Ο τίτλος του άρθρου του κ. Τατσόπουλου στα Νέα Σαββατοκύριακο είναι χαρακτηριστικός: «Στα χέρια των άλλων».
Γράφει ο Πέτρος Τατσόπουλος:
Ισως έχει υποπέσει στην αντίληψή σας ο ίδιος τίτλος σε ποικιλία παραλλαγών. Ενας από τους πιο χαρακτηριστικούς είναι «Με τα λεφτά των άλλων» (1991) του Νόρμαν Τζιούισον, μια από τις πιο εμβληματικές και διορατικές πικρές κομεντί των αρχών της δεκαετίας του ’90 που τρόπον τινά «προφήτευε» την παγκόσμια καταστροφή που θα σημάδευε τον πλανήτη δεκαεπτά χρόνια αργότερα, με κατοπινό πυροκροτητή την κατάρρευση της τράπεζας επενδύσεων Leaman Brothers.
Εκεί, ένας διαβολεμένος Ντάνι ντε Βίτο ερμήνευε το κοράκι της Γουόλ Στριτ που αγόραζε προβληματικές επιχειρήσεις προκειμένου να τις εκποιήσει – αυτή που τόσο εύστοχα ονομάστηκε «παρασιτική οικονομία» ή «οικονομία της καταστροφής».
Το 2006 παίχτηκαν στις κινηματογραφικές αίθουσες οι «Ζωές των άλλων» του Φλόριαν Χένκελ φον Ντόνερσμαρκ, με την πλοκή της ταινίας τοποθετημένη στο Ανατολικό Βερολίνο, κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1980.
Το κομμουνιστικό καθεστώς, μια πενταετία πριν γκρεμιστεί με ένα… φύσημα, είχε κατορθώσει ένα αξιομνημόνευτο επίτευγμα: να δημιουργήσει έναν «στρατό» από εκατό χιλιάδες υπαλλήλους και διακόσιες χιλιάδες πράκτορες της διαβόητης μυστικής αστυνομίας Στάζι, εξουσιοδοτημένο να παρακολουθεί όλους τους υπόλοιπους (μια από τις μεγαλύτερες αναλογίες χαφιέδων – υπόπτων που έχει καταγραφεί παγκοσμίως). Το 1914, ενόσω βρίσκεται εν εξελίξει η κυοφορία της μακρόχρονης κομμουνιστικής παρένθεσης, ο Μαξίμ Γκόρκι δημοσιεύει το σκληρό αυτοβιογραφικό του μυθιστόρημα «Στα ξένα χέρια», όπου και δείχνει να συμφωνεί απολύτως με τον μετέπειτα αθάνατο στίχο του Βασίλη Τσιτσάνη: «Τα ξένα χέρια είναι μαχαίρια». Εάν μπορούμε να κάνουμε μια λεπτή διάκριση εννοιών, θα λέγαμε ότι τα «ξένα χέρια» διαφέρουν από τα «χέρια των άλλων» μονάχα ως προς την ανελέητα κυριολεκτική τους σημασία. Είναι τα χέρια των γιατρών σου. Τα χέρια των νοσηλευτών σου. Τα χέρια στα οποία παραδίνεσαι.
Γνωρίζω πως θα γίνω δυσάρεστος, αλλά δεν κάνει κακό κάπου κάπου να κοιτάμε και καμιά αλήθεια κατάματα – ιδίως όταν πρόκειται για αλήθειες που όλοι αναγνωρίζουμε κατά βάθος.
Πειράζει, λόγου χάριν, να παραδεχτούμε ότι το placebo είναι συνήθως ανακατεμένο νερό με ζάχαρη (ή κάποια άλλη εξίσου αθώα βερσιόν), ακόμη και όταν είμαστε έτοιμοι να του προσδώσουμε ιαματικές ιδιότητες, κυρίως με τη μέθοδο της αυθυποβολής (λέγε με και πίστη);
Οχι, δεν πειράζει.
Ο,τι κάνει καλό στον βαριά ασθενή, ό,τι τον ανακουφίζει έστω και προσωρινά, δεν πειράζει.
Σας βεβαιώ ότι, εάν βρισκόμουν στο έσχατο στάδιο της απελπισίας, θα δεχόμουν να με επισκεφθεί ο Γιάννης Αντετοκούνμπο και να με πείσει πως, μόλις σηκωθώ από το κρεβάτι του πόνου, ένα νέο πεδίο δόξης λαμπρό με περιμένει στο NBA.
«Ενα, δύο, τρία, οπ· σήκω, Πέτρο». Δεν αποκλείεται να σηκωνόμουν.
Μολαταύτα, δεν μπορώ να εμποδίσω να σκάσει στα χείλη μου ένα μελαγχολικό μειδίαμα, όποτε ακούω ξανά και ξανά για τη μεγάλη μάχη που δίνει ο βαριά ασθενής, τη μάχη όλων των μαχών, τη μάχη της ζωής του. Να με συγχωρήσει η χάρη σας. Ο βαριά ασθενής δεν δίνει καμία μάχη. Για την ακρίβεια, όλοι μπορεί να δίνουν τη μικρότερη ή τη μεγαλύτερη μάχη –άλλοι απλές αναγνωριστικές αψιμαχίες, άλλοι τιτανομαχίες τεθωρακισμένων στο Κουρσκ–, εκτός από τον βαριά ασθενή. Τον καιρό που έψαχνα να βρω στοιχεία για το non fiction βιβλίο μου «Γκαγκάριν» (Οξυ, 2016), μου έκανε τρομερή εντύπωση ότι ο πρώτος κοσμοναύτης της ανθρωπότητας, κατά το παρθενικό του ταξίδι στο Διάστημα, δεν ήταν υπεύθυνος σχεδόν για… τίποτε: «Ο Γκαγκάριν ή όποιος άλλος στη θέση του δεν πρόκειται τίποτε να διακυβερνήσει, ακινητοποιημένος στην κάψουλα και φασκιωμένος σαν εξωγήινο βρέφος. Το σκάφος θα κατευθύνεται πλήρως από το κέντρο ελέγχου στο κοσμοδρόμιο του Μπαϊκονούρ».
Ετσι και τώρα ο βαριά ασθενής, στην καλύτερη γι’ αυτόν περίπτωση, θα βρίσκεται υπό ολοκληρωτική καταστολή, κολυμπώντας σ’ ένα κοκτέιλ φαρμάκων που θα του προσφέρουν όχι πάντοτε μια ευχάριστη παραίσθηση (δεν πρωταγωνιστεί σε μιούζικαλ του Δαλιανίδη, συχνά το σκηνικό μεταλλάσσεται σε ακαθόριστα απειλητικό) αλλά τον απομακρύνει από την πηγή του πόνου. Ο πόνος είναι τόσο ανεξέλεγκτος προβοκάτορας, ώστε η καταστολή του να καθίσταται η ύψιστη προτεραιότητα, να αξίζει ακόμα και το τίμημα να χάσεις προσωρινά τας φρένας. Την πρώτη μέρα που βγήκα από το χειρουργείο ήμουν απολύτως βέβαιος πως ένας κοντός με αλογοουρά προσπαθούσε να με στραγγαλίσει πισώπλατα με μια κίτρινη σακούλα και, ανεξαρτήτως αυτού του δυσάρεστους ενδεχομένου, όσο ήμουν ζωντανός, δεν θα επέτρεπα στον Δημήτρη Λυμπεριάδη, τον επικεφαλής καρδιοχειρουργό, να παρέμβει σε καμιά από τις εγκεφαλικές μου λειτουργίες, όλες εξίσου απαραίτητες μέχρι σήμερα για να γράψω τα είκοσι βιβλία μου. Ο Λυμπεριάδης ύστερα από πέντε ώρες στο χειρουργείο, με ανοιχτή ντουζιέρα τον ιδρώτατ του, με κάθε λάθος χιλιοστού να γνωρίζει ότι μπορεί να καταδικάσει ισοβίως σε ηπατική ή νεφρική ή εγκεφαλική ανεπάρκεια, υποχρεώθηκε επιτέλους να αποκαλύψει πού έχει γραμμένα τα είκοσι βιβλία μου.
Το έχω ξαναπεί. Υστερα από τόσες ομηρικές μάχες, όπου η ομάδα των διασωστών σου προσπαθεί να επιτύχει τον απόλυτα πετυχημένο συνδυασμό ενεργειών στον απόλυτα νεκρό χρόνο, το να προσθέσεις στην εξίσωση παρεμβάσεις υπερφυσικών δυνάμεων δεν μαρτυράει παρά αχαλίνωτο σαδισμό και όχι ιδιαίτερη εξυπνάδα. Γιατί να το κάνουν; Για να επιβραβεύσουν τα αθώα πλάσματα –τα παιδιά ιδίως– και να τιμωρήσουν τα ένοχα κτήνη; Μονάχα ένα φυσικό ταλέντο εθελοτυφλίας θα πρέσβευε κάτι ανάλογο και ταυτόχρονα θα συνυπέγραφε τις αντίστοιχες καταδικαστικές ή απαλλακτικές αποφάσεις. Εαν πάλι ο Θεός δεν είναι παρά κάποιος εθισμένος στη λοταρία του τρόμου, δεν είμαι σίγουρος ότι θα ήθελα πολύ να πιω έναν καφέ μαζί του.
Εγκλωβισμένοι πρωτίστως σε ένα πολιτικό «σου ‘πα – μου ‘πες» χωρίς αρχή, μέση και τέλος, είναι φυσικό επόμενο πλέον να αντιδρούμε σαν τα σκυλάκια του Παβόλφ και να μην αναγνωρίζουμε στον πολιτικό μας αντίπαλο καμία ανθρώπινη ιδιότητα, καμία δημόσια αρετή, κανένα ιδιωτικό χάρισμα. Δεν χρειάζεται να σου ανοίξουν την καρδιά και να σου την ξεσκονίσουν προκειμένου να πάρεις χαμπάρι ότι αυτός ο δρόμος δεν σε βγάζει πολύ μακριά.
Χάρη που αυτή η δοκιμασία μού έδωσε την ευκαιρία να κατανοήσω ότι απέναντί μου δεν στέκονται, δεν επιχειρηματολογούν και δεν χειρονομούν μονάχα πολιτικά τέρατα (εντάξει· την επόμενη φορά θα προτιμούσα κάτι πιο διακριτικό· μια κάρτα ίσως). Χάρη που κατάλαβα ότι, σε αυτή τη μικρή χώρα, όπου καθημερινά οι συμπολίτες μας περνούν από εξετάσεις απανθρωπιάς, υπάρχουν ακόμη περιθώρια για να κάνεις πράγματα που μέχρι σήμερα θεωρούσες αυτονόητο ότι κάποτε θα τα κάνεις και ουδέποτε τα έκανες. Ποτέ δεν είναι αργά, μέχρι την ώρα που είναι».