Όπως επισημαίνεται σε σχετική ανακοίνωση του ΕΦΕΤ, το μέλι είναι ένα φυσικό προϊόν που περιέχει περίπου 180 διαφορετικές ουσίες (σάκχαρα, οργανικά οξέα, νερό, πρωτεΐνες, αμινοξέα, βιταμίνες, μέταλλα, ιχνοστοιχεία, ένζυμα, φλαβονοειδή), οι οποίες του προσδίδουν μοναδικές ιδιότητες. Το ελληνικό μέλι κατέχει ξεχωριστή θέση στη μεσογειακή διατροφή και έχει κερδίσει τη διεθνή αναγνώριση, λόγω των ιδιαίτερων ποιοτικών χαρακτηριστικών του, καθώς είναι πιο πυκνό και πιο πλούσιο σε αρωματικές ουσίες και θρεπτικά συστατικά, σε σχέση με το μέλι που εισάγεται από χώρες με πυκνή βλάστηση.
Πάτρα: Εξαρθρώθηκε συμμορία που διακινούσε «μαϊμού» προϊόντα - Τα κέρδη τους είναι πάνω απο 500.000 ευρώ
Σε αυτό συμβάλλουν οι ευνοϊκές για την ανάπτυξη της μελισσοκομίας κλιματικές συνθήκες, καθώς και η πλούσια και ποιοτική μελισσοκομική χλωρίδα της Ελλάδας.
Στην Ελλάδα το μέλι συλλέγεται κατά 90% από άγρια οικοσυστήματα και όχι από μονοανθικές καλλιέργειες (όπως συμβαίνει με το μέλι άλλων χωρών) ενώ δεν υπάρχουν καλλιέργειες γενετικά τροποποιημένων φυτών. Τα 2/3 του παραγόμενου ελληνικού μελιού είναι μέλι μελιτώματος (πεύκο 55% – 60%, ελάτης 5% – 10%) και το 1/3 είναι μέλι ανθέων (θυμαριού 10%, πορτοκαλιάς 10%). Το “Μέλι Ελάτης Βανίλια Μαινάλου” και το “Πευκοθυμαρόμελο Κρήτης” είναι προϊόντα Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης – ΠΟΠ ενώ έχουν ταυτοποιηθεί και θεσμοθετηθεί τα φυσικοχημικά και μικροσκοπικά χαρακτηριστικά 8 κατηγοριών ελληνικού μελιού (πεύκου, ελάτης, καστανιάς, ερείκης, θυμαριού, πορτοκαλιάς, βαμβακιού, ηλίανθου).
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατατάσσει το μέλι ως το έκτο κατά σειρά τρόφιμο που είναι ευάλωτο σε πρακτικές απάτης – νοθείας. Η νοθεία του μελιού αποτελεί οικονομική απάτη και παραπλάνηση του καταναλωτή, καθώς το νοθευμένο προϊόν στερείται των ευεργετικών ιδιοτήτων του πραγματικού μελιού. Οι πιο συνηθισμένες παραπλανητικές πρακτικές είναι η ψευδής δήλωση της βοτανικής προέλευσης (διαθέτουν ανθόμελο ως θυμαρίσιο) ή της γεωγραφικής προέλευσης (διαθέτουν εισαγόμενο μέλι ως ελληνικό) ενώ η πιο συνηθισμένη νοθεία είναι η προσθήκη εξωγενών σακχάρων (π.χ. ισογλυκόζη).