Σημειώνεται μάλιστα ότι στο πλαίσιο της εμπεριστατωμένης εισήγησής του με θέμα «Μελετώμενες συνταγματικές αλλαγές και οι θέσεις της Εκκλησίας μας», την οποία παρουσίασε στην τρίτη τακτική Συνεδρία της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της 4ης Οκτωβρίου 2018, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού κ. Κύριλλος, είχε υπογραμμίσει, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα: «Το καθεστώς των διακριτών ρόλων Εκκλησίας – Πολιτείας με το νέο Σύνταγμα της Μεταπολιτεύσεως του 1975 είναι σαφέστατα οριοθετημένο για τα δεδομένα της ελληνικής κοινωνίας. Η ιστορική εμπειρία των 43 ετών εφαρμογής του κατά την νεότερη αυτή περίοδο αποδεικνύει ότι η νομική αυτή κατάσταση δεν έβλαψε ούτε την ελληνική κοινωνία, ούτε τα δικαιώματα των άλλων θρησκευτικών κοινοτήτων».
Χθες αναφερόμενος στις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας τόνισε: «Νομίζω ότι η Πολιτεία, ο πολιτικός κόσμος, η Εκκλησία, οι πολίτες αλλά και οι πιστοί, έχουν σήμερα την ωριμότητα, την σωφροσύνη και την ευαισθησία να αποδεχτούν τον εξορθολογισμό των σχέσεων αυτών. Και έχω την εκτίμηση ότι και εδώ διαμορφώνονται ευρείες συναινέσεις ώστε να περάσουμε σε μια νέα εποχή.
Διότι ούτε η Εκκλησία ούτε η Πολιτεία θέλουν τον εναγκαλισμό τους εντός ενός θεσμικού πλαισίου που δημιουργεί σύγχυση για τα όρια και τους ρόλους τους. Έχει έρθει λοιπόν ο καιρός ώστε να κατοχυρωθεί ρητά στο Σύνταγμα η θρησκευτική ουδετερότητα του ελληνικού κράτους με ότι αυτό συνεπάγεται κανονιστικά και πρακτικά.
Και αυτή η ρητή κατοχύρωση είμαι βέβαιος ότι θα βρει σύμφωνη την Εκκλησία που και εκείνη θέλει ένα σαφές περίγραμμα των σχέσεων της με το Κράτος. Και αυτό θα είναι ένα σημαντικό βήμα για τον εκσυγχρονισμό και τη φιλελευθεροποίηση του Συντάγματος.
Ένα σημαντικό βήμα για τον αναγκαίο διαχωρισμό των ρόλων ανάμεσα στο κράτος και την εκκλησία, που δεν είναι ένα αποκλειστικά συνταγματικό θέμα. Αλλά αφορά ένα δαιδαλώδες νομοθετικό και κανονιστικό πλέγμα το οποίο δεν αλλάζει από τη μια μέρα στην άλλη. Αντίθετα προϋποθέτει διάλογο με σεβασμό και ειλικρίνεια.
Χρειάζεται καλή θέληση και μακρόχρονη κοινή εργασία. Και θέλω να διαβεβαιώσω και από αυτό εδώ το βήμα την Ηγεσία της Εκκλησίας ότι εμείς προσερχόμαστε σε αυτό το διάλογο με ακριβώς αυτό το πνεύμα.
Το ίδιο εξάλλου με έχει διαβεβαιώσει και ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος με τον οποίο μας συνδέει αμοιβαία εκτίμηση και ο διάλογός μας έχει νομίζω εδώ και τρία χρόνια ωριμάσει αρκετά, ώστε να γνωρίζουμε πια τι είναι αναγκαίο και τι είναι αμοιβαία επωφελές, τόσο για την εκκλησία όσο και για το κράτος».
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]