Ακόμη και για τους ειδικούς στα ατυχήματα που συμβαίνουν στη θάλασσα, η περίπτωση του Norman Atlantic αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια στα ναυτικά χρονικά. Το πλοίο δεν βούλιαξε ποτέ, κι όμως, 29 άνθρωποι χάθηκαν. Άλλοι κάηκαν ζωντανοί, άλλοι έσβησαν από τις αναθυμιάσεις, άλλοι πνίγηκαν στην προσπάθειά τους να σωθούν. Πολλοί δεν βρέθηκαν ποτέ.
Δεκαοκτώ άνθρωποι κυριολεκτικά «εξαφανίστηκαν» με τρόπο που παραμένει ανεξήγητος. Ήταν 8 Έλληνες, 4 Τούρκοι, 2 Ιταλοί, 2 Σύροι, 1 Γερμανός και 1 Ιρακινός.
Μεταξύ των Ελλήνων οι οποίοι ακόμη και σήμερα θεωρούνται αγνοούμενοι είναι ο Απόστολος Νικολαράς, πατέρας τριών ανήλικων παιδιών. Οδηγός φορτηγού, που σχεδόν κάθε εβδομάδα πραγματοποιούσε το δρομολόγιο Ελλάδα-Ιταλία και αντιστρόφως.
Η τελευταία επικοινωνία με τη σύζυγό του, Καλλιόπη Ανανιάδου, , πριν χαθούν τα ίχνη του, έγινε στη 01:00 τα ξημερώματα της 28ης Δεκεμβρίου 2014, δύο ώρες πριν ξεσπάσει η πυρκαγιά στο μοιραίο πλοίο. «Μιλήσαμε για λίγη ώρα καθώς το πλοίο θα έμπαινε στην Αδριατική και το σήμα θα χανόταν» λέει στο Πρώτο ΘΕΜΑ η κυρία Ανανιάδου.
Η ίδια διηγείται λεπτομέρειες από την τηλεφωνική συνδιάλεξη που επρόκειτο να είναι και η τελευταία με το σύντροφο της ζωής της: «Ο σύζυγός μου με ρώτησε για τα παιδιά και, αφού συζητήσαμε για λίγο, κλείσαμε το τηλέφωνο. Στις 6 το πρωί έμαθα από την τηλεόραση για το πλοίο. Έπαιρνα τηλέφωνο αλλά ήταν κλειστό. Ήταν ένα έγκλημα αυτό που έγινε. Δύο χρόνια τώρα ούτε μια συγνώμη, ούτε ένα ‘τι κάνετε;’ από το κράτος» λέει η κυρία Ανανιάδου και συνεχίζει καταγγέλλοντας την αδιαφορία της πολιτείας. «Έχω τρία μικρά αγόρια, 6, 8 και 9 ετών, τα οποία ακόμη και σήμερα κοιτάζουν έξω από το παράθυρο και περιμένουν τον πατέρα τους να έρθει. Εγώ η ίδια έχω στείλει επιστολές σε τουλάχιστον δέκα χώρες, ζητώντας, εάν βρεθεί κάποιο πτώμα στις ακτές τους, να με ενημερώσουν, μήπως είναι ο Απόστολος. Για εμένα δεν έχει πεθάνει, ακόμη αγνοείται».
Όπως επισημαίνει η σύζυγος του 33χρονου οδηγού, συνάδελφοι του άνδρα της που σώθηκαν, τής έλεγαν αργότερα πως οι περισσότεροι είχαν βγάλει εισιτήριο με άλλο πλοίο. Τελικά όμως ήρθε το Norman Atlantic και επιβιβάστηκαν σε αυτό. «Το λέω και θα το ξαναλέω μια ζωή: Ήταν ένα έγκλημα αυτό που έγινε. Γιατί δεν πήγαν το πλοίο στην Κέρκυρα, όπου θα σωνόντουσαν όλοι και το άφησαν να καίγεται μέχρι να καταλήξει στο Μπάρι; Κανείς δεν μου απαντά σε αυτό. Και από το γραφείο του πρώην υπουργού, του κυρίου Δρίτσα στο οποίο είχα απευθυνθεί, μου έλεγαν ‘είναι μάταιο να ψάχνετε, ο σύζυγός σας είναι νεκρός’.
Εγώ όμως αυτή τη στιγμή προσπαθώ να μεγαλώσω τα τρία παιδιά μου. Τα βλέπουν παιδοψυχολόγοι, αφού δεν μπορούν να συνειδητοποιήσουν ότι ο πατέρας τους δεν θα έρθει ξανά. Κι όλα αυτά μόνη μου και με την οικογένειά μου που με στηρίζει, αφού δεν μπορώ ούτε να δουλέψω. Και πώς να δουλέψω όταν πρέπει να είμαι δίπλα στα παιδιά μου;»
Συνελήφθησαν δύο άτομα που εκβίαζαν τον αντιπεριφερειάρχη Ηλείας - Πώς τους έπιασαν
Οι επιζήσαντες
Στο κολασμένο δρομολόγιο του Norman Atlantic δεν βρέθηκαν μόνο επαγγελματίες. Ο κύριος Ανδρέας Οικονόμου με τη σύζυγό του, Έλενα και την μικρή τους κόρη, Αλίνα, πήγαιναν στη Βενετία για την αλλαγή του χρόνου. Ήταν το ταξίδι που έκαναν κάθε χρόνο και, ευτυχώς, συγκαταλέγονται στους τυχερούς, αφού σώθηκαν από το φλεγόμενο πλοίο.
Ο εφιάλτης όμως που έζησαν θα μείνει χαραγμένος για πάντα στην ψυχή τους. Δυο χρόνια αργότερα και η οικογένεια Οικονόμου δεν έχει ξεπεράσει τη φοβία των θαλάσσιων ταξιδιών. Η φρίκη του Norman Atlantic ζωντανεύει στη διήγηση του Ανδρέα Οικονόμου: «Καταρχάς με άλλο πλοίο ήταν να ταξιδέψουμε και άλλο ήρθε και μας πήρε.
Ζήτησα να φύγω λίγα λεπτά αφού έβαλα το αυτοκίνητό μου μέσα στο πλοίο, αλλά δεν μου το επέτρεψαν. Μου έλεγαν να κάνω μήνυση στην εταιρεία. Η ώρα πρέπει να ήταν 4 και μισή το πρωί όταν η κόρη μου, η Αλίνα, μου είπε ‘μπαμπά, είδα φωτιά στο παράθυρο’. Σηκωθήκαμε και προσπαθήσαμε να φύγουμε από την καμπίνα. Παντού υπήρχε καπνός, φλόγες έγλειφαν τα πλάγια του πλοίου, έβγαιναν από το κάτω γκαράζ. Η Έλενα, η σύζυγός μου, προχώρησε μπροστά, στη μέση ήταν η Αλίνα και πίσω εγώ. Η Έλενα βρίσκει μια σωσίβια λέμβο και καταφέρνουμε να μπούμε με ριψοκίνδυνους ελιγμούς ενώ καπνοί μάς έπνιγαν. Μετά από εννέα ώρες διασωθήκαμε. Προσπαθήσαμε πρώτα να ανέβουμε σε άλλα δύο καράβια και είδαμε τον χάρο με τα μάτια μας.
Τελικά, διασωθήκαμε από 20 Φιλιππινέζους αγγέλους. Από την πρώτη στιγμή γιατρέψανε το κορμί και την ψυχή μας. Στη βάρκα είχαμε πέντε παιδιά που είδαν ανθρώπους να χάνονται. Στο καράβι που μας έσωσε μείναμε τέσσερις ολόκληρες μέρες. Η επίσημη άποψη που έμαθα από τον πρέσβη μόλις πέρασαν αυτές οι μέρες, είναι ότι για κάποιον λόγο, παρόλο που τους δόθηκε το όνομα του καραβιού, μας ξέχασαν, γιατί η υπόλοιπη επιχείρηση διάσωσης ήταν σε εξέλιξη».
Δύο χρόνια μετά, ο κ. Οικονόμου για τις φετινές γιορτές επέλεξε την Αιδηψό και όχι την Ιταλία για την καθιερωμένη οικογενειακή εκδρομή. Άλλωστε οι μνήμες είναι ακόμη νωπές, όπως είπε στο ΘΕΜΑ: «Είναι στιγμές που το βράδυ η μικρή ξυπνάει και θυμάται, όπως και εγώ και η σύζυγός μου. Δεν ξέρω αν θα το ξεπεράσουμε ποτέ, ίσως μετά από χρόνια, ίσως πάλι όχι. Γιατί μπορεί να μένουν οι αποφάσεις του ιταλικού δικαστηρίου για να κλείσει το κεφάλαιο Norman Atlantic, δεν θα κλείσουν όμως ποτέ οι πληγές που μας άφησε».
«Πάρε τα λεφτά και σώπα»
Η ναυτική τραγωδία του Norman Atlantic που έλαβε χώρα στο στενό του Οτραντο, στην θάλασσα της Αδριατικής, συγκλόνισε Ελλάδα και Ιταλία. Ο θλιβερός απολογισμός ήταν 11 νεκροί (3 Ελληνες, 2 Ιταλοί, 2 Γερμανοί, 1 Τούρκος, 1 Γεωργιανός και 2 Αλβανοί οι οποίοι σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια ρυμούλκησης του πλοίου στο Μπάρι) και 18 αγνοούμενοι. Σύμφωνα με εκθέσεις εμπειρογνωμόνων, στο μοιραίο καράβι επέβαιναν 499 άτομα, εκ των οποίων τα 55 ήταν μέλη του πληρώματος. Ωστόσο, οι εμπλεκόμενοι δικηγόροι επιμένουν ότι δεν μπορεί κανείς να υπολογίσει τον ακριβή αριθμό, καθώς στους 499 δεν περιλαμβάνονται λαθρεπιβάτες που πιθανόν να βρίσκονταν στο πλοίο.
Ο Νίκος Παράσχης ήταν ένας από τους Έλληνες επιβάτες που έχασαν τη ζωή τους. Οδηγός φορτηγού που μετέφερε ελαιόλαδο, σκοτώθηκε όταν έπεσε στη θάλασσα για να σωθεί. Με καταγωγή από τη Ζάκυνθο και πατέρας δυο παιδιών μίλησε με την οικογένειά του το βράδι του Σαββάτου 27 Δεκεμβρίου 2014. Τελευταία φορά που ο 56χρονος έδωσε σημεία ζωής ήταν τα ξημερώματα της Κυριακής 28 Δεκεμβρίου, όταν και εκδηλώθηκε η πυρκαγιά στο πλοίο.
Ο Παράσχης ήταν μέλος μιας τριμελούς συντροφιάς οδηγών που μετέφεραν λάδι από την Πάτρα στην Ανκόνα. Ο άτυχος οδηγός ήταν από τους πρώτους που αναγνωρίστηκαν, καθώς στο πτώμα του υπήρχε η ταυτότητά του. Όπως δηλώνει η κόρη του Νίκου Παράσχη, Βασιλική, «μέσα στην ατυχία μας ήμασταν και τυχεροί γιατί βρέθηκε το πτώμα του πατέρα μου, με μεγάλη ταλαιπωρία βέβαια. Έτσι μπορέσαμε να τον θρηνήσουμε.
Καιγόταν το πλοίο και δεν τον βοήθησε κανείς. Ακόμα μεγαλύτερο κάνουν τον πόνο μου κάποιοι ασυνείδητοι, υπεύθυνοι για το θάνατο τόσων ανθρώπων που με προσεγγίζουν και μου λένε ‘πάρε τόσα λεφτά και πες ότι δεν έγινε τίποτα στο πλοίο’. Οτι ‘όλα έγιναν τυχαία’. Δεν θέλω όμως να αγγίξω άλλο αυτό το θέμα, γιατί το προχωράει ο δικηγόρος μου και δεν είμαι σε θέση να το συζητήσω. Το θέμα είναι ότι αυτά τα δύο χρόνια χωρίς τον πατέρα μου ήταν δύσκολα. Ούτε εμένα, ούτε τον αδερφό μου δεν μας έχουν πάρει ένα τηλέφωνο και να ρωτήσουν αν χρειαζόμαστε κάτι.
Αλλά αυτοί οι άνθρωποι για μένα έκαναν έγκλημα εκείνο το βράδυ. Εγώ εκείνη την ημέρα το έμαθα από τον αδερφό μου, μου είπε ότι είδε στις ειδήσεις πως το καράβι με το όποιο ταξιδεύει ο μπαμπάς φλέγεται.
Τον έπαιρνα ασταμάτητα τηλέφωνο από το πρωί μέχρι το βράδυ, για να μάθω αν είναι καλά, αλλά μάταια. Το τηλέφωνο του ήταν κλειστό. Στην αρχή δεν ήθελα να πιστέψω ότι κάτι κακό μπορεί να συμβαίνει στον πατέρα μου. Πίστευα ότι θα δει τις κλήσεις μου και θα με πάρει τηλέφωνο να μου πει ‘είμαι καλά και έρχομαι σπίτι’».
Επισήμως, σε ό,τι αφορά στη διερεύνηση των αιτίων μιας από τις πιο καταστροφικές πυρκαγιές που έχουν εκδηλωθεί σε πλοίο εν πλω, το πόρισμα του Ιταλού εισαγγελέα ακόμη εκκρεμεί. Όσοι επέζησαν παλεύουν ακόμη να επουλώσουν τις πληγές της τραγωδίας. Παλεύουν όμως και για δικαίωση, με εξαίρεση κάποιους που ήρθαν σε εξωδικαστικό συμβιβασμό παίρνοντας χρήματα.
Δυο χρόνια μετά από τα ξημερώματα της 28ης Δεκεμβρίου 2014, η υπόθεση παραμένει κολλημένη στα γρανάζια της ιταλικής δικαστικής έρευνας, ενώ οι συγγενείς νεκρών αλλά και αγνοουμένων ζουν το δικό τους δράμα, προσπαθώντας να διαχειριστούν τον τρόμο και την αγωνία που έζησαν ή την οδύνη για την απώλεια των δικών τους ανθρώπων οι οποίοι χάθηκαν στον μαύρο, δηλητηριώδη καπνό του Norman Atlantic.