Η γιαγιά της, Ελένη Παπαϊωάννου, έκαψε ζωντανό τον σύζυγό της Παναγιώτη ο οποίος την υποπτευόταν ότι διατηρούσε εξωσυζυγικές σχέσεις με άλλον άντρα.
Το φρικτό έγκλημα που συγκλόνισε το πανελλήνιο έλαβε χώρα στις 23 Οκτωβρίου του 1963, στο σπίτι του ζευγαριού στο Κορωπί, εκεί όπου γράφτηκε χτες το βράδυ από την εγγονή της ένας άλλος ματωμένος επίλογος που χαρακτηρίσθηκε ήδη ως έγκλημα πάθους από την αστυνομία.
Στην Ελένη Παπαΐωάννου δόθηκε από τα Mέσα της εποχής ο χαρακτηρισμός «Η τίγρη του Κορωπίου», όταν άρχισαν να γίνονται γνωστές οι λεπτομέρειες του φονικού.
Η γιαγιά της νεαρής ήταν τότε 27 χρονών, παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών, όχι όμως ευτυχισμένη. O άνδρας της υποπτευόταν ότι είχε εραστή έναν άνδρα, ονόματι Βασιλείου. Κάτι όμως που δεν ήταν αλήθεια.
Μάλιστα του είχε επιτεθεί, και ο Βασιλείου του έκανε μήνυση, όμως όταν ήρθε η κλήση για να παρουσιαστεί στο δικαστήριο, η γυναίκα του την έκρυψε και ο Παναγιώτης Παπαΐωάννου καταδικάσθηκε ερήμην σε είκοσι ημέρες φυλάκιση.
Την ημέρα που το πληροφορήθηκε, η σύζυγός του αποφάσισε να τον δολοφονήσει και αγόρασε από μαγαζί της περιοχής τρία μπιτόνια βενζίνη.
Ήταν δέκα η ώρα το βράδυ, 23 Οκτωβρίου του 1963, όταν το θύμα αποκοιμήθηκε τυλιγμένο με μια κουβέρτα. Η Ελένη Παπαϊωάννου πατώντας στις μύτες των ποδιών της, σφράγισε όλα τα παράθυρα του σπιτιού, κλείδωσε όλα τα δωμάτια και αφού πλησίασε αθόρυβα, τον περιέλουσε με βενζίνη.
Θεσσαλονίκη: Απεργούν την Τετάρτη (20/11) οι εργαζόμενοι στον ΟΑΣΘ
Είχε ήδη στείλει τα παιδιά τους στο σπίτι της μητέρας της για να κοιμηθούν και όταν σιγουρεύτηκε ότι η ποσότητα ήταν αρκετή, άναψε ένα σπίρτο, το πέταξε και βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο.
Όταν βγήκε από το σπίτι και κλείδωσε ο Παναγιώτης Παπαϊωάννου είχε αρχίσει να ουρλιάζει αφού καιγόταν ζωντανός.
Ειδοποίησε τις Αρχές οι οποίες όταν ήρθαν και μπόρεσαν να μπουν στο σπίτι βρήκαν απανθρακωμένο τον Παπαϊωάννου με το χέρι του γαντζωμένο στο χερούλι ενός παραθύρου.
Η γιαγιά της νεαρής παραδόθηκε στο αστυνομικό τμήμα Κορωπίου,λέγοντας «έβαλα φωτιά και έκαψα τον άνδρα μου. Ήρθα να παραδοθώ και δεν μετανοώ γι’ αυτό που έκανα».
Στο δικαστήριο αποκαλύφθηκε η συγκλονιστική της ιστορία, αφού ο μετέπειτα σύζυγός της την είχε βιάσει σε ηλικία 15 ετών, όταν δούλευε σαν υπηρέτρια στο σπίτι του.
Τα αδέρφια της την ανάγκασαν να τον παντρευτεί επειδή ήταν πλέον μια «ατιμασμένη» και η ζωή της ήταν όπως είπε μια κόλαση δίπλα του.
Παρά τα όσα της πρόσαψαν οι συγγενείς του αποθανόντος οι ένορκοι την πίστεψαν και καταδικάσθηκε με το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου σε δεκαοχτώ χρόνια φυλακή.
Πενήντα τρία χρόνια αργότερα, η εγγονή της πρωταγωνιστεί σε μια δολοφονία που συγκλονίζει απο χτες την κοινή γνώμη, όπως ακριβώς και η γιαγιά της.