Εφιαλτικές μνήμες από τα τραγικά γεγονότα του 2010 με τον εμπρησμό της τράπεζας Marfin στην οδό Σταδίου, που κόστισε τη ζωή σε τρία άτομα -μεταξύ των οποίων και η Αγγελική Παπαθανασοπούλου, η οποία βρισκόταν σε προχωρημένη εγκυμοσύνη- ξύπνησαν σήμερα, πρώτη μέρα εκδίκασης της πολύκροτης υπόθεσης, έξι χρόνια μετά τα τραγικά γεγονότα.
Ήταν άνοιξη του 2010 και στο κέντρο της Αθήνας μεγάλη διαδήλωση βρισκόταν σε εξέλιξη ενάντια στα μέτρα λιτότητας. Κατά τη διαδήλωση, ωστόσο, διαδραματίστηκαν σοβαρά επεισόδια, με πλέον σημαντικά αυτό του εμπρησμού του υποκαταστήματος της τράπεζας Marfin στην οδό Σταδίου, όπου βρήκαν τραγικό θάνατο οι τρεις υπάλληλοι και το αγέννητο βρέφος, αλλά και η επίθεση που δέχθηκε το βιβλιοπωλείο «Ιανός».
Στο εδώλιο, κατηγορούμενοι για την υπόθεση, κάθισαν σήμερα οι Θοδωρής Σίψας και Παύλος Αντρέεβ, οι οποίοι στις απολογίες τους αρνήθηκαν τα αδικήματα που τους αποδίδονται, και κατά περίσταση είναι ανθρωποκτονία εκ προθέσεως κατά συναυτουργία και κατά συρροή, απόπειρα ανθρωποκτονίας, κατοχή εκρηκτικών υλών, έκρηξη και άλλα.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, στο δικαστήριο βρέθηκαν και οι συγγενείς των θυμάτων που δήλωσαν παράσταση πολιτικής αγωγής για ψυχική οδύνη, με πρώτους τους γονείς της Αγγελικής Παπαθανασοπούλου, να προσπαθούν -χωρίς όμως να τα καταφέρνουν από τη συγκίνηση- να καταθέσουν για τον εφιάλτη που βιώσαν και βιώνουν, μετά τον άδικο χαμό του παιδιού τους.
Μέσα σε ελάχιστο διάστημα οι γονείς της κοπέλας ανέβηκαν στο βήμα του μάρτυρα, χωρίς όμως να θελήσουν να μιλήσουν. Μόνο ο πατέρας της κοπέλας, Ζαχαρίας Παπαθανασόπουλος, ιδιαίτερα συγκινημένος, επιχείρησε να περιγράψει πως έμαθε τον χαμό της κόρης του από τον ανιψιό του, ο οποίος ενημερώθηκε από τα μέσα ενημέρωσης, δίχως καν να ολοκληρώσει την κατάθεσή του.
Συγκεκριμένα, εκτός από τους γονείς της Αγγελικής Παπαθανασοπούλου, παράσταση πολιτικής αγωγής στη δίκη δήλωσαν και οι συγγενείς των άλλων δύο θυμάτων, Επαμεινώνδα Τσάκαλη και Παρασκευής Ζούλια.
Αρνήθηκαν τις κατηγορίες
Στις απολογίες τους οι δύο κατηγορούμενοι αρνήθηκαν τις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν. Ο Θ. Σίψας ανέφερε ότι από το 2011 έχει καταδικάσει δημόσια την επίθεση στο υποκατάστημα και έχει αρνηθεί τις κατηγορίες. «Έχω πάρει θέση και δεν έχω καμία ανάμειξη στην επίθεση» ανάφερε χαρακτηριστικά.
Ο έτερος κατηγορούμενος Π. Αντρέεβ καταδίκασε και εκείνος την επίθεση, αρνήθηκε την κατηγορία και πρόσθεσε ότι ο ίδιος την ημέρα εκείνη βρισκόταν στην εργασία του, και όχι στη διαδήλωση.
Κατά τη διάρκεια της σημερινής διαδικασίας κατέθεσαν στο δικαστήριο περισσότεροι από 20 μάρτυρες, υπάλληλοι της Marfin και διπλανών από την τράπεζα εταιρειών, πλην όμως κανείς δεν αναγνώρισε τους κατηγορουμένους. Συνολικά στο δικαστήριο έχουν κληθεί να καταθέσουν περισσότεροι από 80 μάρτυρες, εκ των οποίων οι 37 απουσίαζαν κατά την πρώτη ημέρα συνεδρίασης.
Ωστόσο, ένας από τους μάρτυρες ανέφερε στο δικαστήριο ότι δεν νιώθει ασφαλής για να καταθέσει, λέγοντας χαρακτηριστικά, απευθυνόμενος στην έδρα: «Δεν θέλω να επεκταθώ παραπάνω. Δεν νιώθω ασφάλεια. Υπήρχε ένας διάλογος τότε με κάποια άτομα. Δεν έχω δει τα πρόσωπα αυτά σήμερα εδώ».
Οι καταθέσεις των μαρτύρων
Με περιγραφές που προκαλούν σοκ, οι μάρτυρες κατέθεσαν στο δικαστήριο όλα όσα έζησαν εκείνη την ημέρα. «Ζήσαμε την αγωνία του θανάτου πάρα πολλή ώρα. Δεν ξέραμε αν θα ζούμε στα επόμενα πέντε λεπτά. Αναρωτιόμασταν γιατί δεν βλέπουμε την πυροσβεστική. Ακούσαμε μετά ότι εμποδίστηκε από κάποιους διαδηλωτές» ήταν κάποια από τα λόγια τους.
Άλλη μάρτυρας ανέφερε στην κατάθεσή της ότι είδε τρεις συνολικά φιγούρες, μετρίου αναστήματος, με κουκούλες. Όπως είπε, ο ένας από αυτούς έριξε και αμέσως ξέσπασε η φωτιά. «Τότε μια εργαζόμενη φώναξε “είμαστε άνθρωποι μέσα”, μήπως και δεν το είχαν καταλάβει. Ακούγαμε απ’ εξω “κάψτε τους”, αλλά δεν κάθισα να ασχοληθώ ποιός το είπε» είπε η μάρτυρας.
– Εισαγγελέας: Το αποκλείετε ότι το ύψος του πρώτου κατηγορουμένου μπορεί να είναι το ίδιο με τον ψηλό δράστη;
– Μάρτυρας: Δεν το αποκλείω
– Υπεράσπιση: Μην δημιουργείτε εντυπώσεις στους κυρίους ενόρκους. Με σωματοδομή και σωματότυπο να πηγαίνουν κατηγορούμενοι για ανθρωποκτονίες που ακούστηκε αυτό;
Στη συνέχεια, ωστόσο, η υπεράσπιση ρώτησε αν η μάρτυρας είναι βέβαιη ότι μοιάζει ο σωματότυπος με αυτόν του κατηγορουμένου, για να λάβει την απάντηση: «Τώρα βλέπω δύο ανθρώπους που κάθονται σε χαλαρή στάση. Εκείνη τη στιγμή από φόβο και τρομοκρατία, είδα γιγαντωμένη μία μορφή απέναντί μου».
– Υπεράσπιση: Θα μπορούσε και να μην μοιάζει δηλαδή;
– Μάρτυρας: Θα μπορούσε. Είναι ένας κοινός σωματότυπος.
Υπάλληλος της τράπεζας περιέγραψε ως εξής τα όσα έζησε: «Προσπάθησα να κατέβω στο ισόγειο για να σβήσω τη φωτιά. Είδα φλόγες που έγλειφαν το ισόγειο και ανέβηκα πάνω. Στο μπαλκόνι, στο 2ο όροφο ήταν δυο συνάδελφοι, και μου είπαν “αυτοί έρχονται και πετάνε κι άλλο”. Έσκυψα και είδα κάποιον στο σημείο που είχε σπάσει η τζαμαρία, που κρατούσε κάνιστρο και κάτι έριχνε, ή έτσι φαινόταν. Το έκανε δύο-τρεις φορές και όταν έφευγε ξαναφούντωνε η φωτιά. Φορούσε μαύρα ρούχα, ήταν νεαρός μετρίου αναστήματος καλοντυμένος, θα μπορούσε να ήταν φοιτητής, 20-22 χρονών. Μας κοιτούσε και μας έκανε χειρονομία. Στην αρχή κατάλαβα ότι ήταν κάποιος που έδειχνε τη φωτιά. Μετά που το συζήτησα με συναδέλφους τελικά έδειχνε τα γεννητικά του όργανα και έκανε άσεμνη χειρονομία».
Στην κατάθεσή του, ο μάρτυρας ανέφερε πως ήταν ο τελευταίος που βρέθηκε στον ίδιο χώρο με τους άτυχους Αγγελική Παπαθανασοπούλου και Επαμεινώνδα Τσάκαλη.
Είπε χαρακτηριστικά: «Έμπαινε ο καπνός στο γραφείο του Νώντα. Προσπαθούσε να βρει κάποιον στο τηλέφωνο, μάλλον για να δει τι πρέπει να κάνουμε για να προστατευτούμε. Η Αγγελική ήταν διπλά του, μάλλον γιατί ήξερε την κατάστασή της και ήθελε να τη βοηθήσει. Λέμε να φύγουμε, να βρούμε τους άλλους. Έβαλα το σακάκι μου στη μύτη και κρατούσα με το άλλο χέρι την κουπαστή. Κατέβηκα στον άλλο όροφο. Αυτή ήταν η τελευταία επαφή που είχα. Τον Νώντα τον βρήκαν στα σκαλιά, δεν τον έφτασε η ανάσα του και έπαθε ασφυξία… Η Αγγελική δεν είχε κουνηθεί καθόλου από το γραφείο. Μέρες μετά είδα το αποτύπωμα του σώματός της, του χεριού της στο πάτωμα. Εκείνη την ημέρα, 21 άτομα βγήκαμε ζωντανοί. Τρεις άλλοι, όχι».
Επίσης εργαζόμενος στην τράπεζα που κατέθεσε στο δικαστήριο, περιέγραψε: «Ήμουν στο δεύτερο όροφο και άκουσα το μπαμ στο κατάστημα. Ακούστηκε θόρυβος, βγήκα στο μπαλκόνι και φώναξα σε αυτούς που βρίσκονταν στην είσοδο και έκαναν επίθεση, γιατί υπήρχε κόσμος. Θυμάμαι ότι είχα πάρει μία κούτα για χαρτιά Α4 και τους έλεγα “φύγετε, αλλιώς θα την πετάξω”. Ήρθε τότε ένα συνάδελφος και μου είπε “άστο θα τους σκοτώσεις”… Άκουσα το συναγερμό πυρασφάλειας. Είδα κάποιον κάτω από το μπαλκόνι όπου βρισκόμουν, να βαράει, ή να κάνει μία αντίστοιχη κίνηση. Ήταν μαυροντυμένοι με κάτι άσπρο στα χέρια τους. Δεν μπορούσα να δω πόσοι ήταν. Ήταν όχλος. Αυτοί που τα έσπαγαν και η πορεία».
Μας φώναζαν «να καείτε»
Σοκ όμως προκάλεσε στο δικαστήριο και η κατάθεση μάρτυρα, που ανέφερε πως, όταν ήταν στο μπαλκόνι, ενώ το κτίριο φλεγόταν, άκουσε διαδηλωτές να του «φωνάζουν από το «να καείς ρε», μέχρι μούτζες και βρισιές».
Στην κατάθεσή της η μάρτυρας υποδιευθύντρια του ίδιου υποκαταστήματος, υποστήριξε πως η φωτιά εξαπλώθηκε γρήγορα.
Κατέθεσε μεταξύ άλλων: «Έπιασε φωτιά μπροστά στη τζαμαρία στο γραφείο της διευθύντριας. Εξαπλώθηκε όπως κατάλαβα, από το εύφλεκτο υλικό και από τον τρόπο που ήταν φτιαγμένο στο κατάστημα. Δημιουργήθηκε το φαινόμενο της καμινάδας μας είπαν και άρπαξε αμέσως… Ήμασταν στο μπαλκόνι. Υπήρχε καπνός από μέσα από το κατάστημα και από την είσοδο. Προσπαθούσα να προστατευθώ για να αναπνεύσω. Δεν έβλεπα τίποτα. Ένας συνάδελφος είχε περάσει τα κάγκελα στο μπαλκόνι σε ένα διακοσμητικό πεζουλάκι για να αναπνεύσει και κρατιόμασταν χέρι -χέρι για να μην πέσει. Δεν μπορούσα να μιλήσω, ήμουν μέσα στον καπνό. Δεν μπορούσα ούτε να ζητήσω βοήθεια».
Τέλος, άλλη υπάλληλος, περιέγραψε τους δράστες της επίθεσης ως «μικρόσωμα, αδύνατα παιδιά». Είπε: «Δεν ήταν άνδρες. Είχαν ευλυγισία και έκαναν γρήγορα τις κινήσεις τους. Είχαν καλυμένα χαρακτηριστικά, με υφάσματα και μάσκες».
Η μάρτυρας κατέθεσε ότι από το μπαλκόνι όπου βρισκόταν, έβλεπε κόσμο να περνάει καθώς και μία κοπέλα: «Άκουσα τη φωνή της να λέει “να καείτε”. Κάποιοι άλλοι μου πέταξαν ένα μπουκάλι νερό και το έριξα στο πρόσωπο».
Η δίκη θα συνεχιστεί στις 14 Οκτωβρίου.