Γράφει ο Χρίστος Χ. Λιάπης MD,MSc,PhD*
Θα πρέπει, όμως, να σταθούμε με προσοχή στο Εργασιακό Stress και στο BURNOUT SUNDROME (στο σύνδρομο Επαγγελματικής Εξουθένωσης) όλων εκείνων οι οποίοι σηκώνουν το βάρος της αντιμετώπισης της Πανδημίας του νέου Κορονοϊού και βιώνουν καθημερινώς τον ψυχολογικό
αντίκτυπο της επιβάρυνσης του Εθνικού Συστήματος Υγείας και της άμεσης απειλής για την υγεία τους και για την υγεία των οικείων τους, ιδιαίτερα αν οι τελευταίοι ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού.
Το εργασιακό stress περιγράφεται από τα χαρακτηριστικά της εργασίας τα οποία προσλαμβάνονται από το άτομο ως ‘απειλή’ (Osipow SH 1998), κατ’ αναλογία προς τον γενικότερο ορισμό του stress που προσδιορίζεται ως μια ψυχοσωματική αντίδραση του οργανισμού σε πραγματικά ή φανταστικά
εξωτερικά ερεθίσματα τα οποία αντιλαμβάνεται ως απειλητικά για την
ακεραιότητά του.
Οι γιατροί θεωρείται πως βρίσκονται σε υψηλό κίνδυνο έκθεσης στο επαγγελματικό stress (Blenkin et al 1996), καθώς ο αυξημένος φόρτος εργασίας, η επανειλημμένη έκθεση σε τραυματικά γεγονότα και η ανάγκη λήψης κρίσιμων αποφάσεων, συχνά βασισμένη σε ανεπαρκείς πληροφορίες (Burbeck R et al 2002), αποτελούν παράγοντες άγχους κυρίως για τον γιατρό αλλά και για όλους τους επαγγελματίες της
Υγείας.
Αυτό αποτυπώνεται στην αναλογία των ιατρών με αυξημένα επίπεδα stress, η οποία ανέρχεται στο 28% ενώ η αντίστοιχη αναλογία για τον γενικό πληθυσμό εργαζομένων κυμαίνεται στο 18%. (Firth – Cozens J
1999).
Και όλα αυτά, στην προ Κορωνοιού (SARS-COV-2) εποχή. Τώρα, το τοπίο έχει αρχίσει να περιγράφεται με ακόμη πιο μελανά χρώματα, καθώς οι γιατροί θεωρείται πως ούτως ή άλλως βρίσκονται σε υψηλό κίνδυνο (Blenkin 1996), εμφανίζοντας μεγαλύτερα ποσοστά αυτοκτονιών σε σύγκριση με παρόμοιες επαγγελματικές ομάδες (Β.Α.Α.Ε.Μ. 1999; Lindeman 1996).
Τροχαίο στη Λεωφόρο Συγγρού: Αυτοκίνητο παρέσυρε και σκότωσε πεζό [βίντεο]
Κίνδυνος που πολλαπλασιάζεται, καθώς αντιμετωπίζοντας την COVID-19, καλούνται να ανταπεξέλθουν σε ένα περιβάλλον εντεινόμενων απειλών και αυξημένων ωρών εργασίας, σωματικής καταπόνησης και ψυχικής επιβάρυνσης. Πραγματικά, το ποσοστό των ιατρών με ψυχιατρικές διαταραχές ανέρχεται στο 28%, ενώ για τον γενικό πληθυσμό κυμαίνεται στο 15%.
Ένα ποσοστό της τάξεως του 10% των ιατρών εμφανίζεται να υποφέρει από κατάθλιψη, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στον γενικό πληθυσμό εργαζομένων με αντίστοιχα ηλικιακά και μορφωτικά
χαρακτηριστικά διακυμαίνεται γύρω στο 5-7%.
Ένας στους δεκαπέντε ιατρούς εθίζεται στο αλκοόλ και / ή στη χρήση ουσιών ενώ ο αριθμός των
κρουσμάτων αυτοκτονιών είναι διπλάσιος στους άντρες ιατρούς και τριπλάσιος στις γυναίκες ιατρούς, σε σύγκριση πάντα με τον γενικό πληθυσμό (Graske 2003).
Ταυτόχρονα, το εργασιακό stress ενοχοποιείται ως ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου στην αιτιολογία των καρδιαγγειακών παθήσεων. Η άντληση ικανοποίησης από τη δουλειά αποτελεί σημαντική
στρατηγική αντιμετώπισης του εργασιακού stress. Πηγές επαγγελματικής ικανοποίησης (job satisfaction) αποτελούν οι καλές σχέσεις με τους ασθενείς, τους συγγενείς τους και το προσωπικό -μέσα από την καλλιέργεια των επικοινωνιακών δεξιοτήτων των ιατρών-, η εκτίμηση των επαγγελματικών τους ικανοτήτων, η άντληση πνευματικών ερεθισμάτων από τη δουλειά τους, η καλή οργανωτική δομή και διαχείριση και η αφθονία των πηγών και των μέσων (Arnetz 2001).
Ενδεικτική αποτύπωση των επιπέδων Επαγγελματικής Ικανοποίησης των Επαγγελματιών Υγείας, σε
Νοσοκομείο των Αθηνών το 2004 (όταν ο κίνδυνος Πανδημικών κυμάτων δεν ήταν ιδιαίτερα ορατός) βλέπουμε στο σχετικό σχήμα. Για να επιτευχθεί η καταπολέμηση του επαγγελματικού stress θα πρέπει να δοθεί η δέουσα προσοχή στην αξιοποίηση και ενίσχυση των προαναφερθέντων πηγών επαγγελματικής ικανοποίησης.
Όλα αυτά φαντάζουν μακρινές πολυτέλειες, αν αναλογιστούμε, για παράδειγμα, τις εικόνες που φτάνουν καθημερινά στους δέκτες μας από τς Νοσοκομεία της γειτονικής Ιταλία και τις δηλώσεις των γιατρών που αντιμετωπίζουν το -εκεί- ανεξέλεγκτο και εκατομβικά φονικό πρόσωπο του νέου Κορωνοιού.
Από όλα τα παραπάνω διαφαίνονται οι πολυποίκιλες πηγές stress που εγκυμονούνταν πάντα και τώρα πολλαπλασιάζονται εκθετικά στο εργασιακό περιβάλλον τόσο των ειδικευόμενων όσο και των ειδικευμένων ιατρών και οι οποίες αλληλεπιδρούν με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της
προσωπικότητάς τους.
Ταυτόχρονα, αποκαλύπτεται η ανεπάρκεια των ατομικών στρατηγικών αντιμετώπισης του επαγγελματικού stress, η οποία γεννά την ανάγκη για την περαιτέρω διερεύνηση των -σε διοικητικό
επίπεδο- θεσπισμένων προγραμμάτων και στρατηγικών αντιμετώπισης του εργασιακού stress των επαγγελματιών υγείας στα ελληνικά νοσοκομεία.
Οποιαδήποτε, λοιπόν, διορθωτική μας παρέμβαση για να είναι ολοκληρωμένη και αποτελεσματική, θα πρέπει να γίνεται με γνώμονα την αλληλεπίδραση των συνθηκών εργασίας με την προσωπικότητα του ατόμου, στην τελική εκδήλωση του εργασιακού stress.
Σε γενικές γραμμές, θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε τους πρωταρχικούς στρεσσογόνους παράγοντες,
χρησιμοποιώντας προληπτικές παρεμβάσεις τόσο στο επίπεδο του εργασιακού περιβάλλοντος (οργανωτικό) όσο και στο επίπεδο της προσωπικότητας των ιατρών, μιας προσωπικότητας που είναι εξ επιλογής ταγμένη στην αυταπαρνητική προσφορά προς τον συνάνθρωπο και η οποία καλείται τώρα να λειτουργήσει σε ένα περιβάλλον πρωτοφανών απαιτήσεων και απειλών για τον άνθρωπο και την κοινωνία.
*Ο Χρίστος Χ. Λιάπης MD,MSc,PhD είναι Ψυχίατρος, Διδάκτωρ Παν/μίου Αθηνών, Πρόεδρος του ΚΕΘΕΑ, με Μεταπτυχιακές Σπουδές στη Διοίκηση Υπηρεσιών Υγείας, καθώς και στη Διεθνή Ιατρική και τη Διαχείριση Κρίσεων Υγείας.