Παράλληλα, η απαγόρευση μετακινήσεων και σφαγών εδώ και δύο εβδομάδες θα φέρουν -βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον- ελλείψεις στην αγορά κι ενδέχεται να ωθήσουν τις τιμές προς τα πάνω. Αν και εκπρόσωποι του πρωτογενούς τομέα εκτιμούν ότι η κατάσταση θα αντιμετωπιστεί άμεσα και δεν θα επηρεάσει ούτε την επάρκεια ούτε τις τιμές, τα πρώτα σημάδια δεν είναι ιδιαίτερα ευοίωνα.
Ηδη εισάγονται μεγάλες ποσότητες σφαγμένων αρνιών από τη Ρουμανία, απ’ όπου μάλιστα φαίνεται να ξεκίνησε η εξάπλωση της ζωονόσου, ενώ οι τιμές τους στη χονδρική έχουν αυξηθεί σημαντικά, από τα 6 ευρώ έως τα 8,8 ευρώ τον Αύγουστο του 2023 στα 10,3 ευρώ έως τα 11 ευρώ το κιλό φέτος. Ωστόσο, εκπρόσωποι του κλάδου αποδίδουν τις ανατιμήσεις στο γεγονός ότι η ζήτηση για ρουμάνικα αρνιά έχει αυξηθεί σημαντικά από τις αραβικές χώρες, αλλά και την Τουρκία, με αποτέλεσμα να περιορίζεται η προσφορά.
Από την άλλη, δεδομένου ότι το καλοκαίρι δεν είναι περίοδος που υπάρχουν πολλές γέννες, στα ελληνικά αμνοερίφια η τιμή παραγωγού -τουλάχιστον μέχρι να ληφθούν τα μέτρα για την αντιμετώπιση της πανώλης- διαμορφωνόταν ακόμα και στα 8,7 ευρώ το κιλό, αυξημένη κατά 1,2 ευρώ σε σχέση με την πασχαλινή περίοδο, ενώ στα κρεοπωλεία έφτασαν να πωλούνται μέχρι και 14 ευρώ το κιλό.
Η χώρα μας, πάντως, είναι αυτάρκης σε αιγοπρόβειο κρέας, καθώς διαθέτει περίπου 12-13 εκατ. ζώα, σε αντίθεση με τα άλλα είδη κρέατος, όπως το βόειο, όπου το ποσοστό αυτάρκειας διαμορφώνεται μόλις στο 20% και το υπόλοιπο 80% προέρχεται από εισαγωγές.
Σήμα κινδύνου
Πάντως, πέρα από την πανώλη, οι εκπρόσωποι του πρωτογενούς τομέα εκπέμπουν σήμα κινδύνου για τον αφανισμό της ελληνικής κτηνοτροφίας, καθώς τα τελευταία χρόνια παρατηρείται σταθερή μείωση του ζωικού κεφαλαίου και των εκμεταλλεύσεων, με χιλιάδες παραγωγούς να εγκαταλείπουν το επάγγελμα.
Βασικές αιτίες, το υψηλό κόστος παραγωγής, αλλά και οι εμπορικές πρακτικές που ακολουθούν ορισμένοι «κρίκοι» της παραγωγικής αλυσίδας, παίζοντας κερδοσκοπικά «παιχνίδια» σε βάρος τους, μειώνοντας τις τιμές παραγωγού και αυξάνοντας τις τιμές των γαλακτοκομικών προϊόντων και των κρεάτων για τον τελικό καταναλωτή.
Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή της ΕΛΣΤΑΤ για τη γεωργία και την κτηνοτροφία, το 2021 οι ζωικές μονάδες υποχώρησαν κατά 18,2%. Σχεδόν 7 στις 10 χοιροτροφικές εκμεταλλεύσεις δεν υπάρχουν πια, καθώς από 19.332 που ήταν το 2009 εξακολουθούν να λειτουργούν μόλις 5.906 (-69,4%). Αντίστοιχη είναι η εικόνα και στα πουλερικά, οι εκμεταλλεύσεις των οποίων μειώθηκαν κατά 66,3% σε μία δεκαετία, αγγίζοντας τις 72.550 έναντι 215.373 το 2009. Μικρότερες, αλλά σημαντικές, είναι και οι μειώσεις στα αιγοειδή (-48,3%), στα προβατοειδή (-38,3%) και στα βοοειδή (-34,9%).
Ως προς τον αριθμό των ζώων, τη μεγαλύτερη υποχώρηση (-26,7%) κατέγραψαν τα πουλερικά, στα 26,96 εκατ., ακολούθησαν τα αιγοειδή με -25,3%, στα 3,14 εκατ., οι χοίροι με -21,6% και 742.963 ζώα και τέλος τα πρόβατα με -15,7% και 7,72 εκατ. ζώα.
Αντίστοιχα, σύμφωνα με στοιχεία του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας (ΣΕΚ), μόνο το 2022 αποχώρησαν από την κτηνοτροφία περίπου 10.000 αιγοπροβατοτρόφοι και 300 αγελαδοτρόφοι, γεγονός που ενδεχομένως να διαταράξει την εφοδιαστική αλυσίδα, λόγω της πιθανής μείωσης παραγωγής τόσο σε κρέας όσο και σε γάλα.
«Οι επιδοτήσεις έχουν μειωθεί στους κτηνοτρόφους κατά 50%, που αντιστοιχεί στο 33% του κόστους παραγωγής. Παράλληλα, η αύξηση των τιμών σε εφόδια και ζωοτροφές οδηγεί μεσοσταθμικά σε περαιτέρω αύξηση του κόστους παραγωγής κατά 17%. Τα λιπάσματα πωλούνται 35% πιο ακριβά στην Ελλάδα σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Το 50% που χάνουμε, δεν πρέπει να το βάλουμε στην τιμή του γάλακτος; Αν δεν το κάνουμε, θα πρέπει να εγκαταλείψουμε την παραγωγή», αναφέρει υψηλόβαθμο στέλεχος του ΣΕΚ στον «Ε.Τ.» της Κυριακής.
Στην έξοδο
Στο πλαίσιο αυτό, ο Σύνδεσμος Ελληνικής Κτηνοτροφίας προειδοποιεί για τον κίνδυνο να αποχωρήσουν από την αιγοπροβατοτροφία περίπου 15.000 παραγωγοί μόνο το 2024.
Από τις πλημμύρες στη Θεσσαλία χάθηκαν περίπου 85.000 αιγοπρόβατα, που αντιστοιχούν στο 24% της συνολικής παραγωγής πρόβειου γάλακτος της Ελλάδας. Αν και οι κτηνοτρόφοι αναφέρουν ότι οι ποσότητες γάλακτος που χάθηκαν δεν θα επηρεάσουν τη συνολική παραγωγήν εκτιμώντας ότι θα αναπληρωθούν από άλλες περιοχές, οι γαλακτοβιομηχανίες αναφέρουν ότι ενδεχομένως να υπάρχει μια μικρή μείωση της τάξεως του 4%-5%.
Παράλληλα, οι αιγοπροβατοτρόφοι δηλώνουν «όμηροι» των βιομηχανιών, καθώς, παρά το υψηλό κόστος παραγωγής, οι μεταποιητές τους τελευταίους μήνες πιέζουν τους κτηνοτρόφους να ρίξουν τις τιμές του γάλακτος.
Ενώ πέρυσι η τιμή που λάμβαναν οι παραγωγοί ήταν 1,75-1,80 ευρώ το κιλό, φέτος κυμαίνεται 1,4-1,5 ευρώ, όταν το κόστος παραγωγής για κάθε κιλό αιγοπρόβειου γάλακτος διαμορφώνεται σε 1,64 ευρώ.
«Από την αρχή της γαλακτοκομικής περιόδου οι γαλακτοβιομηχανίες μιλούσαν για εξορθολογισμό των τιμών χρησιμοποιώντας ως δικαιολογία τη μείωση της κατανάλωσης φέτας. Το γάλα το αγοράζουν φθηνότερα. Ομως η τιμή της φέτας, ειδικά της συσκευασμένης, φτάνει ακόμα και τα 16,5 ευρώ το κιλό», αναφέρει χαρακτηριστικά αιγοπροβατοτρόφος από τη Θεσσαλία στον «Ε.Τ.» της Κυριακής.
Σημειώνεται ότι η Ελλάδα παράγει 135.000 τόνους φέτας, εκ των οποίων το 60%-65% εξάγεται σε άλλες χώρες φέρνοντας στα ταμεία της χώρας έσοδα ύψους 600 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, το γεγονός ότι στο εξωτερικό η τιμή της ελληνικής φέτας φτάνει ακόμα και τα 19 ευρώ το κιλό, όπως για παράδειγμα στην Αυστραλία, στρέφει τους ξένους καταναλωτές σε φθηνότερα προϊόντα, κυρίως στα λευκά τυριά. Ετσι, οι εξαγωγές καταγράφουν μείωση της τάξεως του 5%, με εκπροσώπους των γαλακτοβιομηχανιών να δηλώνουν έτοιμοι να επαναπροσδιορίσουν την εμπορική τους πολιτική ώστε να μη χάσουν μερίδια αγοράς.
Απάντηση
Από την πλευρά του, εκπρόσωπος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Γαλακτοκομικών Προϊόντων επισημαίνει ότι «οι τιμές έχουν κατέβει, διότι με 1,75 και 1,80 ευρώ το κιλό που αγοράζαμε πέρυσι το γάλα, δεν μπορούμε να παράξουμε ένα προϊόν που να είναι ανταγωνιστικό. Επιπλέον, οι τιμές των ζωοτροφών έχουν μειωθεί σημαντικά. Δεν πρέπει οι παραγωγοί να ρίξουν τις τιμές τους;». Χωρίς ωστόσο η μείωση της πρώτης ύλης για τις ίδιες τις γαλακτοβιομηχανίες να περνάει στα ράφια για τους καταναλωτές.
Πάντως, τόσο εκπρόσωποι των βιομηχανιών όσο και των παραγωγών εκτιμούν ότι οι τιμές των γαλακτοκομικών και τυροκομικών προϊόντων δεν θα αυξηθούν το επόμενο διάστημα, αν η κατάσταση διατηρηθεί ως έχει.
ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ
«Η οικονομική πίεση θα πρέπει να εκτονωθεί από το κράτος»
Το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, σε ανακοίνωσή του, υπογραμμίζει ότι η οικονομική πίεση που θα δεχθούν οι κτηνοτρόφοι θα πρέπει να εκτονωθεί από το κράτος.
«Το ΥΠΑΑΤ πρέπει άμεσα να ενεργοποιήσει κρατικά και ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά εργαλεία, ώστε να βρεθούν οι απαιτούμενοι πόροι για την εξυγίανση του ζωικού κεφαλαίου και τα ζώα που θανατώνονται να αποζημιώνονται κοντά στην εμπορική τους αξία και σε σύντομο χρόνο. Μόνο έτσι θα προληφθεί μια ραγδαία και μοιραία εγκατάλειψη του κτηνοτροφικού επαγγέλματος. Η οικονομική πίεση που θα δεχθούν οι κτηνοτρόφοι το επόμενο διάστημα (έλλειψη εισοδήματος, ανεξόφλητα δάνεια κ.λπ.) θα πρέπει να εκτονωθεί από το κράτος μέσω της απλοποίησης των διαδικασιών αποζημιώσεων και την άμεση βοήθεια για τις ανάγκες απολύμανσης και αντικατάστασης των κοπαδιών, ενίοτε και των σταβλικών εγκαταστάσεων», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Σύστημα προστασίας
Επιπλέον, επισημαίνει ότι η Πολιτεία θα πρέπει να υποστηρίξει ενεργά ένα σύστημα αποτελεσματικής προστασίας του ζωικού κεφαλαίου και, κατ’ επέκταση, της επισιτιστικής ασφάλειας της χώρας μας. «Ενα σύστημα που θα βασίζεται στις διεθνείς στρατηγικές για τη νόσο, όπως αυτές του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας των Ζώων (WOAH/ΟΙΕ) και του Παγκόσμιου Οργανισμού Γεωργίας και Τροφίμων (FAO), ενώ θα λαμβάνει ταυτόχρονα υπόψη τη γεωγραφική θέση της Ελλάδας, όπου η γειτνίαση με βαλκανικές χώρες και την Τουρκία αυξάνει τα επίπεδα κινδύνου για τη μετάδοση νοσημάτων από τα οποία η χώρα ήταν απαλλαγμένη», καταλήγει.