To τρίτο μέρος του έκτου κύματος της μεγάλης δημοσκοπικής έρευνας της διαΝΕΟσις “Τι πιστεύουν οι Έλληνες“, αφενός ζητάει από τους πολίτες να αυτοτοποθετηθούν ιδεολογικά και να περιγράψουν τις γενικότερες αξίες τους. Όμως δεν περιορίζεται εκεί. Περιλαμβάνει και τις απόψεις των πολιτών για κρίσιμες όψεις της κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ζωής στη χώρα: για την υγεία, την εκπαίδευση, την εργασία και τη σύνταξη. Τέλος, εστιάζει σε βαθύτερες ανθρώπινες στάσεις σχετικά με την εμπιστοσύνη στους άλλους, τον σχεδιασμό του μέλλοντος, το ρίσκο αλλά και το πώς αυτές οι αντιλήψεις “μεταφράζονται” σε συμπεριφορές και σε συνήθειες της καθημερινότητας.
Όπως και τα προηγούμενα δύο μέρη της έρευνας, τα οποία δημοσιεύτηκαν πρόσφατα, έτσι και αυτό περιλαμβάνει αρκετές κοινές ερωτήσεις με προηγούμενα κύματα της έρευνας και, επομένως, μπορεί κάποιος να παρατηρήσει το πώς ο πληθυσμός αλλάζει (ή δεν αλλάζει) απόψεις μέσα στα χρόνια. Οι παρατηρήσεις αυτού του είδους παρουσιάζουν πάντοτε ενδιαφέρον.
Το τρίτο μέρος του έκτου κύματος του “Τι πιστεύουν οι Έλληνες” προέκυψε μετά από δημοσκόπηση, τηλεφωνικά και online, της Metron Analysis, σε αντιπροσωπευτικό δείγμα 1.103 ατόμων, την περίοδο 31 Ιανουαρίου-12 Φεβρουαρίου 2024. Όπως και στα προηγούμενα μέρη αυτού του έκτου κύματος, τα πλήρη αποτελέσματα και δεδομένα της δημοσκόπησης συνοδεύει μια έκθεση, την οποία υπογράφουν ο Στράτος Φαναράς, ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης και η Πέννυ Αποστολοπούλου από τη Metron Analysis. Ταυτόχρονα, δημοσιεύεται και μια ανάλυση του καθηγητή Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Γεράσιμου Μοσχονά, η οποία εστιάζει στις κυρίαρχες ιδεολογίες στην Ελλάδα, όπως φαίνονται μέσα από τα αποτελέσματα της έρευνας.
Ιδεολογία και πολιτική
Ηέρευνα ανοίγει με ερωτήσεις που ανιχνεύουν την πολιτική τοποθέτηση των συμμετεχόντων. Οι ερωτώμενοι αρχικά καλούνται να αυτο-τοποθετηθούν ιδεολογικά, επιλέγοντας τον χαρακτηρισμό που τους εκφράζει περισσότερο. Σε αυτό το πλαίσιο, η σοσιαλδημοκρατία καταγράφεται πρώτη σε αναφορές με 20,5% και εμφανίζεται σημαντικά πιο ενισχυμένη από το αντίστοιχο ποσοστό του προηγούμενου κύματος, το 2022 (14,1%), επιστρέφοντας πιο κοντά στα επίπεδα του 2020 (17,7%). Από την άλλη πλευρά, ο φιλελευθερισμός βρίσκεται στα ίδια επίπεδα (19,3%) και μάλιστα, παραμένει σχεδόν απολύτως σταθερός διαχρονικά από το 2016. Τρίτος σε αναφορές εμφανίζεται ο σοσιαλισμός (13,8%), ο οποίος αν και καταγράφει φέτος το υψηλότερο ποσοστό από το 2016, παρουσιάζει κι αυτός μια σχετική σταθερότητα διαχρονικά.
Έγιναν, επομένως, οι Έλληνες πιο σοσιαλδημοκράτες μέσα σε δύο χρόνια; Μια σειρά από μερικές ακόμη ερωτήσεις διερευνούν περισσότερες πτυχές των ιδεολογικών τοποθετήσεων του δείγματος. Για παράδειγμα, όταν οι ερωτώμενοι καλούνται να αξιολογήσουν κάποιες λέξεις που σχετίζονται με την οικονομία, ως πιο δημοφιλείς αναδεικνύονται η “αξιολόγηση” (88,9% την ταυτίζουν με κάτι “καλό”), η “ανταγωνιστικότητα” (82,7%) και οι “μεταρρυθμίσεις” (78,5%). Ωστόσο, βλέποντας τα αποτελέσματα των προηγούμενων κυμάτων της μεγάλης έρευνας της διαΝΕΟσις παρατηρούμε μια εμφανή κάμψη στις θετικές αντιδράσεις για τις “αποκρατικοποιήσεις” (από 57,8% το 2019 σε 47,2% το 2022 και 43% τώρα) και για τις “τράπεζες” (32,9% από 45% το 2016).
Μία ακόμη σχετική ερώτηση, για την παρέμβαση του κράτους στην οικονομία, εμφανίζεται στην έρευνα ήδη από το πρώτο κύμα της, το 2015, και οι αλλαγές που παρατηρούνται είναι και εκεί ενδιαφέρουσες. Λιγότεροι πλέον θεωρούν ότι το κράτος επεμβαίνει υπερβολικά στην οικονομία (“και εμποδίζει τον ιδιωτικό τομέα να δημιουργήσει πλούτο και θέσεις εργασίας”): 33,4%, δηλαδή περισσότερο από 28 μονάδες χαμηλότερα από το 2018. Αντίθετα, όσοι (60,9%) δηλώνουν ότι το κράτος δεν επεμβαίνει αρκετά (“και επιτρέπει στον ιδιωτικό τομέα να δρα ασύδοτος”) ξεπέρασαν για πρώτη φορά από το πρώτο κύμα της έρευνας, το 2015, εκείνους που πιστεύουν ότι το κράτος παρεμβαίνει υπερβολικά στην οικονομία.
Αντίστοιχη είναι και η εικόνα στην ερώτηση για τη φορολογία και το κράτος πρόνοιας. Οι απαντήσεις εδώ είναι μοιρασμένες και επικρατεί οριακά η προτίμηση για χαμηλή φορολογία “έστω και αν υπάρχει λιγότερη κρατική μέριμνα” (45,6%), έναντι της υψηλής φορολογίας που συνοδεύεται από “κράτος πρόνοιας για όλους” (42,6%). To 2022, αν και η σειρά των επιλογών ήταν η ίδια, η διαφορά μεταξύ των δύο απαντήσεων ήταν πολύ μεγαλύτερη (54,4%, έναντι 31,5%).
“Συνολικά, η επίδραση της πανδημίας, αλλά και της αβεβαιότητας που προκαλούν οι πολλαπλές και συντρέχουσες κρίσεις της εποχής μας“, υπογραμμίζει η έκθεση της Metron Analysis, “ενισχύει το αίτημα της αυξημένης προστασίας μέσω του ενεργότερου ρόλου του κράτους και της δημόσιας παρέμβασης“.
Δημόσια διοίκηση και σύστημα υγείας
H έρευνα, ωστόσο, δεν μένει στην ιδεολογική τοποθέτηση μέσα από γενικότερους και συχνά αφηρημένους όρους, τους οποίους συχνά διαφορετικοί άνθρωποι αντιλαμβάνονται με διαφορετικούς τρόπους. Άλλωστε, όπως γράφει και ο Γεράσιμος Μοσχονάς στην ανάλυσή του, “η πολιτικο-ιδεολογική κουλτούρα των Ελλήνων και Ελληνίδων είναι σύνθετη, μικτή, με πολλές αντιφάσεις. Είναι, επίσης, σε μεγάλο βαθμό πραγματιστική. Ο κόσμος των ιδεών –στην περίπτωση μας, των ιδεολογικών ταυτοτήτων– έχει τη δική του λογική, τις δικές του εσωτερικές εντάσεις, τη δική του αυτονομία και δυναμική“. Στην επόμενη ομάδα ερωτήσεών της, η έρευνα επιχειρεί να εμβαθύνει, περιλαμβάνοντας ερωτήσεις για συγκεκριμένες όψεις της εφαρμοσμένης πολιτικής στην υγεία, στην εκπαίδευση, στη δημόσια διοίκηση, στην εργασία, στο ασφαλιστικό και στην επιδοματική πολιτική.
Προτού όμως προχωρήσει κάποιος σε τέτοιες επιμέρους οπτικές, έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσει επίσης τι θεωρούν οι πολίτες σημαντικό για την ανάπτυξη στη χώρα. Στη σχετική ερώτηση, η πρώτη σε δημοφιλία απάντηση είναι η “ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης” (32,3% στις συνολικές αναφορές). Ακολουθούν η διαφάνεια στη λειτουργία του Δημοσίου και των θεσμών (27,3% – μάλιστα κατά πολύ αυξημένο από το 19,1% του 2022) και η μείωση φόρων και ασφαλιστικών εισφορών (25,9%).
Πώς βλέπουν όμως οι πολίτες το κράτος και τη δημόσια διοίκηση; Ποιες πλευρές του αξιολογούν περισσότερο ή λιγότερο θετικά; Στην αξιολόγηση των υπηρεσιών του Δημοσίου, τις περισσότερες θετικές και μάλλον θετικές γνώμες συγκεντρώνουν τα ΚΕΠ (85,2%) και έπεται το gov.gr (82%). Αν κρατήσουμε μόνο τις θετικές γνώμες (και όχι τις “μάλλον θετικές”), η σειρά είναι αντίστροφη, αλλά και πάλι τα ποσοστά είναι παρόμοια (54,9% θετικές γνώμες το gov.gr, 51,9% τα ΚΕΠ). Τρίτες έρχονται οι υπηρεσίες πυρόσβεσης με 79,6%. Η πολεοδομία (35,2%), τα ασφαλιστικά ταμεία (33,6%) και η υπηρεσία αδειοδότησης επιχειρήσεων (33,7%) έχουν μεν χαμηλές θετικές αξιολογήσεις, όμως παρουσιάζουν σημαντική άνοδο, άνω των 6 μονάδων, από το προηγούμενο κύμα της έρευνας, το 2022.
Αντίστροφα, το σύστημα υγείας (“νοσοκομεία-φορείς δημόσιας υγείας”) παρουσιάζει σημαντική μείωση, άνω των 10 μονάδων: από 45,9% θετικές και μάλλον θετικές γνώμες το 2022 σε 32,2%. Σε επόμενες ερωτήσεις, η έρευνα ασχολείται περαιτέρω με τις προτιμήσεις και τις αντιλήψεις των πολιτών σχετικά με την περίθαλψή τους. Στην ερώτηση για το τι θα προτιμούσαν σε περίπτωση ανάγκης, οι συμμετέχοντες στην έρευνα εμφανίζονται μοιρασμένοι μεταξύ του ιδιωτικού (46,4%) και του δημόσιου (51,2%) νοσοκομείου, με το τελευταίο, ωστόσο να έχει ένα καθαρό προβάδισμα. Αντίθετα, στην προτίμηση για γιατρό η τάση είναι αντίστροφη: 58,7% θα επέλεγαν να απευθυνθούν σε ιδιώτη γιατρό παρά σε γιατρό δημόσιας δομής.
Οι ερωτώμενοι εμφανίζονται επίσης ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένοι σχετικά με τη δική τους υγεία. Η πλειοψηφία (58,1%) δηλώνει ότι κάνει προληπτικά τσεκ απ μία φορά τον χρόνο, ενώ αν αθροίσουμε αυτό το ποσοστό με εκείνους που δηλώνουν ότι κάνουν προληπτικές εξετάσεις ακόμα συχνότερα, περίπου 4 στους 5 Έλληνες (λένε ότι) κάνουν τσεκ απ τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο.
Απόψεις για την εκπαίδευση
Περίπου στο μέσο της περιόδου που καταγράφονταν οι απαντήσεις σε αυτό το τρίτο μέρος του έκτου κύματος της έρευνας, παρουσιάστηκε ο νέος νόμος για τα μη κρατικά, μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια. Επομένως, πολλές όψεις της δημόσιας και ιδιωτικής εκπαίδευσης βρίσκονταν στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου και οι απαντήσεις στις σχετικές ερωτήσεις παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Πώς αξιολογούν τη δημόσια εκπαίδευση οι ερωτώμενοι; Οι βασικές δομές της δημόσιας εκπαίδευσης, δηλαδή τα σχολεία και τα πανεπιστήμια, αξιολογούνται θετικά ή μάλλον θετικά από μια μειοψηφία, η οποία όμως δεν είναι αμελητέα: περίπου 4 στους 10. Σε επόμενες ερωτήσεις, ωστόσο, η πλειοψηφία δηλώνει ότι θα επέλεγε τη δημόσια εκπαίδευση έναντι της ιδιωτικής (55,2%, έναντι 43,5%). Μάλιστα, η εικόνα αυτή, όσον αφορά την επιλογή, είναι διαχρονικά παρόμοια, από το 2015. Εξαιρούνται το κύμα του 2016, όπου η ιδιωτική εκπαίδευση περνάει μπροστά (52,1%, έναντι 46,8%), και του 2022, όταν και οι δύο επιλογές συγκεντρώνουν παρόμοια ποσοστά (49,1% και 48,8%).
Η έρευνα, καθώς συνέπεσε και με τις σχετικές συζητήσεις και ανακοινώσεις, ζήτησε επίσης από τους συμμετέχοντες την οπτική τους πάνω σε απόψεις για τα μη κρατικά πανεπιστήμια. Τον μεγαλύτερο βαθμό συμφωνίας συγκεντρώνει η άποψη ότι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα δώσουν περισσότερες επιλογές στους νέους που θέλουν να σπουδάσουν (65,4%). Όμως, ένα ποσοστό της ίδιας κλίμακας (μάλλον) συμφωνεί ότι “θα αποβεί σε βάρος των οικονομικά ασθενέστερων φοιτητών λόγω διδάκτρων” (63,5%) και ότι με αυτό τον τρόπο “θα σπουδάσουν και άτομα χωρίς αξιοκρατικά κριτήρια”. Λιγότεροι είναι εκείνοι που θεωρούν ότι “(μάλλον) θα ανακουφιστεί ο προϋπολογισμός οικογενειών που έχουν παιδιά στο εξωτερικό” (59,9%) και ότι (μάλλον) τα ιδιωτικά πανεπιστήμια “θα συμβάλλουν στο να αναβαθμιστούν τα δημόσια”. Από τα πιο αναλυτικά στοιχεία φαίνεται ότι η συμφωνία ή όχι με αυτές τις προτάσεις διαφοροποιείται σημαντικά, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση που δηλώνουν οι ερωτώμενοι – με τους οικονομικά ασθενέστερους να είναι πιο επιφυλακτικοί και το αντίστροφο.
Εργασία, σύνταξη και επιδόματα
Το φετινό κύμα της έρευνας εισήγαγε, επιπλέον, κάποιες ερωτήσεις οι οποίες σχετίζονται με τα τεχνικά επαγγέλματα και κατ’ επέκταση με την τεχνική εκπαίδευση. Με αυτό τον τρόπο η έρευνα επιχειρεί να ανιχνεύσει στερεότυπα και προκαταλήψεις που αφορούν ένα αρκετά παραμελημένο είδος εκπαίδευσης στη χώρα μας. Φαίνεται ωστόσο ότι η κοινή γνώμη έχει ξεπεράσει σε μεγάλο βαθμό τα αντίστοιχα στερεότυπα ή τουλάχιστον αυτό δηλώνει. Για παράδειγμα, είναι μια ξεκάθαρη μειοψηφία (32,3%) όσοι συμφωνούν ότι τα τεχνικά επαγγέλματα δε βελτιώνουν την κοινωνική θέση, όπως ένα πτυχίο. Ένα αντίστοιχο μειοψηφικό ποσοστό (31,8%) θεωρεί ότι τα τεχνικά επαγγέλματα είναι ένα “αναγκαίο κακό” για τους νέους που απέτυχαν στις πανελλαδικές. Αντίθετα, μια πολύ μεγάλη πλειοψηφία συμφωνούν ότι τα τεχνικά επαγγέλματα “είναι μια καλή επαγγελματική λύση για δουλειές που ζητάει η αγορά” (93,2%).
Πέρα από τα τεχνικά επαγγέλματα, η έρευνα επεκτείνεται και σε άλλες αντιλήψεις, οι οποίες αφορούν την εργασία. Επαναλαμβάνει π.χ. μια ερώτηση που σχετίζεται με το brain drain: ρωτάει τους συμμετέχοντες, για δεύτερη φορά μετά το κύμα του 2022, αν θα μετανάστευαν στο εξωτερικό υπό συγκεκριμένες συνθήκες. Φαίνεται ότι το ποσοστό όσων δηλώνουν ότι θα μετανάστευαν στο εξωτερικό, αν έβρισκαν μια καλύτερη δουλειά, παραμένει στην ίδια τάξη μεγέθους σε σχέση με δύο χρόνια πριν: 57,9% τότε, 60,7% φέτος. Ωστόσο, μια ενδιαφέρουσα διαχρονική εξέλιξη αφορά το ποσοστό εκείνων που προτιμούν μία δουλειά με σταθερότητα αλλά με μέτριες αποδοχές και προοπτικές εξέλιξης, από μία χωρίς εργασιακή ασφάλεια. Το ποσοστό όσων προτιμούν τη σταθερότητα παραμένει μεν πλειοψηφικό, αλλά μειώνονται σταθερά και σταδιακά τα τελευταία 9 χρόνια: από 64,2% το 2015 σε 53,2% το 2024. Αντίθετα, φαίνεται ότι εκείνοι που δηλώνουν διατεθειμένοι να πάρουν κάποιο ρίσκο όσον αφορά την εργασία τους αυξήθηκαν σημαντικά τα τελευταία 9 χρόνια: από 34,5% το 2015 σε 44,3%.
Στο πρώτο μέρος αυτού του φετινού κύματος του “Τι πιστεύουν οι Έλληνες” φάνηκε η μεγάλη σημασία που δίνουν οι πολίτες στο δημογραφικό πρόβλημα, το οποίο συγκεντρώνει τις δεύτερες περισσότερες αναφορές ως απειλή για το μέλλον της χώρας. Η πολιτική μιας χώρας για τις συντάξεις αποτελεί, ασφαλώς, μια πολύ σημαντική πτυχή της διαχείρισης του δημογραφικού προβλήματος. Όσο ο πληθυσμός γερνάει, τα αναδιανεμητικά ασφαλιστικά συστήματα, όπως το ελληνικό, χρειάζονται επιπλέον πόρους για να παρέχουν συντάξεις σε πληθυσμούς που ζουν πολύ περισσότερα χρόνια από ό,τι στο παρελθόν. Από την άλλη πλευρά, οι ολοένα λιγότεροι άνθρωποι σε εργάσιμη ηλικία καλούνται να πληρώσουν, με τις εισφορές τους, αυτές τις συντάξεις.
Τι πιστεύει ο ελληνικός πληθυσμός για τη συντάξιμη ηλικία; 9 στους 10 ερωτώμενους απαντούν ότι η ηλικία στην οποία κάποιος θα πρέπει να βγει στη σύνταξη θα πρέπει να είναι κάτω από 65, χαμηλότερα δηλαδή από το όριο των 67 ετών που ισχύει σήμερα. Αυτή η πολύ μεγάλη πλειοψηφία μοιράζεται σε εκείνους που δηλώνουν υπέρ της σύνταξης πριν από τα 60 (45,4%) και στους “πιο ρεαλιστές”, δηλαδή εκείνους που τοποθετούν το όριο μεταξύ 61 και 65 ετών (46,1%). Ωστόσο, όταν οι ερωτήσεις αφήνουν το πεδίο του ιδανικού σεναρίου και αγγίζουν τις προσδοκίες των ερωτώμενων για τη δική τους ζωή, οι απαντήσεις είναι αρκετά απαισιόδοξες: μόνο 1 στους 2 θεωρεί ότι θα πάρει κάποτε σύνταξη. Από την άλλη πλευρά, 1 στους 4 δηλώνει ότι δεν είναι βέβαιος, ενώ 1 στους 5 δηλώνει, χωρίς περιστροφές, ότι δεν πιστεύει ότι θα πάρει σύνταξη. Διαφαίνεται επίσης ότι οι νεότερες εργάσιμες ηλικίες είναι πολύ πιο απαισιόδοξες. Στις ηλικίες 25-39, το ποσοστό όσων δηλώνουν απερίφραστα ότι δεν θα πάρουν σύνταξη είναι αυξημένο κατά 16 μονάδες σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό.
Πέρα από τις συντάξεις και τους μισθούς, οι έκτακτες συνθήκες των τελευταίων ετών (πανδημία, ενεργειακή κρίση κ.ο.κ.) συνοδεύτηκαν και από έκτακτα κρατικά βοηθήματα, επιδόματα καθώς και τα γνωστά pass για διάφορες ομάδες του πληθυσμού που πλήττονταν. Τα βοηθήματα αυτά, ασφαλώς, προστέθηκαν σε επιδόματα που είχαν ήδη θεσπιστεί. Από αυτή τη σκοπιά, παρουσιάζει ενδιαφέρον πως 4 στους 10 δηλώνουν ότι έχουν λάβει κάποιο κοινωνικό επίδομα ή υλική βοήθεια από το κράτος τον τελευταίο χρόνο. Μάλιστα, περίπου το 40% από αυτούς δηλώνουν ότι συνεχίζουν να λαμβάνουν επίδομα.
Εμπιστοσύνη στους άλλους ανθρώπους
Ποιες είναι όμως οι βαθύτερες αξίες πίσω από τις στάσεις αυτές και τις απόψεις τόσο για πιο γενικές ιδεολογίες, όσο και για πιο “απτές” και συγκεκριμένες όψεις της πολιτικής; Τι αξιολογεί ο ελληνικός πληθυσμός ως σημαντικό; Πώς σκέφτονται οι άνθρωποι για τη ζωή τους; Πώς λειτουργούν οι σχέσεις εμπιστοσύνης μέσα στην κοινωνία; Πόσο πρόθυμοι είναι οι ερωτώμενοι να πάρουν ρίσκα; Και, τελικά, σε ποιες συμπεριφορές οδηγούν αυτές οι βαθύτερες αντιλήψεις; Πρόκειται, ασφαλώς, για βαθύτερα ερωτήματα, τα οποία δεν μπορεί να απαντήσει μια δημοσκοπική έρευνα. Ωστόσο, το “Τι πιστεύουν οι Έλληνες” παρέχει σε αυτό το κύμα του αρκετά δεδομένα για όσους θέλουν να έχουν μια αίσθηση των απαντήσεων που δίδουν οι ερωτώμενοι.
Αρχίζοντας από τις αξίες που επιλέγουν ως σημαντικές οι συμμετέχοντες, αποκομίζει κανείς μια πρώτη εικόνα. Στις συνολικές αναφορές των αξιών προηγούνται η δικαιοσύνη (40,2%, αλλά τουλάχιστον 13 μονάδες μειωμένη από τα κύματα του 2019 και του 2022), η ελευθερία (32,1%, αλλά επίσης σημαντικά μειωμένη), η αξιοκρατία (31,7%, με αύξηση) και ο σεβασμός (27,6%), ο οποίος προστέθηκε, ως επιλογή, σε αυτό το κύμα. Οι αξίες που αναφέρονται λιγότερο (με μονοψήφια ποσοστά αναφορών) είναι η συνέπεια (8,9%) και η εργατικότητα (8,5%).
Ένα από τα ευρήματα παλιότερων κυμάτων του “Τι πιστεύουν οι Έλληνες” –αλλά και άλλων κοινωνικών ερευνών όπως η World Values Survey ή το Ευρωβαρόμετρο– που έχουν συζητηθεί περισσότερο, είναι τα χαμηλά ποσοστά εμπιστοσύνης. Μάλιστα, αυτά αφορούν τους θεσμούς, όπως φάνηκε και από το φετινό πρώτο μέρος της έρευνας της διαΝΕΟσις, αλλά όχι μόνο αυτούς. Η δυσπιστία φαίνεται να είναι γενικευμένη και να επεκτείνεται, πέρα από τους θεσμούς της κοινωνίας, και στους άλλους ανθρώπους γενικά. Όπως και στο προηγούμενο κύμα της έρευνας, έτσι και σε αυτό είναι σταθερά πολύ λίγοι όσοι δηλώνουν ότι συμφωνούν με την άποψη ότι “οι περισσότεροι άνθρωποι είναι άξιοι εμπιστοσύνης”: μόνο 12,8%. Αντίθετα, η μεγάλη πλειοψηφία (86,6%) δηλώνει στην αντίστοιχη ερώτηση ότι “πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί στις συναλλαγές μας με τους ανθρώπους”.
Αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχει μια πλούσια βιβλιογραφία, η οποία συνδέει τη χαμηλή εμπιστοσύνη σε μια κοινωνία με αρκετά αρνητικά αποτελέσματα, όπως η μειωμένη πολιτική συμμετοχή, η μειωμένη συμμετοχή σε συλλογικές δράσεις, αλλά και, σε κάποιες περιπτώσεις, με χειρότερους δείκτες ψυχικής υγείας. Γι’ αυτό τον λόγο, σε αυτό το κύμα, η έρευνα προσπαθεί να ανιχνεύσει λίγο καλύτερα τα επίπεδα εμπιστοσύνης στους άλλους ανθρώπους, με κάποιες επιπλέον ερωτήσεις που συνδέονται έμμεσα με αυτή. Μέσα από αυτές προκύπτει ότι ένα 42,5% δηλώνει ότι είναι (πολύ ή αρκετά πιθανό) ένας άγνωστος να της/του επιστρέψει ένα χαμένο πορτοφόλι. Σε μια άλλη αντίστοιχη ερώτηση, η οποία δεν αφορά όμως έναν άγνωστο αλλά έναν γείτονα, οι περισσότεροι (55,6%) δηλώνουν ότι θα του εμπιστεύονταν τα κλειδιά του σπιτιού τους, για μια ώρα ανάγκης. Ομολογουμένως, τα ποσοστά εκείνων που δηλώνουν διατεθειμένοι να δείξουν εμπιστοσύνη στην πράξη είναι πολύ πιο υψηλά από εκείνων που δηλώνουν ότι οι άλλοι άνθρωποι είναι άξιοι εμπιστοσύνης. Από αυτή τη σκοπιά, πρόκειται σίγουρα για ένα ενδιαφέρον εύρημα.
Τι κάνουμε για το μέλλον
Μια άλλη πτυχή που επηρεάζει πολλές συμπεριφορές και επιχειρεί να διερευνήσει το φετινό ερωτηματολόγιο του “Τι πιστεύουν οι Έλληνες” είναι το κατά πόσο ο πληθυσμός σχεδιάζει το μέλλον του και, τελικά, τι βαρύτητα τού δίνει σε σχέση με το παρόν. Κατά πόσο αναβάλλουμε κάτι που θα μας ωφελήσει στο μέλλον για να κάνουμε κάτι που θα μας ευχαριστήσει σήμερα; Στο δεύτερο μέρος της έρευνας φάνηκε ότι κυριαρχεί στον πληθυσμό το συναίσθημα της ανασφάλειας, επομένως, τα ευρήματα αυτά μπορούν επίσης να “διαβαστούν” από κάποιους και ως τρόποι διαχείρισης της ανασφάλειας. Η πλειοψηφία πάντως φαίνεται ότι σκέφτεται, σε κάποιο βαθμό, το μέλλον, ειδικά όσον αφορά την υγεία. 84,5% δηλώνουν ότι σκέφτονται συχνά ότι οι πράξεις τους σήμερα θα επηρεάσουν την υγεία τους μελλοντικά. Αντίστοιχα, 69,6% δηλώνουν ότι αποταμιεύουν για να αγοράσουν πράγματα στο μέλλον. Είναι επίσης σημαντικό το ποσοστό (64,9%) όσων δηλώνουν ότι έχουν ένα πλάνο για το τι θα κάνουν τα επόμενα πέντε χρόνια. Μάλιστα, οι άνδρες δηλώνουν ότι προγραμματίζουν την επόμενη πενταετία πιο συχνά από τις γυναίκες.
Ωστόσο, μια μεγάλη πλειοψηφία (71,5%) παραδέχεται ότι τα όσα θα συμβούν στο μέλλον είναι πέρα από τον έλεγχό μας. Αν και όχι πλειοψηφία, είναι αρκετοί εκείνοι που (μάλλον) συμφωνούν με την άποψη ότι “δεν υπάρχει λόγος να σκεφτόμαστε το μέλλον πριν αυτό φτάσει” (30,8%) ή ότι είναι πολύ απασχολημένοι με την καθημερινότητά τους για να σκεφτούν το μέλλον (28,6%). 1 στους 5 δηλώνει: “Δεν ανησυχώ αν θα έχω προβλήματα υγείας αργότερα στη ζωή μου”.
Πώς λειτουργούν αυτές οι αντιλήψεις στην πράξη; Ένα προφανές παράδειγμα είναι η αποταμίευση, η οποία σχετίζεται τόσο με το πώς σταθμίζουμε το μέλλον μας συγκριτικά με το παρόν, όσο ασφαλώς και με τις οικονομικές συνθήκες που επικρατούν και με το αν αυτές επιτρέπουν την αποταμίευση. Από αυτή τη σκοπιά, είναι ενδιαφέρον το ότι πολύ περισσότεροι από την αντίστοιχη έρευνα του 2022 δηλώνουν ότι κατάφεραν να αποταμιεύσουν χρήματα τα τελευταία δύο χρόνια: 42,6%, έναντι 26,5%.
Αντίληψη του ρίσκου και συμπεριφορές
Μία ακόμη κινητήρια δύναμη πίσω από πολλές συμπεριφορές των ανθρώπων φαίνεται ότι είναι οι απόψεις τους για το ρίσκο. Ένα προφανές παράδειγμα είναι οι δουλειές: φάνηκε, άλλωστε, παραπάνω η προτίμηση μιας σίγουρης δουλειάς με μέτριες προοπτικές, έναντι μιας με μεγάλο κίνδυνο αλλά και σημαντικές προοπτικές, όπως και η αξιοσημείωτη αύξηση εκείνων που θα επέλεγαν την τελευταία κατηγορία.
Ωστόσο, η έρευνα δεν στέκεται εκεί, αλλά ξεχωρίζει μερικές συμπεριφορές που περιλαμβάνουν ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο ρίσκο. Πώς τις αντιμετωπίζουν οι ερωτώμενοι; Τι δηλώνουν σχετικά με αυτές; Σε αυτό το πλαίσιο, η πλειοψηφία (63,1%) δηλώνει ότι είναι πολύ ή αρκετά πιθανό να εκφέρουν μια αντιδημοφιλή άποψη για κάποιο θέμα σε μια κοινωνική περίσταση. Αισθητά λιγότεροι (42,1%) είναι όσοι θα δάνειζαν σε κάποιον φίλο τους ένα ποσό που αντιστοιχεί σε έναν μισθό τους, ενώ ακόμα πιο λίγοι (22,1%) θα δούλευαν σε μια δουλειά, όπου θα αμείβονταν μόνο με ποσοστά επί των πωλήσεων. 17,3% θεωρούν πολύ ή αρκετά πιθανό να κατεβάσουν κάποιο πρόγραμμα παράνομα από τον υπολογιστή τους. Τέλος, σχεδόν 1 στους 5 δηλώνει ότι είναι πιθανό να καταναλώσει ληγμένα τρόφιμα, “που όμως ακόμη μοιάζουν εντάξει”.
Επιπλέον, η έρευνα, επιχειρεί να ανιχνεύσει ευρύτερες πτυχές της καθημερινότητας του ελληνικού πληθυσμού. Πώς ζει ο πληθυσμός; Ποιες είναι οι –καλές ή κακές– συνήθειές του; Παρατηρώντας τα σχετικά αποτελέσματα, μαθαίνει κάποιος ότι 92,7% φοράει ζώνη ασφαλείας στο αυτοκίνητο, 65,6% χρησιμοποιεί πιστωτική κάρτα, 66,7% έρχεται σε επαφή με τη φύση, ενώ ένα πλειοψηφικό ποσοστό 56,5% δηλώνει ότι προσέχει τη διατροφή του. Μια οριακή πλειοψηφία του 50,4%, μάλιστα, δηλώνει ότι καταναλώνει “λίγο” κρέας. Πλειοψηφία επίσης (51,8%) αποτελούν εκείνοι που δηλώνουν ότι δεν συμμετέχουν καθόλου σε εθελοντικές δράσεις.
Διακοπές το καλοκαίρι
Τέλος, η έρευνα επιχειρεί να ανιχνεύσει τι θεωρούν οι πολίτες ότι τους εμποδίζει από το να κάνουν διακοπές σε κάποιον παραθαλάσσιο προορισμό. Καθώς η τουριστική σεζόν έχει ήδη αρχίσει και, ενώ ήδη από πέρυσι απασχολούν τον δημόσιο διάλογο οι υψηλές τιμές, αλλά και η βιωσιμότητα των τουριστικών προορισμών μετά από το καλοκαίρι που εκδηλώθηκε το “κίνημα της πετσέτας”, οι απόψεις των πολιτών παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Χωρίς αυτό να προκαλεί έκπληξη, στην κορυφή των αναφορών των εμποδίων είναι οι υψηλές τιμές στους τουριστικούς προορισμούς (61%). Ωστόσο, επίσης περισσότεροι από 1 στους 4 αναφέρουν ως εμπόδιο την πολυκοσμία που πιθανόν σχετίζεται με τον κορεσμό κάποιων τουριστικών προορισμών.
Με αυτό το τρίτο μέρος ολοκληρώνεται η δημοσίευση του φετινού έκτου κύματος της μεγάλης δημοσκοπικής έρευνας της διαΝΕΟσις “Τι πιστεύουν οι Έλληνες”. Όπως σε κάθε προηγούμενο κύμα, τα δεδομένα που συνεισφέρει η έρευνα στον δημόσιο διάλογο είναι πλούσια και προσφέρονται για πολλές επιπλέον δευτερογενείς αναλύσεις. Το επόμενο διάστημα, η διαΝΕΟσις πρόκειται να δημοσιεύσει αρκετές ακόμη τέτοιες αναλύσεις, οι οποίες θα εστιάζουν σε συγκεκριμένες πτυχές των αποτελεσμάτων και θα προσφέρουν ακόμα περισσότερες ενδιαφέρουσες οπτικές.