Η κατά κεφαλήν Πραγματική Ατομική Κατανάλωση (ΠΑΚ) αποτελεί έναν δείκτη για το πραγματικό επίπεδο διαβίωσης των νοικοκυριών. Τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν μεγάλες διαφοροποιήσεις μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ.
Ειδικότερα, δέκα κράτη-μέλη κατέγραψαν κατά κεφαλήν ΠΑΚ άνω του μέσου όρου της ΕΕ το 2016. Το υψηλότερο επίπεδο στην ΕΕ καταγράφηκε στο Λουξεμβούργο, ήτοι 32% πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Η Γερμανία και η Αυστρία ήταν περίπου στο 20% πάνω από τον μέσο όρο, ακολουθούμενες από το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Δανία, τη Φινλανδία, το Βέλγιο, τη Γαλλία, τις Κάτω Χώρες και τη Σουηδία, οι οποίες κατέγραψαν επίπεδα μεταξύ 10% και 15% υψηλότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Η κατά κεφαλήν ΠΑΚ για δώδεκα κράτη-μέλη κυμάνθηκε μεταξύ του μέσου όρου της ΕΕ και 25% χαμηλότερα. Στην Ιρλανδία, την Ιταλία και την Κύπρο τα επίπεδα ήταν μέχρι 10% κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ, ενώ στην Ισπανία, τη Λιθουανία, την Πορτογαλία και τη Μάλτα ήταν μεταξύ 10% και 20% χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Η Τσεχική Δημοκρατία, η Ελλάδα, η Σλοβακία, η Πολωνία και η Σλοβενία κατέγραψαν ποσοστά μεταξύ 20% και 25% κάτω από τον μέσο όρο. Η Κροατία είχε κατά κεφαλήν ΠΑΚ λίγο περισσότερο από 40% κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ, ενώ η Βουλγαρία βρέθηκε στο 53% κάτω από τον μέσο όρο.
Ακόμα μεγαλύτερες διαφοροποιήσεις μεταξύ των κρατών-μελών καταγράφηκαν σε ό,τι αφορά το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, έναν δείκτη οικονομικής δραστηριότητας, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat. Για το 2016, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, εκφρασμένο σε µονάδες αγοραστικής δύναµης (ΜΑ∆), κυμαινόταν μεταξύ 48% του μέσου όρου της ΕΕ στη Βουλγαρία και 267% στο Λουξεμβούργο.
Μόλις 11 από τα 28 κράτη-μέλη της ΕΕ κατέγραψαν επίπεδα κατά κεφαλήν ΑΕΠ πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η Ελλάδα βρέθηκε στο 67% του ευρωπαϊκού μέσου όρου μαζί με την Ουγγαρία, ενώ ακολουθούν η Λετονία (65%) η Κροατία και η Ρουμανία (59%) και τέλος η Βουλγαρία (48%).