Η ιστορία της 41χρονης, τότε, γυναίκας ξεκίνησε το 2007, όταν επισκέφθηκε το ιατρείο του γνωστού πλαστικού προκειμένου να προβεί σε επέμβαση αύξησης στήθους. Ο γιατρός ήταν της απολύτου εμπιστοσύνης της, καθώς κάποια χρόνια νωρίτερα είχε «διορθώσει» στον ίδιο και τη μύτη της. «Ο πρώτος εναγόμενος (σ.σ.: πλαστικός χειρουργός) συνέστησε στην ενάγουσα να τοποθετηθούν στους μαστούς της ενθέματα σιλικόνης μεγέθους 225 cc, τα οποία τη διαβεβαίωσε ότι είναι απολύτως κατάλληλα από άποψη μεγέθους για το σωματότυπό της, εν όψει του ότι η ενάγουσα έχει ύψος 1,60 και βάρος κατά το χρόνο εκείνο 43 κιλά. Τη διαβεβαίωσε επίσης ότι είναι ακίνδυνη εγχείρηση ρουτίνας και οι όποιες ουλές θα ήταν αμελητέες και προσωρινές», περιγράφεται στην απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου.
Ωστόσο, το αισθητικό αποτέλεσμα δεν ήταν το αναμενόμενο λόγω του τεράστιου μαστικού όγκου που τοποθετήθηκε, το στήθος της γυναίκας έγινε εντελώς δυσανάλογο με το υπόλοιπο σώμα, ενώ, λόγω του υπερβολικού μεγέθους των ενθεμάτων σιλικόνης, αλλά και λόγω «πλημμελούς εκτέλεσης της επέμβασης» εκ μέρους του γιατρού, δημιουργήθηκε μια αντιαισθητική ουλή κάτω από το στήθος. Λίγους μήνες αργότερα, έγινε δεύτερη επέμβαση προκειμένου να μικρύνει το στήθος της γυναίκας και να διορθωθεί η μετεγχειρητική ουλή. Ωστόσο, η δεύτερη επέμβαση είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη παραμόρφωση του στήθους της γυναίκας, καθώς μετά από αυτήν οι μαστοί παρουσίαζαν ασυμμετρία ως προς τη θέση, το σχήμα και το μέγεθός τους. Μάλιστα, όπως αναφέρεται στην απόφαση «στο δεξιό μαστό η θηλή εμφανιζόταν πολύ πιο πάνω από την υπομαστιαία ραφή, ενώ στον αριστερό μαστό η θηλή ήταν πιο κάτω σε σχέση με το δεξιό μαστό».
Η εξέλιξη αυτή οδήγησε την 41χρονη τότε γυναίκα για τρίτη φορά στο χειρουργείο τον Σεπτέμβριο του 2008, χωρίς όμως να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αφού υπήρξε μικρή βελτίωση στο ζήτημα της ασυμμετρίας και καμία βελτίωση στο θέμα της ουλής κάτω από το στήθος. Στη συνέχεια, «ο γιατρός συνέστησε στη γυναίκα να υποβληθεί και σε τέταρτη χειρουργική επέμβαση», η οποία πραγματοποιήθηκε 20 μέρες αργότερα, αλλά «είχε ως αποτέλεσμα την περαιτέρω επιδείνωση του αισθητικού αποτελέσματος». Τελικά, η γυναίκα αναγκάστηκε να κάνει τρεις ακόμη επεμβάσεις σε άλλο πλαστικό χειρουργό για να βελτιώσει την εμφάνιση του στήθους της, χωρίς όμως να μπορέσει να το επαναφέρει. Μάλιστα, σύμφωνα με έγγραφο δημόσιου γαλλικού νοσοκομείου που προσκόμισε στο δικαστήριο, δεν επιτρέπεται να κάνει άλλο χειρουργείο γιατί έχουν δημιουργηθεί ζητήματα από τις πολλαπλές επεμβάσεις.
Αν και αρχικά ο γιατρός φέρεται -σύμφωνα με την απόφαση- να είχε παραδεχτεί το σφάλμα του, δίνοντας στην ασθενή επιταγή 8.000 ευρώ ως αποζημίωση για τα ποσά που είχε ήδη καταβάλει, λίγες μέρες αργότερα σε συνάντησή τους «της άρπαξε την επιταγή και την έσκισε». Αν και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε επιδικάσει το ποσό των 13.000 ευρώ σε κάθε εναγόμενο (σ.σ.: σύνολο 26.000 ευρώ), το δευτεροβάθμιο έκρινε ότι η γυναίκα δικαιούται μεγαλύτερη αποζημίωση, ύψους 60.000 ευρώ από γιατρό και κλινική. «Η παραμόρφωση που υπέστη το σώμα της επηρεάζει και επιδρά δυσμενώς στο κοινωνικό της μέλλον, αφού ήταν 41 ετών κατά το χρόνο των επεμβάσεων, άγαμη και χωρίς τέκνα και της δημιουργήθηκαν αισθήματα μειονεξίας και απομόνωσης, ενώ περιορίστηκαν σημαντικά οι δυνατότητες ευρέσεως συντρόφου και δημιουργίας οικογένειας», επισημαίνεται στο σκεπτικό της απόφασης.
Η απόφαση είναι άκρως ενδιαφέρουσα, αφού μεταξύ άλλων αναγνωρίζει και την ευθύνη της εκάστοτε κλινικής που συνεργάζεται με γιατρούς, που χρησιμοποιούν της υπηρεσίες της. «Ο πρώτος εναγόμενος είναι προστηθείς της δεύτερης εναγομένης κλινικής, με τη μορφή της ελεύθερης συνεργασίας, σύμφωνα με την οποία ο ιατρός επιμελείται τη νοσηλεία και τη διενέργεια χειρουργικών επεμβάσεων στην κλινική, η οποία διαθέτει την απαραίτητη επιστημονική και τεχνική υποδομή και το κατάλληλο προσωπικό για τη διενέργεια τέτοιων επεμβάσεων, που θέτει στη διάθεση του γιατρού, με αμοιβή της κλινικής, που εισπράττεται κατευθείαν από τον πελάτη. Ετσι, η σχέση μεταξύ γιατρού και κλινικής αποσκοπεί τόσο στην εξυπηρέτηση του γιατρού, που χρησιμοποιεί κερδοφόρα τις υπηρεσίες της κλινικής, όσο και της κλινικής, που με τη συνδρομή του γιατρού εξασφαλίζει πελατεία και αποκομίζει ανάλογα κέρδη», αναλύουν οι δικαστές στο σκεπτικό τους.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]