Η περιπέτειά τους διήρκεσε τρεις ολόκληρες εβδομάδες και δοκίμασε σκληρά τα νεύρα και τις αντοχές τους. Μόνιμος συμπαραστάτης τους ήταν το υπουργείο Εξωτερικών, το οποίο μέσω του Προξενείου στην Αρμπίλ, κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια συνεννόησης με τις τουρκικές αρχές, που απαγόρευαν τη διέλευση στα ελληνικά οχήματα. Πλέον, σκοπεύουν να απολαύσουν τις οικογένειές τους και να αφήσουν πίσω τους τις άσχημες αναμνήσεις.
«Μας ενημέρωσαν το βράδυ της Πέμπτης ότι θα επιστρέψουμε αεροπορικώς. Τα οχήματά μας ήταν στη νεκρή ζώνη μεταξύ Ιράκ και Τουρκίας. Χρειάστηκαν λεπτοί διπλωματικοί χειρισμοί ώστε η κυβέρνηση της Βαγδάτης να επιτρέψει την είσοδό μας ξανά στο ιρακινό έδαφος. Μεταφέραμε τις νταλίκες στο εργοστάσιο, στο οποίο είχαμε ξεφορτώσει τα υλικά από την Ελλάδα. Τις κλειδώσαμε. Ανεβήκαμε σε ένα βανάκι και μας μετέφεραν στο αεροδρόμιο του Αρμπίλ. Στην πίστα υπήρχε ένα λίαρ τζετ χωρίς διακριτικά πάνω του. Ο Ελληνας πρόξενος, Στάθης Κωστόπουλος, μας εξήγησε τη διαδικασία. Επιβιβαστήκαμε και αναχωρήσαμε για την Ελλάδα», εξήγησε στον «Ε.Τ.» ο κ. Γιώργος Χουτουριάδης, ο οποίος ήταν ένας από τους εγκλωβισμένους οδηγούς.
Το λίαρ τζετ τροχοδρόμησε στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» στη 01:30 χθες τα ξημερώματα. Μετά τον απαραίτητο έλεγχο των ταξιδιωτικών εγγράφων τους, επιβιβάστηκαν σε βανάκι και μεταφέρθηκαν στο σταθμό του ΟΣΕ. Επιβιβάστηκαν σε ειδικό βαγόνι, στο οποίο δεν επιτρεπόταν η πρόσβαση σε άλλους επιβάτες και ξεκίνησαν για Θεσσαλονίκη, όπου έφτασαν στις 10:30. Στον σιδηροδρομικό σταθμό εκτυλίχθηκαν συγκινητικές στιγμές καθώς έπεσαν στην αγκαλιά των συγγενών τους. «Ηρθαμε κατευθείαν σπίτι μας, στο Μελισσοχώρι Θεσσαλονίκης. Τα τρία παιδιά μου δεν είχαν ιδέα για την επιστροφή μου. Θέλαμε να τους κάνουμε έκπληξη. Φαντάζεστε τη χαρά τους όταν ξεκλείδωσα και μπήκα μέσα στο σπίτι. Αρχισαν να τσιρίζουν, να χοροπηδάνε και έπεσαν όλα στην αγκαλιά μου», πρόσθεσε ο κ. Χουτουριάδης. Αποκάλυψε ότι τα στελέχη του ΕΟΔΥ ζήτησαν και από τους 13 οδηγούς να μπουν σε καραντίνα δύο εβδομάδων και να επικοινωνήσουν μαζί τους σε περίπτωση που δεν αισθάνονται καλά. «Τουλάχιστον, τώρα θα “χορτάσω” τα παιδιά και την οικογένειά μου», κατέληξε ο κ. Χουτουριάδης.
Η περιπέτεια των 13 Ελλήνων άρχισε την Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου, όταν άφησαν πίσω τους το Ιράκ και πέρασαν στη νεκρή ζώνη με την Τουρκία. Σύμφωνα με τους οδηγούς, οι ιρακινές αρχές τους έλεγαν ότι οι Τούρκοι τους έχουν ενημερώσει πως δεν θς δεχθούν στο έδαφός τους ελληνικές νταλίκες λόγω κορονοϊού. Μάλιστα, ο πρώτος από τους 13 οδηγούς που έφτασε στο συνοριακό πέρασμα έκανε εξέταση για τον κορονοϊό, η οποία βγήκε αρνητική. Το ίδιο ζητούσαν και οι υπόλοιποι δώδεκα, αλλά οι Ιρακινοί αρνούνταν να τους κάνουν το τεστ. Αρχικά, είχε προταθεί στους Ελληνες οδηγούς να εγκαταλείψουν σε κάποιο σημείο τα οχήματά τους και να επιστρέψουν αεροπορικώς στην Ελλάδα, αλλά δεν έγινε αποδεκτό καθώς φοβούνταν ότι οι νταλίκες τους θα κλαπούν από τις συμμορίες που δρουν στο Ιράκ. Οδική εναλλακτική λύση δεν υπήρχε καθώς ο μοναδικός δρόμος που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν είναι μέσω της εμπόλεμης ζώνης της Βόρειας Συρίας. «Ο σύζυγός μου και οι υπόλοιποι οδηγοί είναι σίγουροι ότι η Τουρκία το έκανε ως αντίποινα για τα όσα συνέβαιναν στον Εβρο εκείνο το διάστημα. Από τη στιγμή που άρχισαν εκεί τα επεισόδια, έκλεισαν τα τουρκοϊρακινά σύνορα για τους Ελληνες, ενώ την ίδια ώρα διέρχονταν ανενόχλητες νταλίκες άλλων χωρών», είπε η σύζυγος του κ. Χουτουριάδη, Δέσποινα Κοτσιαμπαΐδου.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου