Ο Νάσος Βαφείδης, καθηγητής του Πανεπιστημίου του Κιέλου και επιβλέπων νέας διεθνούς μελέτης για την «απειλή» σημαντικών μνημείων εξαιτίας της σημαντικής ανόδου της στάθμης της θάλασσας κατά ένα μέτρο, μιλά στον Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής για το πώς μνημεία χιλιάδων ετών κινδυνεύουν μέσα στα επόμενα 100 χρόνια.
Μάλιστα, στα επόμενα 30 χρόνια, όταν αρχίσουν να φαίνονται σοβαρές ενδείξεις της κλιματικής αλλαγής, το πιθανότερο είναι ότι οι κυβερνήσεις, σύμφωνα με τον ερευνητή, δεν θα γνωρίζουν καν τι μέτρα πρέπει να λάβουν.
«Τα μνημεία δεν είναι δυνατόν να προστατευθούν με τα συνήθη μέτρα που λαμβάνονται για πλημμύρες και προστασία ακτών. Δεν είναι εύκολο να βάλεις φράγματα σε Μνημεία Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Επομένως, το 2050, που θα επιτείνονται πολύ σημαντικά οι κίνδυνοι από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας, η ελληνική κυβέρνηση, όπως και άλλες στις χώρες της Μεσογείου, δεν θα γνωρίζει τι πρέπει να κάνει.
Καφετζού στα Μέγαρα: Πώς έφαγαν από ηλικιωμένο 850.000 ευρώ - «Βρέθηκα μπλεγμένος για ένα οικόπεδο»
Αυτός είναι και ο σκοπός της μελέτης. Να αφυπνίσει τους φορείς χάραξης πολιτικής, ώστε να αρχίσουν να λαμβάνουν μέτρα. Σκεφτείτε ότι το φράγμα στη Βενετία κατασκευάζεται εδώ και οκτώ χρόνια και το επεξεργάζονται πολλά χρόνια», αναφέρει ο τοπογράφος μηχανικός, εξειδικευμένος στα γεωγραφικά συστήματα πληροφοριών, Νάσος Βαφείδης στον «Ε.Τ.» της Κυριακής.
Οι παλιές πόλεις της Κέρκυρας και της Ρόδου είναι περισσότερο εκτεθειμένες σε πλημμύρες, ενώ το Πυθαγόρειο και το Ηραίο Σάμου έχουν το δεύτερο υψηλότερο δείκτη κινδύνου για διάβρωση, μετά την Τύρο στον Λίβανο, ανάμεσα σε όλα τα Μνημεία Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Μεσογείου.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η οποία αποτελεί συνεργασία διάφορων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Nature Communications», από τα συνολικά 49 ιστορικά μνημεία, τα οποία μελετήθηκαν από τους ερευνητές και τα οποία βρίσκονται σε παραθαλάσσιες περιοχές με χαμηλό υψόμετρο, τα 37 απειλούνται στα επόμενα 100 χρόνια από ενδεχόμενη «μεγάλη πλημμύρα», με το σχετικό ρίσκο να υπολογίζεται ετησίως στο 1%.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο στην έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]