αριθμός Ελλήνων μεταπτυχιακών φοιτητών στο πανεπιστήμιό μας, οι οποίοι μπορούν να ενισχύσουν στρατηγικά τους δεσμούς μεταξύ του πανεπιστημίου και της Ελλάδας. Ερχονται, κυρίως, για να σπουδάσουν Επιχειρήσεις και Οικονομικά, Πολιτιστικές Σπουδές και Πολιτιστική Διαχείριση.
Μεταξύ των δύο χωρών, της Πορτογαλίας και της Ελλάδας, υπάρχει, επίσης, άπλετος χώρος για στενότερη συνεργασία. Θα ήθελα να ξεχωρίσω τις συμπράξεις πανεπιστημίων/επιχειρήσεων, που αξιοποιούνται από την Ε.Ε., οι οποίες αποτελούν στρατηγικά παραδείγματα για το πώς μπορούν να διατηρηθούν τα ταλέντα και ταυτόχρονα να ενισχυθεί η ευρωπαϊκή ανάπτυξη.