«Ήταν άνοιξη, ήταν Πάσχα και η Ελλάδα ξυπνούσε. Ερωτεύτηκα και πάλι: αυτή τη φορά επρόκειτο για την πατρίδα σας. Το τοπίο της (γη και θάλασσα), τα μνημεία της, η κουζίνα της, το υπέροχα τέλειο κλίμα της, οι ιδιοσυγκρασίες της (τόσο διαφορετικές από τις αγγλικές ιδιοσυγκρασίες) – όλα με μάγεψαν. Κι ερωτεύτηκα το ίδιο έντονα κι εσάς τους Έλληνες», γράφει ο Τζον Κίτμερ.
Ενας έρωτας που ολοένα και δυνάμωνε, όπως εξομολογείται, όσο περισσότερο μάθαινε για τη γλώσσα, τα έθιμα, τη θρησκεία, την ιστορία, τη λογοτεχνία και τον πολιτισμό. Πρόκειται μάλιστα για μια εικόνα και ένα συναίσθημα που παρέμειναν αναλοίωτα κατά τη διάρκεια της τετραετούς παραμονής του στην Ελλάδα ως Βρετανός πρέσβης.
Αναφερόμενος στην οικονομική κρίση που χτύπησε την Ελλάδα και τις κοινωνικές επιπτώσεις εκφράζει τη βαθιά του θλίψη, ενώ δεν παραλείπει να αναφερθεί και στις μάχες των Ελλήνων για την ελευθερία.
«Το 1821, ανάψατε την φλόγα της λευτεριάς και αποδείξατε ότι, όσο δυνατά κι αν την χτυπούν οι άνεμοι, άπαξ και ανάψει, δεν σβήνει», γράφει χαρακτηριστικά στην επιστολή του και κάνει μια αναδρομή στην ανταλλαγή πληθυσμών στη Μικρασία, τις δικτατορίες, την Κατοχή, τον Εμφύλιο, τον Ψυχρό Πόλεμο και τέλος τη χούντα.
Ο Τζον Κίτμερ κάνει μια σύντομη αναφορά και στην επικείμενη αποχώρηση της Βρετανίας από την Ε.Ε. αλλά και τα καθήκοντα που θα αναλάβει κατά την επιστροφή του στο Λονδίνο το Σάββατο. Οπως εξομολογείται στις «αποσκευές» του εκτός από τα προσωπικά του αντικείμενα θα βρίσκονται και οι πιο δυνατές και χαρούμενες αναμνήσεις από την επαγγελματική σταδιοδρομία αλλά και την προσωπική του ζωή στην Ελλάδα.
Ο Τζον Κίτμερ κλείνει την επιστολή εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη του στους Ελληνες και δίνει την υπόσχεση να επιστρέψει. Οχι για δουλειά, αλλά για διακοπές, ακαδημαϊκές σπουδές και για να δει τους φίλους που απέκτησε στη διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα.
Σημειώνεται ότι δεν είναι η πρώτη φορά που ο Τζον Κίτμερ αποθεώνει την Ελλάδα, καθώς και σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Κ» τον Ιούνιο του 2015 ο Τζον Κίτμερ δήλωνε ερωτευμένος με τη χώρα μας.
Στην τελευταία συνέντευξή του στην «Καθημερινή» ο κ. Κίτμερ μιλά για τον ρόλο της χώρας μας στην περιοχή, τη σημασία της βάσης στη Σούδα, τη Συνθήκη της Λωζάννης αλλά και τις προκλητικές τοποθετήσεις του Ταγίπ Ερντογάν.
Αναλυτικά η αποχαιρετιστήρια επιστολή του Τζον Κίτμερ
Αμαλιάδα: «Η Μουρτζούκου πήγε να με πνίξει με κορδέλα στον ύπνο μου» - Νέα καταγγελία-φωτιά για την Ειρήνη
Αγαπητοί μου φίλες και φίλοι,
Τα τελευταία 32 χρόνια ταξιδεύω στην πατρίδα σας. Το κάθε βήμα που έκανα, η κάθε κουβέντα που είχα με σας, ο καθένας από σάς που γνώρισα, το κάθε τι που έμαθα καθ’οδόν – ολ’ αυτά υπήρξαν για μένα μια απερίγραπτη χαρά και προνόμιο.
Αυτά τα τέσσερα τελευταία χρόνια, υπηρέτησα ως Πρέσβης της Αυτής Βρετανικής Μεγαλειότητας στην Ελληνική Δημοκρατία. Πρόκειται για έναν μεγαλοπρεπή τίτλο και δεν αισθανόμουν πάντα άξιος να τον φέρω. Αλλά ξέρω πλέον ότι η μεγαλοπρέπειά του κρύβει πολλά μικρά και απλά πράγματα. Και θα τον θυμάμαι με μεγάλη χαρά ως το τέλος της ζωής μου. Ήταν μεγάλη τιμή για μένα να υπηρετώ τη Βασίλισσά μου και την πατρίδα μου σε μια χώρα που, από τα παιδικά μου χρόνια, αγαπάω και θαυμάζω.
Πολλοί από σας με έχετε αποκαλέσει «Φιλέλληνα» και κοκκινίζω πάντα από υπερηφάνεια κάθε φορά που μου το λέτε αυτό. Στο μυαλό μου λάμπουν οι μορφές όσων πράγματι αξίζουν τον χαρακτηρισμό αυτόν: ο Βύρωνας, ο Άστιγξ, ο Κόντρινγκτον, ο Τσώρτς, ο Κάνινγκ, ο Γλάδστων, ο Λη Φέρμορ – για να ονομάσω λίγους μόνο. Όπως κι αυτοί, βεβαίως, έτσι κι εγώ είμαι, πρώτ’ απ’ όλα, πατριώτης: στην περίπτωσή μου, Βρετανός, Άγγλος και Yorkshireman. Και το κύριό μου καθήκον εδώ ήταν να υπηρετήσω τα συμφέροντα των συμπατριωτών μου. Ελπίζω να το έπραξα. Αλλά για μένα, το να υπηρετώ στην Ελλάδα έμελλε να σημαίνει πάντοτε κάτι (ακόμα) περισσότερο από αυτό.
Η πατρίδα σας με γοήτευε από όταν ήμουν παιδί, όταν ο πατέρας μου μας έφερε αναμνηστικά από τα επαγγελματικά του ταξίδια στην Ελλάδα. Και βάλθηκα να μάθω τα αρχαία ελληνικά μόλις στάθηκε δυνατό. Ήξερα ότι αυτό θα μου άνοιγε τον δρόμο για τη γλώσσα της Καινής Διαθήκης και την γνώση αυτής που θεωρώ πάντα ιερή γλώσσα.
Έτσι , ερωτεύτηκα γρήγορα την γλώσσα των προγόνων σας: τόσο περίπλοκη, τόσο ευέλικτη, τόσο λεπτομερής, τόσο όμορφη. Και πίσω της, υπάρχει μια θαυμάσια λογοτεχνία. Οι καθηγητές μου με έμπνευσαν και ο καλύτερος από αυτούς μας έφερε, τους συμφοιτητές μου κι εμένα, εδώ το 1984. Περάσαμε ένα μηνα περίπου εδώ και για μένα ήταν αποκάλυψη. Ήταν άνοιξη, ήταν Πάσχα και η Ελλάδα ξυπνούσε. Ερωτεύτηκα και πάλι: αυτή τη φορά επρόκειτο για την πατρίδα σας. Το τοπίο της (γη και θάλασσα), τα μνημεία της, η κουζίνα της, το υπέροχα τέλειο κλίμα της, οι ιδιοσυγκρασίες της (τόσο διαφορετικές από τις αγγλικές ιδιοσυγκρασίες) – όλα με μάγεψαν. Κι ερωτεύτηκα το ίδιο έντονα κι εσάς τους Έλληνες.
Αυτά τα πρώτα χρόνια των ταξιδιών μου εδώ, ο κάθε Έλληνας που συναντούσα φαινόταν ότι ήταν ο κομιστής και η ενσωμάτωση κάποιου μυστηριώδους, κάποιου απόκρυφου και, όμως, απλού νοήματος, στο οποίο εσείς οι Έλληνες είχατε πρόσβαση και το οποίο εμείς οι δυτικοί είχαμε ξεχάσει. Καθώς μάθαινα να προσαρμόσω τα αρχαία μου στη σύγχρονη εποχή, κάθε βραδύγλωσση κουβέντα που είχα, ήταν σαν να τραβούσε μαλακά το νήμα της αρχαιότητας από τους αιώνες στον σύγχρονο κόσμο. Όσο περισσότερο μάθαινα για τη γλώσσα σας, τα έθιμά σας, τη θρησκεία σας, την ιστορία σας, τη λογοτεχνία σας και τον πολιτισμό σας, τόσο περισσότερο σας αγαπούσα.
Ίσως να υπερέβαλλα. Ίσως να είχα κιόλας μπλεχτεί στο ρομάντσο του φιλελληνισμού. Ίσως να έβλεπα μόνο αυτά που ήθελα να τα δω. Αλλά μένω πλέον στην πατρίδα σας εδώ και τέσσερα χρόνια και η αλήθεια είναι ότι δεν έχω αλλάξει γνώμη. Βιώσατε εφτά πολύ δύσκολα χρόνια. Το γνωρίζω και γνωρίζω και τον αντίκτυπό του – και με λυπεί βαθιά. Αλλά σας ζητούσα να μην απελπίζεστε. Ο δέκατος-ένατος αιώνας, παρά τις όποιες δυσκολίες , ήταν ένδοξος για σας. Το 1821, ανάψατε την φλόγα της λευτεριάς και αποδείξατε ότι, όσο δυνατά κι αν την χτυπούν οι άνεμοι, άπαξ και ανάψει, δεν σβήνει.
Αλλά ο εικοστός αιώνας, αν και ξεκίνησε καλά, αποδείχτηκε εν πολλοίς τραυματικός. Η ήττα στη Μικρασία, η ανταλλαγή πλυθυσμών, οι δικτατορίες, η Κατοχή, ο Εμφύλιος, ο Ψυχρός Πόλεμος, η χούντα. Κι όμως, εσείς παραμένατε απτόητοι ως λαός κατά τη διάρκεια όλων αυτών. Κάθε φορά, βγαίνατε από τις περιπέτειές σας με το κεφάλι ψηλά και ακόμα πιο αποφασισμένοι. Οι συμπατριώτες μου δεν θα ξεχάσουν ποτέ αυτά που κάνατε για την πατρίδα μου, την Ελλάδα την ίδια και την λευτεριά, κατά τον Πρώτο και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Κάθε χρονιά της θητείας μου, στα στρατιωτικά κοιμητήρια της Κοινοπολιτείας στη Βόρεια Ελλάδα, την Κρήτη, τα μικρότερα νησιά και το Φάληρο, υπέβαλα τα σιωπηλά μου σέβη, σε όσους πλήρωσαν το έσχατο τίμημα για όλα αυτά τα θεμελιώδη ιδανικά στα οποία εσείς κι εμείς πιστεύουμε. Από τη δεκαετία του 1980 και πέρα, αρχίσατε να επουλώνετε τις ουλές του Εμφύλιου και να βρίσκετε ένα καινούργιο στήριγμα σε αυτό που έμελλε να γίνει η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Θυμάμαι κι εγώ τη δεκαετία ανάπτυξης από το 1995. Δεν ήταν χίμαιρα, αν και δεν ήταν όλα ιδεώδη. Απέδειξε σε όλους αυτό που ήδη ξέραμε από αυτούς τους συμπατριώτες σας που έρχονται συχνά στη Βρετανία και μένουν αναμεσά μας, δουλεύοντας και σπουδάζοντας: έχετε επιχειρηματικό πνεύμα και δημιουργικότητα, κάνετε λαμπρές σπουδές, και, όντως, δουλεύετε σκληρά. Οι αρετές αυτές, όταν τις συνενώσετε σε ένα πετυχημένο πολιτικό και οικονομικό πρόγραμμα, θα σας βγάλουν από τις δυσκολίες και πάλι, και θα σας επιτρέψουν να να σταθείτε περήφανα.
Στα επόμενα χρόνια, η δική μου χώρα θα αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Έχουμε πολλά να διαπραγματευτούμε πριν διευκρινιστεί η μορφή της τελικής συμφωνίας. Αλλά είμαστε αποφασισμένοι να εμβαθύνουμε και να ενισχύσουμε τις διμερείς μας σχέσεις με τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτά τα τέσσαρα τελευταία χρόνια, δούλεψα σκληρά, ώστε να καλλιεργήσω στενούς δεσμούς μεταξύ του ελληνικού και του βρετανικού λαού, καθώς και μεταξύ της βρετανικής και της ελληνικής κυβέρνησης. Ίσως να μην ακούγομαι μετριόφρων αλλά ειλικρινά πιστεύω ότι η Πρεσβεία μου κι εγώ τα καταφέραμε καλά σ’ αυτό.
Από το τέλος της βδομάδας αυτής, δεν θα είμαι πλέον εγώ υπεύθυνος για το έργο αυτό . Αλλά για όλη την υπόλοιπή μου σταδιοδρομία αλλά και μετά, θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου σε επαγγελματικό και προσωπικό επίπεδο, ώστε να ενισχύσω και να δυναμώσω τους δεσμούς μας. Η συμμαχία μας και η φιλία μας είναι πιο σημαντικές από ο,τιδήποτε άλλο για μένα.
Το Σάββατο, θα ξεκινήσω ένα μακρύ, αργό ταξίδι μέσα από την Ευρώπη – επιστρέφω πίσω στο Λονδίνο, όπου θα αναλάβω τα καθήκοντά μου ως Διευθυντής του τμήματος των Υπερπόντιων Εδαφών στο Υπουργείο Εξωτερικών.
Ο σύντροφός μου, Ντέιβιντ, κι εγώ θα πάρουμε μαζί μας τις πιο δυνατές και χαρούμενες αναμνήσεις από την επαγγελματική μας σταδιοδρομία αλλά και την προσωπική μας ζωή στην Ελλάδα. Για όλες αυτές τις αναμνήσεις, χρωστάμε ευγνωμοσύνη σε σας : τους Έλληνες φίλους μας. Εσείς κάνατε αυτά τα τέσσερα χρόνια, για εμάς τουλάχιστον, ανεκτίμητα. Στο βρετανικό διπλωματικό σώμα , οι πρέσβεις δεν διορίζονται δεύτερη φορά σε χώρα όπου ήδη έχουν υπηρετήσει. Οπότε, τελείωσε οριστικά η διπλωματική μου καριέρα στην Ελλάδα. Αλλά μην έχετε καμμία αμφιβολία: θα ξανάρθουμε. Για διακοπές, για τις ακαδημαϊκές μου σπουδές, για να δούμε τους φίλους μας εδώ. Άρα, δεν πρόκειται για «αντίο» αλλά για «στο επανιδείν».
Εύχομαι σε όλους σας ειρήνη, χαρά και κάθε καλό για Χριστούγεννα, το Νέο Έτος και το μέλλον.
Πάντα φίλος σας,
Τζων Κίττμερ 6 Δεκεμβρίου 2016