Όπως γράφει ο «Ταχυδρόμος», στην ακροαματική διαδικασία αποδείχτηκε ότι ο ηλικιωμένος εκμεταλλεύτηκε τη δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο ανήλικος, και κατάφερε με δέλεαρ ποσό των δύο ευρώ να τον οδηγήσει σε ερημική τοποθεσία με το αυτοκίνητό του και να ενεργήσει σε βάρος του ασελγείς πράξεις.
Στην πρότασή της η εισαγγελέας έδρας τόνισε ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε τον ανήλικο και την οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του, καθώς είναι πολύτεκνη και άνεργη, και τον δελέασε με τα χρήματα προκειμένου να πάνε βόλτα. Η εισαγγελέας υπογράμμισε ότι ο ανήλικος δέχτηκε να μπει στο αυτοκίνητο του ηλικιωμένου γιατί είχε ανάγκη. Επικαλέστηκε στη συνέχεια το πόρισμα του ιατροδικαστική, με το οποίο τεκμηρίωσε τις ασελγείς πράξεις.
Νωρίτερα, απολογούμενος στο Δικαστήριο, ο ηλικιωμένος επέμεινε κατηγορηματικά ότι είναι αθώος. Ισχυρίστηκε ότι η οικογένεια του ανήλικου τον κατήγγειλε για αποπλάνηση επειδή ο ανήλικος του είχε κλέψει το πορτοφόλι του από το αυτοκίνητο. Μάλιστα, υποστήριξε ότι η οικογένεια του ανήλικου του ζήτησε ποσό ύψους 500 ευρώ προκειμένου να μην τον καταγγείλει και έχει έννομες συνέπειες από τη Δικαιοσύνη.
Ωστόσο, εξεταζόμενος στο Δικαστήριο έπεσε σε αντιφάσεις για τη χρονική σειρά και τον τόπο των περιστατικών. Ενώ ισχυρίστηκε στο Κακουργιοδικείο Βόλου ότι έβαλε τον ανήλικο στο αυτοκίνητό του, καθώς ο μικρούλης τού ζήτησε να τον πάει στη γιαγιά του επειδή έβρεχε, ωστόσο στην πορεία είπε ότι τελικά άφησε τον μικρούλη σε σημείο της διαδρομής, μέσα στη βροχή, όταν ο 13χρονος τού ζήτησε να τον πάει τελικά στο σπίτι των γονιών του, και όχι της γιαγιάς του που απουσίαζε.
Επιπλέον, ο 71χρονος είπε ότι έδωσε στο ανήλικο ενάμιση ευρώ όταν τον άφησε με το αυτοκίνητό του κοντά σε γυμναστήριο, ενώ στην Ανακρίτρια είχε δηλώσει ότι του έδωσε δύο ευρώ, από τα ρέστα που πήρε από τον σερβιτόρο όταν πλήρωσε τον καφέ του, στην καφετέρια όπου τον πλησίασε ο ανήλικος ζητώντας του χρήματα.
«Έπεσε σε πλείστες αντιφάσεις» είπε χαρακτηριστικά η εισαγγελέας έδρας, τονίζοντας ότι αντίθετα ο ανήλικος ήταν ακριβής και σαφής σε όλα όσα κατέθεσε και με διαύγεια πνεύματος, σύμφωνα με τους παιδοψυχολόγους. Διερωτούμενη τι έγινε στο διάστημα από τις 6 μέχρι τις 8 που ο κατηγορούμενος βρισκόταν με τον ανήλικο στο αυτοκίνητό του, ξεκίνησε την πρότασή της.
Στο δικαστήριο εξετάστηκαν συνολικά πέντε μάρτυρες: οι γονείς του παιδιού, η κόρη και ο αδερφός του κατηγορουμένου, καθώς επίσης και ένας συγχωριανός του. Ο πατέρας του μικρούλη αναφέρθηκε στην εξομολόγηση του ανήλικου στη μητέρα του. Η μητέρα του, σε όλα όσα της είπε αναλυτικά το παιδί.
Οι συγγενείς του κατηγορουμένου τόνισαν στο Δικαστήριο ότι ο 71χρονος είναι ανάπηρος σε ποσοστό 75% μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο που υπέστη πριν πολλά χρόνια, και ισχυρίστηκαν ότι η αναπηρία του τον καθιστούσε ανίκανο να προχωρήσει σε τέτοιες πράξεις.
Ο συγχωριανός του 71χρονου, εξεταζόμενος στο Δικαστήριο αποδείχτηκε ότι έλεγε ψέματα αναφορικά με το πού καθόταν στην καφετέρια όταν παρέθετε τα περιστατικά που είδε. Η κράτησή του άρθηκε στις 5 το απόγευμα που έληξε η δίκη, με το Δικαστήριο να αποφασίζει άλλη διαδικασία από αυτή του αυτοφώρου για τη δίκη του μάρτυρα.
Να επισημανθεί, ότι το Δικαστήριο έλαβε κατά πλειοψηφία την απόφαση για τα έτη κάθειρξης, καθώς η πρόεδρος και μία ένορκος διαφοροποιήθηκαν, κρίνοντας ότι στον κατηγορούμενο θα έπρεπε να επιβληθεί 10ετή κάθειρξη.
Το Κακουργιοδικείο με ομόφωνη απόφασή του δεν αναγνώρισε κανένα ελαφρυντικό στον 71χρονο, ούτε αυτό του έντιμου πρότερου βίου, παρά το γεγονός ότι εκείνος δεν είχε απασχολήσει ποτέ στο παρελθόν τη Δικαιοσύνη. Μετά τη δίκη ο 71χρονος άσκησε έφεση και αφέθηκε ελεύθερος.