«…Ηταν τόσο όμορφη και αξιοπρεπής. Είχε δυνατό χαρακτήρα, κάπως αυταρχικό. Ισως μάλιστα το ναυάγιο του γάμου μας να οφείλεται στο ότι είχαμε τον ίδιο χαρακτήρα… Τα ενδιαφέροντά της ήταν περισσότερο πολιτιστικά, παρά πολιτικά…] […Το βέβαιο είναι ότι ο χωρισμός μου με λύπησε, αν και η ευθύνη γι’ αυτόν ήταν περισσότερο δική μου». Με αυτά τα λόγια ο αυστηρός πολιτικός άνδρας, που ποτέ δεν μιλούσε για την προσωπική του ζωή, περιέγραψε την μία και μοναδική γυναίκα που παντρεύτηκε. Την Αμαλία, το γένος Κανελλοπούλου, Καραμανλή και μετέπειτα Μεγαπάνου. Ο θάνατός της χθες, σε ηλικία 91 ετών, μοιάζει με το τέλος της πιο κομψής, της πιο αστικής, της πιο καλλιεργημένης Αθήνας που ευτυχήσαμε να έχουμε.
Οσο επιμελώς και αν ψάξει κανείς, δύσκολα θα βρει πολλές συνεντεύξεις της ίδιας, σε αντίθεση με το πλούσιο φωτογραφικό υλικό. Από τον γάμο τους το 1951 με εκείνη να φορά δημιουργία της Νταίζης Αντωνοπούλου και εκείνον υπέρκομψο στο λευκό του κοστούμι, από την επίσκεψή τους στον Λευκό Οίκο δίπλα στο ζεύγος Κένεντι, από το διαμέρισμα της οδού Καρνεάδου με την Αμαλία μπροστά από τη βιβλιοθήκη, από το εξώφυλλο του Οικογενειακού Θησαυρού όταν διέρρευσε ο χωρισμός, αλλά και αργότερα, παντρεμένη πια με τον μαιευτήρα Επαμεινώνδα Μεγαπάνο, από κάποια εκδήλωση στο Μουσείο Μπενάκη. Πάντα όμορφη, πάντα σικάτη (η Τζάκι Ο της Ελλάδας) και καλοχτενισμένη, πάντα ευγενική και ταυτόχρονα πάντα περήφανη και ασυμβίβαστη.
Κόρη του Πατρινού Αναστάσιου Κανελλόπουλου, αδερφού του πολιτικού και φιλοσόφου Παναγιώτη Κανελλόπουλου και εγγονή της αδελφής του πρωθυπουργού Δημητρίου Γούναρη, η βαθιά καλλιεργημένη Αμαλία κατάφερε να ξεφύγει από τη σκιά των μεγάλων αντρών της ζωής της. Οταν ρωτήθηκε από την Μαρία Θερμού (συνέντευξη στο ΒΗΜΑ, 2007) ποια Αμαλία την αντιπροσωπεύει περισσότερο, η Αμαλία Μεγαπάνου που αντέγραφε σχέδια για κεντήματα, η Αμαλία Μεγαπάνου της Αννας ή του Λεξικού, εκείνη απάντησε ακριβώς έτσι: «Κοιτάξτε, η Αμαλία Μεγαπάνου είναι το παιδί της μάνας μου και του πατέρα μου, που έφθασε ίσαμε εδώ. Είναι μία διαδρομή. Την κάνεις και περνάς από δάση, από χαράδρες, από επικίνδυνα μέρη, από ανέσεις κ.τ.λ. Γι’ αυτό λέω την ηλικία μου, γιατί την έχω περπατήσει, δεν την έχω περάσει έτσι ώσπου να φθάσω εδώ, μαζί με σας».
Συγγραφέας 13 βιβλίων, λάτρης της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, των λαϊκών κεντημάτων αλλά και της «τέχνης του σιμιγδαλένιου χαλβά» όπως έγραψε ο Στέφανος Μάνος για την αγαπημένη του Πρώτη Κυρία, έζησε τη ζωή που ήθελε, όπως την ήθελε. Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, που θυμάται την Αμαλία Μεγαπάνου να κάνει στενή παρέα με τους γονείς του, τον Κωνσταντίνο και τη Μαρίκα Μητσοτάκη στο Παρίσι στη διάρκεια της δικτατορίας, τόνισε με προσωπική οξυδέρκεια την λεπτομέρεια που φώτιζε την προσωπικότητά της: «Διαβάζοντας, αργότερα, τα βιβλία της, ταξίδεψα στη γνώση και στην ευαισθησία της. Και διδάχτηκα την ισορροπία ανάμεσα στο δημόσιο και στο ιδιωτικό. Πώς γίνεται μία προσωπικότητα να πρωταγωνιστεί, επιλέγοντας ταυτόχρονα να μην βρίσκεται στο προσκήνιο. Την αποχαιρετώ με συγκίνηση».
Η σχέση με τον Καραμανλή…
….ήταν μια παθιασμένη, δύσκολη σχέση. Παντρεύτηκαν το 1951, όταν εκείνη ήταν 22 ετών και εκείνος 44. Εζησαν μαζί τα δύσκολα χρόνια της ρήξης με το Παλάτι και της εξορίας στο Παρίσι, δεν απέκτησαν ποτέ παιδιά και ο γάμος τους διαλύθηκε το 1972. Η αίτηση διαζυγίου κατατίθεται σε δικαστήριο του Παρισιού όπου γίνεται λόγος για «διαφωνία χαρακτήρων». Δημοσιεύματα της εποχής κάνουν λόγο για μια δύσκολη συμβίωση εξαιτίας του συχνά εκρηκτικού χαρακτήρα του Κωνσταντίνου Καραμανλή και της ανεξάρτητης ιδιοσυγκρασίας της ίδιας. Στους μύθους της εποχής και η περίφημη φράση που φέρεται να ξέφυγε από τον πολιτικό, «σκάσε Αμαλία», σε μια προεκλογική του ομιλία με το μικρόφωνο ανοικτό.
Η ιστορία πάντως θα τους θυμάται αγκαζέ, εκείνη με μακριά, αστραφτερή τουαλέτα και εκείνον με φράκο sur mesure, να κατεβαίνουν χαμογελαστοί την μεγάλη στριφογυριστή σκάλα.
Με τα δικά της λόγια:
Για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή:
«Δεν ασχολούμαι με τη δουλειά του άντρα μου, γιατί την κάνει πολύ καλά».
Για το βιβλίο της «Διάλογος με την Αννα» (αφηγήσεις μίας πόρνης)
«Το έκανα γιατί η αστή Ελληνίδα δεν γνώριζε τίποτε για ένα πρόσωπο το οποίο ο σύμπας κόσμος ήξερε πολύ καλά και μόνον εκείνη αγνοούσε».
Για την ίδια:
«Αν είχα σπουδάσει και είχαμε ακόμη το φαρμακείο, θα είχα γίνει φαρμακοποιός. Το φαρμακείο ήταν οικογενειακό, αλλά εμείς, ξέρετε, ήμασταν μία οικογένεια που, για την πολιτική, τα πουλήσαμε όλα».
«Πάντα μου άρεσε να γράφω. Αν ξέρω κάτι θέλω να το μεταδώσω και στους άλλους. Αν μπορώ να βοηθήσω κάπου, θέλω να το κάνω».
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου